Κείμενο – ανάλυσης που δόθηκε στη δημοσιότητα μόλις πριν λίγες ημέρες από την BIS(02/11/2018) με βασικό θέμα τα μη συμβατικά μέτρα νομισματικής πολιτικής που συγκεντρώνονται υπό τον τίτλο μέτρα “ποσοτικής χαλάρωσης” και τις ωφέλειές τους στο τραπεζικό σύστημα, καταλήγει ευθέως ότι με τα μέτρα αυτά ωφελήθηκαν τα τραπεζικά συστήματα του κεντρικού πυρήνα της Ευρωζώνης.
Η ανάλυση των Φερνάντο Αβάλο και Μανώλη Μαματζάκη, ονομάζει συγκεκριμένα τις χώρες που ωφελήθηκαν και αυτές όπως αναφέρεται είναι η Γερμανία, η Γαλλία, η Αυστρία, το Βέλγιο, το Λουξεμβούργο, η Φιλανδία και η Ολλανδία, με άλλα λόγια οι χώρες με τα ισχυρότερα τραπεζικά συστήματα.
Αντίθετα δεν βρίσκονται στο περιβάλλον των περισσότερο ευνοημένων χωρών οι τραπεζικοί όμιλοι της νότιας Ευρώπης, οι οποίοι ήταν και περισσότερο εκτεθειμένοιστο κρατικό χρέος.
Είναι για πρώτη φορά που ένα κείμενο ανάλυσης με το κύρος της BIS, αποτυπώνει αυτό που λίγο πολύ ήταν “γνωστό” στους ευρωπαϊκούς τραπεζικούς κύκλους αλλά κανείς δεν τολμούσε να το αναδείξει ως αποτέλεσμα ανάλυσης των δεδομένων των ευρωπαϊκών τραπεζών. Στην Φρανκφούρτη η τοποθέτηση αυτή δεν θα πρέπει να έγινε ιδιαίτερα ευχάριστα δεκτή, όπως παρατηρούν τραπεζικοί κύκλοι, αν και η μελέτη δεν αρνείται ούτε υποτιμά τα οφέλη που είχαν και οι υπόλοιπες τράπεζες από την φθηνή και χωρίς όρια σχεδόν χρηματοδότηση από την ΕΚΤ.
Διατυπώνονται όμως κάποιες παρατηρήσεις πλέον –που υποστηρίζονται από τη μελέτη των δύο οικονομολόγων– ότι το πλαίσιο της χρηματοδότησης στα προγράμματα ποσοτικής χαλάρωσης από την ΕΚΤ, σύμφωνα με τις οποίες οι ισχυρότερες τράπεζες έγιναν περισσότερο ισχυρές με τις παρεμβάσεις αυτές…
Το ενδιαφέρον είναι ότι η “συζήτηση” ενόψει της διακοπής του QE στο τέλος του έτους ανοίγει κάποια ζητήματα, όπως για παράδειγμα το γεγονός ότι η διοίκηση της ΕΚΤ δεν συντονίσθηκε με τις άλλες κεντρικές τράπεζες σ’ ολόκληρη την περίοδο της παρέμβασης των κεντρικών τραπεζών η οποία σε συνάρτηση με τον όγκο των κεφαλαίων που διατέθηκαν έχει χωρισθεί σε τρεις περιόδους. Την πρώτη περίοδο από το 2009 μέχρι το 2011, στην οποία η παρέμβαση της ΕΚΤ ήταν σχετικά ισχνή, την περίοδο 2012 – 2014 κατά την οποία η διοίκηση της ΕΚΤ επιχείρησε να αποστραγγίζει κάποια κεφάλαια που είχε αρχικά διαθέσει στο σύστημα (LTROs) και στην τρίτη περίοδο από το 2015, που άρχισε πραγματικά να διοχετεύει μεγάλους όγκους κεφαλαίων με διάφορα νομισματικά “εργαλεία” και με αρνητικά επιτόκια.
Σε κάθε περίπτωση πάντως αναμένεται να συνεχισθεί ο “διάλογος” που άνοιξε η BIS με το κείμενο ανάλυσης των Αβάλο και Μαματζάκη…