Το άψυχο σώμα της 43χρονης βρέθηκε στο μπάνιο μέσα σε μια λίμνη αίματος, γυμνό από τη μέση και κάτω
Οι εκκλήσεις για βοήθεια που ακούστηκαν από τα χείλη 52χρονου αλβανικής καταγωγής, έξω από το σπίτι του στην Κω, αναστάτωσαν τη γειτονιά, στις 14 Απριλίου 2014. Ο άνδρας έμοιαζε σοκαρισμένος και όταν είδε τους αστυνομικούς να φτάνουν τρέμοντας τους φώναξε, αναφερόμενος στην σύντροφό του που κείτονταν αιμόφυρτη στο μπάνιο του σπιτιού: «Τη σφάξανε ρε παιδιά, δεν μπορώ να το πιστέψω, ποιος το έκανε ρε παιδιά;».
Γράφει η Μαρία Ζαχαροπούλου
Το άψυχο σώμα της 43χρονης από τη Ρουμανία βρέθηκε στο μπάνιο μέσα σε μια λίμνη αίματος, σε ύπτια θέση, γυμνό από τη μέση και κάτω. Έφερε μία εγκάρσια τομή στην περιοχή του αιδοίου, τραύμα στην καρωτίδα αλλά και ακόμη μία τομή στο αριστερό στήθος.
Όπως διαπίστωσαν οι αστυνομικοί, οι χώροι του σπιτιού δεν έφεραν ίχνη παραβίασης ενώ στην κουζίνα βρέθηκε ένα μαχαίρι κοπής ψωμιού 31 εκατοστών, τοποθετημένο μέσα σε ποτήρι με πλυμένα μαχαιροπίρουνα. Από τον εργαστηριακό έλεγχο εντοπίστηκε αποξηραμένο αίμα στο σημείο που η λάμα συνδεόταν με τη χειρολαβή καθώς και δερματικός ιστός στα δόντια του μαχαιριού. Οι αρχές εκτίμησαν ότι ο δράστης βρίσκεται μεταξύ των προσώπων που ανήκαν στο περιβάλλον του θύματος, με αποτέλεσμα να βάλουν στο μικροσκόπιό τους το σύντροφο της.
Λίγες ώρες αργότερα, ο 52χρονος ομολογούσε ενώπιον των αστυνομικών τη στυγερή δολοφονία. Όπως είπε, είχε στη γυναίκα μεγάλη αδυναμία και όταν εκείνη του αποκάλυψε την πρόθεσή της να τον εγκαταλείψει, για ακόμη μία φορά, θόλωσε. «Είσαι με τα καλά σου; Δεν ξέρεις πόσο σε θέλω, πόσο σε αγαπώ; Είσαι αποφασισμένη να φύγεις; Πώς μπορείς να μου το κάνεις αυτό;» της είπε, όπως ισχυρίζεται στην προανακριτική του απολογία. Μάλιστα, περιέγραψε το διάλογο που φέρεται να προηγήθηκε των μοιραίων χτυπημάτων. «Εκείνη τη στιγμή θόλωσα και της είπα: ”Εσύ δεν ξέρεις τι θέλεις, εγώ τι πρέπει να κάνω που είμαι τρελός μαζί σου;” και φώναξα “δεν το καταλαβαίνεις;”. Εκείνη τη στιγμή βρισκόμασταν στην τουαλέτα κοντά στο πλυντήριο και εκείνη που είπε: “Δεν έχεις καταλάβει ότι είσαι μ… και η καρδιά μου δεν θα είναι ποτέ μαζί σου;”.
Από εκείνη τη στιγμή όλα μαύρισαν και τα έχασα, δε θυμάμαι τι έκανα. Όλα διαδραματίστηκαν σε δευτερόλεπτα, τα είχα χάσει τελείως» ανέφερε. Ο άνδρας ισχυρίστηκε πως δεν παραδεχόταν την πράξη του γιατί “δεν μπορούσα να πιστέψω ότι είχα φτάσει στο σημείο να κάνω αυτό το έγκλημα γιατί δεν είμαι τέτοιος άνθρωπος” και έκλεινε την προανακριτική του απολογία λέγοντας πως έχει μετανιώσει και ζητώντας συγγνώμη. Λίγες ώρες αργότερα ο 52χρονος επανέρχεται ανακαλώντας την αρχική του απολογία. Ο άνδρας ισχυρίστηκε πως δεν έχει καμία σχέση με τη δολοφονία της συντρόφου του και ζήτησε να βρεθεί ο δολοφόνος της. Μάλιστα, ενώπιον του ανακριτή έκανε χρήση του δικαιώματος της σιωπής και δεν απάντησε σε καμία ερώτηση. Τον Οκτώβριο του 2014 ο κατηγορούμενος επανέρχεται ζητώντας την αποφυλάκισή του, με όρους, ενώ σε υπόμνημά του αρνείται τις κατηγορίες, βάζει στο κάδρο του Πακιστανούς που έμεναν στον πρώτο όροφο της πολυκατοικίας και ζητεί την ακύρωση των προανακριτικών του απολογιών, καταγγέλλοντας παραβίαση των δικαιωμάτων του.
