Η εκεχειρία που ετυμολογικά σημαίνει “κράτημα χεριών”, καθιερώθηκε στην αρχαία Ελλάδα τον 9ο αι. π.Χ. με την υπογραφή μιας συμφωνίας μεταξύ τριών βασιλιάδων, του Ίφιτου της Ηλίδας, του Κλεισθένη της Πίσας και του Λυκούργου της Σπάρτης.
Οι υπόλοιπες ελληνικές πόλεις-κράτη ακολούθως επικύρωσαν αυτή την συμφωνία, χάρη στην οποία η διαρκής και αναγνωρισμένη ασυλία του ιερού της Ολυμπίας και της περιοχής της Ηλείας, έγινε πραγματικότητα.
Επιπροσθέτως κατά τη διάρκεια της εκεχειρίας, οι αθλητές, οι καλλιτέχνες και οι οικογένειές τους, καθώς επίσης και οι απλοί οδοιπόροι, μπορούσαν να ταξιδεύουν με πλήρη ασφάλεια για να συμμετάσχουν ή να παρακολουθήσουν τους Ολυμπιακούς αγώνες και κατόπιν να επιστρέψουν στις ιδιαίτερες πατρίδες τους.
Καθώς πλησίαζε η έναρξη των Αγώνων, η Ιερή Εκεχειρία διακηρυσσόταν και αναγγελλόταν από τους “σπονδοφόρους”, πολίτες της Ηλίδας που ταξίδευαν σε όλο τον ελληνικό κόσμο από πόλη σε πόλη για να διαδώσουν το μήνυμα.
Μια επιγραφή που περιγράφει την εκεχειρία ήταν γραμμένη σ’ ένα ορειχάλκινο δίσκο που επιδεικνυόταν στην Ολυμπία.
Από την έβδομη μέρα πριν από την έναρξη των Ολυμπιακών Αγώνων μέχρι την έβδομη μέρα μετά το πέρας τους, οι πόλεμοι σταματούσαν έτσι ώστε οι αθλητές, απαλλαγμένοι από στρατιωτικές υποχρεώσεις, να μπορούν να ταξιδέψουν για να συμμετάσχουν στους Αγώνες.
Κατά τη διάρκεια της εκεχειρίας, οι πόλεμοι διακόπτονταν, απαγορευόταν στους στρατούς να εισέλθουν στην Ηλίδα ή να απειλήσουν τους Αγώνες και απαγορεύονταν οι νομικές διαφορές και η εκτέλεση των θανατικών ποινών.
Η Ολυμπιακή εκεχειρία ως επί το πλείστον τηρήθηκε πιστά αν και ο ιστορικός Θουκυδίδης εξιστορεί ότι απαγορεύτηκε στους Λακεδαιμόνιους η συμμετοχή στους Ολυμπιακούς Αγώνες, μετά από την επίθεσή τους σ’ ένα φρούριο του Λεπραίου – πόλη της Ηλίδας – κατά τη διάρκεια της εκεχειρίας.
Οι Λακεδαιμόνιοι παραπονέθηκαν ότι η εκεχειρία δεν είχε ακόμα αναγγελθεί κατά τη στιγμή της επίθεσης. Οι Ηλείοι όμως τους επέβαλλαν πρόστιμο, όπως όριζε ο νόμος.
Στην σύγχρονη εποχή η αναβίωση των Ολυμπιακών Αγώνων το 1896 δεν ακολουθήθηκε από την αναβίωση και του θεσμού της ολυμπιακής εκεχειρίας.
Προφανώς στην αρχή, δηλαδή στα τέλη του 19ου και στις αρχές του 20ου αιώνα υπήρχαν σοβαροί πρακτικοί λόγοι που εμπόδιζαν την εφαρμογή μιας παγκόσμιας εκεχειρίας κατά τη διάρκεια των Αγώνων.
Στις μέρες μας όμως η τεχνολογία και οι διεθνείς οργανισμοί έχουν εξελιχθεί σε βαθμό που έστω μια προσπάθεια για την εφαρμογή ολυμπιακής εκεχειρίας δεν θα… έβλαπτε.
Παρόλα αυτά οι προσπάθειες παραμένουν ελάχιστες, ασήμαντες και ατελέσφορες καθώς η πολιτική στήριξή τους είναι ουσιαστικά ανύπαρκτη. Έτσι η Ολυμπιακή Εκεχειρία παραμένει στις μέρες μας μια ευρέως άγνωστη και ξεχασμένη, για την διεθνή κοινότητα. πλευρά των αυθεντικών Ολυμπιακών Αγώνων.
Την παραμονή των Ολυμπιακών Αγώνων του 1992, άρχισε μία σύγχρονη προσπάθεια για την αναβίωση του θεσμού της Ολυμπιακής Εκεχειρίας.
Η Διεθνής Ολυμπιακή Επιτροπή (ΔΟΕ) κάλεσε για την τήρηση της Ολυμπιακής Εκεχειρίας, ώστε αθλητές από την πρώην Γιουγκοσλαβία να συμμετάσχουν στους Αγώνες της XXIII Ολυμπιάδας στη Βαρκελώνη.
Πρωτοβουλίες εκεχειρίας προωθήθηκαν και τη διάρκεια των Ολυμπιακών Αγώνων του 1994, 1998 και 2000 αλλά και των χειμερινών αγώνων.
Η Διεθνής Ολυμπιακή Επιτροπή προχώρησε πρόσφατα στο να ιδρύσει το Διεθνές Ίδρυμα Ολυμπιακής Εκεχειρίας και το Διεθνές Κέντρο Ολυμπιακής Εκεχειρίας και βρίσκεται πάντα σε συνεργασία με τις εκάστοτε ελληνικές κυβερνήσεις.
Το Κέντρο είναι ένας διεθνής Μη Κυβερνητικός Οργανισμός, με έδρα την Αρχαία Ολυμπία και γραφεία στην Αθήνα.
Σήμερα, Πρόεδρος του Διεθνούς Κέντρου Ολυμπιακής Εκεχειρίας είναι ο πρόεδρος της ΔΟΕ Ζακ Ρογκ και αντιπρόεδρος η Ελληνίδα πολιτικός Φάνη Πετραλιά και ο πρώην Πρωθυπουργός της Ελλάδας Γιώργος Παπανδρέου.
Οπότε γίνεται αμέσως κατανοητό γιατί οι “προσπάθειες” αυτές είναι καταδικασμένες σε αποτυχία…
Στις 3 Νοεμβρίου 2003, 190 κράτη-μέλη του Οργανισμός Ηνωμένων Εθνών (ΟΗΕ), αριθμός-ρεκόρ στην ιστορία του οργανισμού, συγκηδεμόνευσαν ψήφισμα που κατέθεσε η Ελλάδα καλώντας όλα τα έθνη να συμμετάσχουν στους Ολυμπιακούς Αγώνες της Αθήνας το 2004 με 16 μέρες ειρήνης.