Oι κυβερνήσεις πρέπει να δράσουν έστω και μονομερώς για να περιορίσουν τη δυνατότητα των πολυεθνικών να φοροδιαφεύγουν. Το «αγκάθι» των ξεπερασμένων διεθνών φορολογικών συμφωνιών. Γιατί οι τεχνολογικοί γίγαντες δεν είναι το μοναδικό πρόβλημα.
Η προσπάθεια να επιβληθεί φόρος στα έσοδα των εταιρειών του διαδικτύου -έως τώρα ανεπιτυχής- ίσως μοιάζει με τεχνικό θέμα: ενδεχομένως να αξίζει, αλλά είναι αρκετά βαρετό για τα μάτια κάποιου.
Στην πραγματικότητα είναι ένα ύψιστης σημασίας ζήτημα για τα κράτη.
Η δύναμη να φορολογείς είναι, εν τέλει, ένα θεμελιώδες χαρακτηριστικό του κράτους. Και είναι μια δύναμη από την οποία μοιάζει αυτή τη στιγμή εύκολο να διαφύγεις. Δεν είναι λίγα τα παραδείγματα τεχνολογικών γιγάντων των οποίων οι εταιρικοί φορολογικοί λογαριασμοί είναι δυσανάλογα μικροί σε σχέση με τα έσοδά τους από μεγάλες αγορές. Σύμφωνα με το γαλλικό υπουργείο Οικονομικών οι επιχειρήσεις που είναι εγκατεστημένες στην γηραιά ήπειρο αντιμετωπίζουν φορολογικές υποχρεώσεις 14 ποσοστιαίες μονάδες υψηλότερες απ’ ότι οι μεγάλες εταιρείες του διαδικτύου.
Υπάρχουν δυο συνήθεις λανθασμένες αντιλήψεις γι’ αυτό, οι οποίες συχνά ενθαρρύνονται από πολιτικούς αλλά και τις ίδιες τις εταιρείες.
Η πρώτη είναι πως το πρόβλημα αφορά αποκλειστικά τη φορολόγηση τεχνολογικών εταιρειών οι δραστηριότητες των οποίων διενεργούνται στο διαδίκτυο. Δεν είναι. Η πρόκληση είναι η φορολόγηση πολυεθνικών εταιρειών με φορολογικούς κανόνες με βάση τη γεωγραφική τοποθεσία μιας εταιρείας.
Σε σχέση με την εποχή που σχεδιάστηκαν οι κανόνες αυτοί, έχει γίνει πολύ πιο εύκολο για τις επιχειρήσεις να οργανώσουν εταιρικές δομές που κατανέμουν κέρδη σε δικαιοδοσίες με χαμηλή φορολογία. Οι τεχνολογικές εταιρείες απλώς δίνουν πιο εύκολα αφορμή για πρωτοσέλιδα γιατί οι διαδικτυακές δραστηριότητες είναι εύκολο να μεταφερθούν όπου θέλει ο καθένας. Οι τρέχουσες προτάσεις αποτελούν απλά την τελευταία προσπάθεια -αρκετά καθυστερημένη- να αναβαθμιστούν οι φορολογικοί κανόνες στην σημερινή πραγματικότητα της παγκοσμιοποιημένης παραγωγής, ώστε οι φόροι επί των φορολογικών κερδών να επιβάλλονται εκεί όπου δημιουργούνται τα κέρδη.
Η δεύτερη παρεξήγηση είναι πως καμία χώρα δεν έχει τη δύναμη να το κάνει αυτό από μόνη της. Μπορεί. Η νομική εξουσία επιβολής φόρου παραμένει παντού στα χέρια των εθνικών κυβερνήσεων και έχουν τα μέσα να απαγορεύσουν τις πωλήσεις στην επικράτεια τους αν ο πωλητής δεν συμμορφώνεται με τους κανονισμούς. Για παράδειγμα οι Γκάμπριελ Ζουκμάν και Μπορίς Βαλάντ προτείνουν οι κυβερνήσεις να υπολογίζουν μονομερώς τη φορολογική βάση μιας εταιρείας ως τα παγκόσμια κέρδη της προς το μερίδιο των παγκόσμιων πωλήσεων της που πραγματοποιούνται στην χώρα τους.
