Ισόβια κάθειρξη είναι η ποινή που επέβαλε χθες αργά το απόγευμα το Μεικτό Ορκωτό Δικαστήριο Κυπαρισσίας στον 51χρονο κατηγορούμενο στην ποινική υπόθεση της άγριας δολοφονίας του επιχειρηματία Παναγιώτη Γυφτέα το Φεβρουάριο του 2011, η οποία και είχε συγκλονίσει τη Μεσσηνία.
Ο κατηγορούμενος, που αρνήθηκε κάθε ανάμειξη, κρίθηκε ένοχος, κατά πλειοψηφία 5 – 2, στο αδίκημα της ηθικής αυτουργίας σε ληστεία κατά συναυτουργία, τελεσθείσα με ιδιαίτερη σκληρότητα σε βάρος προσώπου και η οποία συνδέεται αιτιωδώς με τη θανάτωσή του, και αθώος, κατά πλειοψηφία 4 – 3, στο αδίκημα της ηθικής αυτουργίας σε ανθρωποκτονία εκ προθέσεως, τελεσθείσα κατά συναυτουργία.
Το δικαστήριο απέρριψε τα ελαφρυντικά που προέβαλε και ανέπτυξε ο συνήγορος υπεράσπισής του, αυτά του πρότερου έντιμου βίου και της μεταγενέστερης καλής συμπεριφοράς εντός της φυλακής όπου κρατείται για άλλη υπόθεση.
Η εκδίκαση της υπόθεσης είχε ορισθεί στις 17 Ιουλίου, αλλά αναβλήθηκε και ορίστηκε, από την Εισαγγελία Εφετών Καλαμάτας, νέα δικάσιμος για τις 29 Οκτωβρίου, οπότε και άρχισε η δίκη με εξέταση μαρτύρων.
Να σημειωθεί πως ο ή οι φυσικοί δράστες της δολοφονίας δεν έχουν συλληφθεί.
Κατά την απολογία του ο 51χρονος δήλωσε ότι γνώριζε το θύμα, μιας και του μετέφερε επιταγές άλλων για «σπάσιμο». Αυτή ήταν η μόνη μεταξύ τους σχέση, ενώ αρνήθηκε κάθε σχέση με τις κατηγορίες που του αποδίδονταν.
Από την πλευρά της, η εισαγγελέας πρότεινε την ενοχή του κατηγορουμένου.
Από την πολιτική αγωγή προβλήθηκε ο ισχυρισμός της ενοχής του κατηγορουμένου, διότι, όπως ειπώθηκε, εκείνος οργάνωσε, διηύθυνε, συντόνιζε τις τελεσθείσες πράξεις για τις οποίες κατηγορούνταν. Επίσης, ότι έδινε ακριβείς πληροφορίες στον ή στους φυσικούς αυτουργούς για το θύμα, τις συνήθειες, τη ζωή και το σπίτι του. Ότι γνώριζε μέχρι και πού έβαζε το θύμα χρήματα, αλλά και επιταγές κ.τ.λ., στο γκαράζ του σπιτιού του. Ότι σκοπός του ήταν η ληστεία για να πάρει από το θύμα μεγάλο χρηματικό ποσό που ο ίδιος του είχε δώσει (ως επιστροφή χρημάτων δανείου που είχε πάρει από το θύμα), κι αφού οι συνεργοί του τα αποσπούσαν, σκοπός, όπως ανέφερε ο δικηγόρος της πολιτικής αγωγής, ήταν η θανάτωση του θύματος.
Από την πλευρά της υπεράσπισης αρνήθηκαν όλες τις κατηγορίες, προβάλλοντας και αναπτύσσοντας στην επιχειρηματολογία τους ότι δε συνέτρεχε λόγος για την τέλεση των πράξεων που αποδίδονταν στον κατηγορούμενο. Επίσης, προέβαλλαν τον ισχυρισμό ότι, ακόμα και σε περίπτωση που δέχονταν συμμετοχή του κατηγορούμενου ως ηθικού αυτουργού, η ηθική αυτουργία του σταματά στην τέλεση της πράξης της ληστείας και δε σχετίζεται με τη θανάτωση του θύματος, η οποία και επήλθε από φυσικό αυτουργό, καθώς, όπως ειπώθηκε, από τα στοιχεία της υπόθεσης δεν προέκυψε δόλος για τον κατηγορούμενο ώστε να μπορεί να σταθεί νομικά η ηθική αυτουργία κατά συναυτουργία, τελεσθείσα με ιδιαίτερη σκληρότητα σε βάρος προσώπου που συνδέεται αιτιωδώς με τη θανάτωσή του. Διευκρίνισαν δε, ότι το μόνο που θα μπορούσαν να «δεχθούν» είναι η απλή συνέργεια σε ληστεία.
Μάλιστα, ο συνήγορος υπεράσπισης του κατηγορουμένου άφησε αιχμές για την προανακριτική και προδικαστική διαδικασία, όπως και για ευρήματα και στοιχεία που δεν ελέγχτηκαν από τις ανακριτικές και διωκτικές Αρχές.