Αποκλιμάκωση του δημοσίου χρέους από 182.5% το 2018 σε 174.9% το 2019 και 167.4% το 2020, ανάπτυξη της τάξης του 2,0% και για τα τρία χρόνια της πρόβλεψης, πλεονασματικούς προϋπολογισμούς με 0,6% επίσης και για τα τρία χρόνια, αλλά και μείωση της ανεργίας από το 19,6% φέτος στο 18,2% και τέλος στο 16,9% , καταγράφει η Κομισιόν στο πλαίσιο των φθινοπωρινών οικονομικών προβλέψεών της για την ελληνική οικονομία.
Η Κομισιόν αναφέρει ότι διαπραγματεύσεις για τον προϋπολογισμό του 2019 βρίσκονται σε εξέλιξη και αναμένεται ότι το τελικό πακέτο μέτρων θα οδηγήσει σε πρωτογενές πλεόνασμα 3,5% του ΑΕΠ για το 2019. Στην περίπτωση αυτή, οι πραγματικοί ρυθμοί ανάπτυξης θα είναι υψηλότεροι και θα μπορούσαν να φθάσουν το 2,3% του ΑΕΠ το 2019-20, γεγονός που συμφωνεί με τις προηγούμενες προβλέψεις της Επιτροπής
Συγκεκριμένα, η Κομισιόν, στο ειδικό κεφάλαιο για την Ελλάδα, αναφέρει ότι η χώρα έχει ολοκληρώσει το πρόγραμμα του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Σταθερότητας και η οικονομική ανάπτυξη παραμένει σταθερή, “αν και παραμένουν τα τρωτά σημεία”.
Προειδοποιεί δε ότι “η διατήρηση της δυναμικής των μεταρρυθμίσεων θα συμβάλει στη στήριξη των επενδύσεων και της σύγκλισης”. Καταγράφει ότι “η απασχόληση ανακάμπτει και οι εξαγωγές αναμένεται να αποδώσουν καλά σύμφωνα με τα ιστορικά πρότυπα”, ενώ “η σταθερή ανάπτυξη, σε συνδυασμό με τις χαμηλές ανάγκες δανεισμού και τα υψηλά πρωτογενή δημοσιονομικά πλεονάσματα, θα συμβάλει στη σημαντική μείωση του λόγου του χρέους προς το ΑΕΠ”.
Η Κομισιόν διευκρινίζει ότι η πρόβλεψη βασίζεται σε ένα δημοσιονομικό σενάριο χωρίς αλλαγή πολιτικής για το 2019-2020 με επιπτώσεις στις μακροοικονομικές προοπτικές και ως εκ τούτου δεν είναι άμεσα συγκρίσιμο με τις προηγούμενες προβλέψεις. Διευκρινίζει δε ότι “μόλις ολοκληρωθεί η δημοσιονομική δέσμη για την επίτευξη του στόχου του πρωτογενούς πλεονάσματος 3,5% του ΑΕΠ, η πρόβλεψη θα προσαρμοστεί δεόντως”.
“Σύμφωνα με μια υπόθεση μη αλλαγής πολιτικής, η Ελλάδα αναμένεται να υπερβεί τους στόχους πρωτογενών πλεονασμάτων που συμφωνήθηκαν τον Ιούνιο του τρέχοντος έτους το 2019 και το 2020”, επαναλαμβάνει. “Οι κύριες κινητήριες δυνάμεις του αναδυόμενου δημοσιονομικού χώρου είναι το ακόμη μεγάλο κενό παραγωγής, τα οφέλη από προηγούμενες μεταρρυθμίσεις στον τομέα των συντάξεων και τα ανώτατα όρια των δαπανών για την υγειονομική περίθαλψη και των νέων μισθώσεων, οι οποίες συμβάλλουν στη διατήρηση της δυναμικής των δαπανών”, καταγράφει.
“Η πρόβλεψη για μη μεταβολή των πολιτικών προϋποθέτει ότι η εφαρμογή του πακέτου μετά το πρόγραμμα που θα νομοθετηθεί το 2017 θα τεθεί σε ισχύ το 2019 και το 2020, κατά τρόπο γενικά ουδέτερο από δημοσιονομική άποψη”, ξεκαθαρίζεται.
“Οι αρχές επανέλαβαν τη δέσμευσή τους να επιτύχουν το στόχο του πρωτογενούς πλεονάσματος ύψους 3,5% του ΑΕΠ που συμφωνήθηκε με την Ευρωομάδα τον Ιούνιο του 2018”.
Καταγράφει δε ότι “ταυτοχρόνως, το σχέδιο προϋπολογισμού της Ελλάδας ανέφερε την πρόθεση της κυβέρνησης να αντικαταστήσει τα μέτρα που είχαν προ-νομοθετηθεί για το 2019 με εναλλακτική πολιτική”.
“Το μέγεθος και ο σχεδιασμός του συμβιβαστικού πακέτου εξακολουθούν να αποτελούν αντικείμενο συζήτησης και δεν έχουν συμπεριληφθεί στην τρέχουσα προβολή”, ξεκαθαρίζει.
Αναλυτικά στο κείμενο τον προβλέψεων αναφέρει ότι μετά από ένα ισχυρό πρώτο τρίμηνο ανάπτυξης 2,5% (από έτος σε έτος, y-o-y), ο ρυθμός αύξησης του πραγματικού ΑΕΠ στην Ελλάδα μειώθηκε το 2ο τρίμηνο 2018 σε 1,8% (y-o-y), που αντιστοιχεί σε 0,2% (από τρίμηνο σε τρίμηνο, q-o-q, εποχιακά διορθωμένοι).