Υπάρχει μια δυσκολία: οι φόροι στα εταιρικά κέρδη ρυθμίζονται από έναν ιστό διμερών φορολογικών συνθηκών, που έχουν σχεδιαστεί για να αποτρέπουν την πολλαπλή φορολόγηση του εταιρικού (και προσωπικού) εισοδήματος από διάφορες χώρες. Πολλές από τις συμφωνίες αυτές υπογράφηκαν τη δεκαετία του 1970, λίγο προτού αρχίσουν να ξεφυτρώνουν οι πολυεθνικές εφοδιαστικές αλυσίδες και καταστήσουν ξεπερασμένη την επικέντρωση στη νομική έδρα. Χρειάζονται απεγνωσμένα επικαιροποίηση, αλλά αν και μια χώρα μπορεί επί της αρχής να αποσυρθεί από μια συμφωνία, το αποτέλεσμα θα είναι προβληματικό. Μια συντονισμένη μεταρρύθμιση, όπως οι πολυετείς προσπάθειες της Ευρώπης να θεσπίσει μια κοινή ενοποιημένη βάση φορολόγησης των εταιρειών, θα ήταν προτιμότερη.
Οι φόροι επί των εσόδων, ωστόσο, δεν αντιμετωπίζουν τα ίδια προβλήματα. Για αυτό και η προσπάθεια της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και διάφορων κρατών μελών της Ε.Ε. να επιβάλλουν έναν «φόρο ψηφιακών υπηρεσιών» – επί της ουσίας ένας φόρος κύκλου εργασιών στις μεγάλες εταιρείες του τομέα των ψηφιακών υπηρεσιών. Ένας τέτοιος φόρος θα αποτελούσε μεγάλη βελτίωση σε σχέση με την υφιστάμενη κατάσταση.
Αλλά θα ήταν πολύ κατώτερος από έναν σωστά σχεδιασμένο φόρο επί των κερδών (όχι του κύκλου εργασιών) όλων των πολυεθνικών (όχι μόνο των μεγάλων τεχνολογικών εταιρειών). Αυτή η ανώτερη εναλλακτική θα προστάτευε τις start-up του διαδικτύου που δεν βγάζουν κέρδη από τις καθιερωμένες πολυεθνικές εκτός τεχνολογικού τομέα.
Σε κάθε περίπτωση, ακόμα και ένας πανευρωπαϊκός φόρος στις ψηφιακές υπηρεσίες φαίνεται να είναι υπερβολικά βαρύς για πολλά κράτη μέλη που είναι αντιμέτωπα με τη δυσαρέσκεια των εταιρειών. Οπότε είναι κρίσιμο για αυτές τις εθνικές κυβερνήσεις που δεν είναι εξαρτημένες από τις μεγάλες τεχνολογικές εταιρείες να προχωρήσουν μονομερώς – ιδανικά με ένα φόρο επί του κύκλου εργασιών (για να παρακάμψουν τις φορολογικές συμφωνίες) ζυγισμένο έτσι ώστε να μιμείται όσο το δυνατόν περισσότερο έναν καλοσχεδιασμένο παγκόσμιο φόρο επί των κερδών. Αυτό θα αντιμετώπιζε, τουλάχιστον, ένα μέρος του προβλήματος. Και μπορεί να είναι απαραίτητο για να σώσει μια συντονισμένη πολιτική από μια θανάσιμη αναβλητικότητα.
Μια συνεργατική παγκόσμια μεταρρύθμιση της φορολόγησης των εταιρικών κερδών παραμένει η καλύτερη επιλογή. Αλλά μέχρι να επιτευχθεί, η εναλλακτική πρέπει να είναι ένας πανευρωπαϊκός φόρος επί του κύκλου εργασιών. Και μέχρι να επιτευχθεί αυτό, η εναλλακτική πρέπει να είναι ένας εθνικός φόρος επί του κύκλου εργασιών.
Η χειρότερη επιλογή, ωστόσο, θα ήταν να μην γίνει απολύτως τίποτα.