Τον Ιούνιο του 2015, ο κατηγορούμενος κάθισε στο εδώλιο του Μικτού Ορκωτού Δικαστηρίου Ρόδου. Ο εργοδότης του, καταθέτοντας στο δικαστήριο, επιβεβαίωσε το γεγονός ότι ο 52χρονος, λίγο πριν αποκαλυφθεί το έγκλημα, βρισκόταν στη δουλειά. Ο μάρτυρας μιλώντας για τη σχέση του ζευγαριού την περιέγραψε ως άστατη. Αναφερόμενος δε σε συνάντηση που είχε μαζί του στα κρατητήρια, λίγες ώρες μετά τη δολοφονία, ισχυρίστηκε πως ήταν φοβισμένος. «Του είπα: “Τι με φωνάζεις, αφού είπες ότι το έκανες” και εκείνος μου απάντησε: “Δεν το έκανα μου έδωσαν ξύλο”. Ήταν πολύ φοβισμένος» είπε, ο εργοδότης του ενώπιον του δικαστηρίου.
Η εξαδέλφη του κατηγορούμενου εξέφρασε την πεποίθηση πως δεν είναι εκείνος ο δολοφόνος, ενώ άφησε υπόνοιες πως το θύμα διατηρούσε σχέση με τον Πακιστανό γείτονά τους.
«Ορκίζομαι ψυχή και σώμα είμαι αθώος» ανέφερε στην απολογία του ο 52χρονος ο οποίος περιέγραψε τη θυελλώδη σχέση του με την 43χρονη σύντροφό του. Ο κατηγορούμενος επιχειρηματολόγησε υπέρ της αθωότητάς του παραθέτοντας σειρά στοιχείων που αποδεικνύουν ότι δεν έχει σχέση με το έγκλημα. Όταν κλήθηκε να απαντήσει στο κρίσιμο ερώτημα για ποιο λόγο ομολόγησε μια δολοφονία την οποία, όπως λέει, δεν έχει κάνει, κατήγγειλε την αστυνομία για κακοποίηση. «Μιλάμε για υπερβολικό ξύλο. Τους έλεγα δεν είμαι εγώ ο δολοφόνος… Από τις οκτώ το πρωί έως τις 11 το βράδυ με χτυπούσαν. Επειδή είμαι αθώος ήξερα ότι η αλήθεια θα φανεί» είπε.
Ο εισαγγελέας ζήτησε την ενοχή του κατηγορούμενου, πρόταση την οποία υιοθέτησε το δικαστήριο το οποίο τον καταδίκασε σε ισόβια κάθειρξη, ποινή φυλάκισης 3 ετών και 5 μηνών και χρηματική ποινή 1.000 ευρώ. Ο 52χρονος οδηγήθηκε στη φυλακή για να εκτίσει την ποινή του μέχρι που ήρθε η ανατροπή, όταν τα εγκληματολογικά εργαστήρια κατέληξαν στο συμπέρασμα, πως τα δακτυλικά αποτυπώματα που εντοπίστηκαν στα πλακάκια του μπάνιου, όπου βρέθηκε νεκρή η άτυχη γυναίκα, ανήκουν σε έναν Πακιστανό ο οποίος διέμενε με ομοεθνείς του σε διαμέρισμα της πολυκατοικίας, όπου διαπράχθηκε το έγκλημα και ήδη αναζητείται.
Ο κατηγορούμενος, μέσω της συνηγόρου του Γιάννας Παναγοπούλου και έχοντας στα χέρια του τα νέα στοιχεία, ζήτησε την αναστολή εκτέλεσης της ποινής του μέχρι το Εφετείο. Τον Δεκέμβριο του 2017 το αίτημα του 52χρονου έγινε δεκτό και αφέθηκε ελεύθερος με τους περιοριστικούς όρους της απαγόρευσης εξόδου από τη χώρα και την υποχρεωτική εμφάνιση στο αστυνομικό τμήμα της περιοχής του. Η συνήγορος του έκανε λόγο για απόφαση που δικαίωσε την υπερασπιστική γραμμή του κατηγορούμενου ο οποίος παρέμεινε στη φυλακή για περίπου τέσσερα χρόνια.
Ο 52χρονος, στις 5 Νοεμβρίου 2018, ετοιμάζεται να δώσει μία νέα μάχη, ενώπιον της δικαιοσύνης, καθώς θα καθίσει στο εδώλιο του Εφετείου το οποίο καλείται να εξετάσει την υπόθεση με βάση τα νέα στοιχεία που ήρθαν στο φως.