Η ιδιωτική κατανάλωση αυξήθηκε δυναμικά για το δεύτερο συνεχόμενο τρίμηνο, κατά 0,6% (q-o-q) το 2o τρίμηνο του 2018, οι εξαγωγές παρουσίασαν ισχυρή τριμηνιαία αύξηση 3,9%, κυρίως λόγω των υπηρεσιών, ωστόσο ταυτόχρονα, οι εισαγωγές ανέκαμψαν σημαντικά από τη συρρίκνωση του προηγούμενου τριμήνου, οπότε ο συνολικός αντίκτυπος των καθαρών εξαγωγών στην ανάπτυξη ήταν αρνητικός. Οι επενδύσεις παρέμειναν αμετάβλητες, ενώ η κρατική κατανάλωση μειώθηκε.
“Η δέσμευση για μεταρρυθμίσεις είναι καθοριστική για την περαιτέρω ανάπτυξη”, προειδοποιεί η Κομισιόν.
Σημειώνει δε ότι οι τρέχουσες προβλέψεις βασίζονται στην υπόθεση ότι δεν θα υπάρξει αλλαγή πολιτικής για τη δημοσιονομική πολιτική το 2019 και το 2020. Αυτό αναμένεται να οδηγήσει σε ένα πρωτογενές πλεόνασμα 3,9% του ΑΕΠ (ορισμός προγράμματος ΕΜΣ).
Για το 2018, ο ρυθμός αύξησης του ΑΕΠ αναθεωρήθηκε ελαφρώς σε 2,0%, από 1,9% νωρίτερα, λόγω της βελτίωσης της δυναμικής κατανάλωσης. Οι επενδύσεις αναμένεται να συρρικνωθούν φέτος, καθώς η ανάκαμψη των κατασκευών θεωρείται ανεπαρκής για την εξισορρόπηση της συρρίκνωσης των επενδύσεων εξοπλισμού. Τα μερίδια εξαγωγής της Ελλάδας άρχισαν να αυξάνονται μετά από αρκετά χρόνια πτώσης.
Λόγω της πτώσης των επενδύσεων, οι εισαγωγές ήταν σημαντικά χαμηλότερες από τις αναμενόμενες. Συνεπώς, οι καθαρές εξαγωγές αναμένεται να είναι ο κύριος συντελεστής της ανάπτυξης φέτος.
Με βάση την παραδοχή της αλλαγής της μη δημοσιονομικής πολιτικής, η ανάπτυξη προβλέπεται να παραμείνει στο 2,0% το 2019 και το 2020. Οι επενδύσεις αναμένεται να αποτελέσουν σημαντική κινητήρια δύναμη ανάπτυξης, καθώς οι διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις αρχίζουν να αποδίδουν καρπούς, υπό την προϋπόθεση ότι η εφαρμογή μεταρρυθμίσεων μετά το πρόγραμμα είναι δυνατό.
Οι εισαγωγές αναμένεται να αυξηθούν καθώς οι επενδύσεις ανακάμπτουν και οι καθαρές εξαγωγές καθίστανται έτσι αρνητικές.
Η ανάκαμψη της αγοράς εργασίας συνεχίζεται. Η απασχόληση αναμένεται να αυξηθεί κατά 1,8% το 2018, με αποτέλεσμα η ανεργία να φθάσει το 17% έως το 2020. Ο πληθωρισμός βάσει του ΕνΔΤΚ αναμένεται να φθάσει το 0,8% αυτό το έτος και να επιταχυνθεί περαιτέρω το 2019 καθώς το κενό παραγωγής κλείνει και οι τιμές ενέργειας αυξάνονται. Με την αναμενόμενη μείωση των τιμών του πετρελαίου το 2020, ο πληθωρισμός προβλέπεται να μειωθεί. Οι πραγματικοί μισθοί αναμένεται να αυξηθούν σταδιακά, σύμφωνα με τα κέρδη της παραγωγικότητας.
Η πρόβλεψη υποθέτει επίσης ότι θα διατηρηθεί η δυναμική της μεταρρύθμισης, παρέχοντας αξιοπιστία και καλό επενδυτικό κλίμα. Οι μειονεκτούσες κίνδυνοι περιλαμβάνουν: αποκλίσεις της εσωτερικής πολιτικής καθώς και αρνητικές εξωτερικές εξελίξεις που σχετίζονται με τις διεθνείς χρηματοπιστωτικές αγορές και τις γεωπολιτικές εξελίξεις.
Βασιζόμενη στη δημοσιονομική προσαρμογή που επιτεύχθηκε τα τελευταία χρόνια, το αποτέλεσμα για το 2018 αναμένεται επίσης να επωφεληθεί από τη σταθερή ανάπτυξη των μακροοικονομικών βάσεων, την ευρεία ανάκαμψη των φορολογητέων κερδών και την αύξηση των τιμών της ενέργειας. Ως συνήθως, η πρόβλεψη προϋποθέτει πλήρη χρησιμοποίηση των ανώτατων ορίων δαπανών. Η υποαπορρόφηση θα βελτίωνε την πορεία του 2018 πέρα από αυτό που προβλέπεται σήμερα.
Ενώ οι συνεχείς βελτιώσεις στη είσπραξη φορολογικών χρεών αντιπροσωπεύουν μια ανοδική πορεία, υπάρχουν επίσης σημαντικοί κίνδυνοι καθοδικών επιπτώσεων, όπως οι συνεχιζόμενες δικαστικές υποθέσεις που θα μπορούσαν να προκαλέσουν μερική αντιστροφή των προηγούμενων μεταρρυθμίσεων και να δημιουργήσουν φορολογικές υποχρεώσεις. Θα μπορούσαν να προκύψουν πρόσθετες πιέσεις από νέες πρωτοβουλίες πολιτικής που επηρεάζουν το δημόσιο μισθολογικό κόστος.