Μια προσπάθεια, η οποία άρχισε το 1993 και αφορούσε πατρική αναγνώριση εξώγαμου τέκνου, κατέληξε με πρόσφατη απόφαση του Δευτεροβάθμιου Οικογενειακού Δικαστηρίου, στο κενό.
Το ιστορικό της υπόθεσης καταγράφεται στην απόφαση του Εφετείου. Όπως επί του προκειμένου αναφέρεται, «στην παρούσα περίπτωση είναι φανερό ότι ο εφεσείων μέσα σε μία χρονική περίοδο 16 ετών (1993-2009) καταχώρισε ενώπιον των Δικαστηρίων της Κυπριακής Δημοκρατίας τέσσερις αιτήσεις, με τις οποίες διεκδικούσε την ίδια θεραπεία: Την αναγνώριση του ως βιολογικού τέκνου του αποβιώσαντος. Απ’ αυτές απέσυρε τις τρεις πρώτες, ενώ επέμενε στην τέταρτη η οποία απερρίφθη για λόγους που δεν εμφαίνονται στον φάκελο της έφεσης».
Η τελευταία δικαστική διαδικασία, στο Εφετείο, αφορούσε προσβολή της απόφασης με την οποία δεν του δόθηκε, από το Οικογενειακό Δικαστήριο, παράταση χρόνου για να καταχωρίσει έφεση. Με αναφορά στο ιστορικό της υπόθεσης το Δευτεροβάθμιο Οικογενειακό Δικαστήριο κατέληξε ότι «κάτω απ’ αυτά τα δεδομένα η έφεση δεν έχει προοπτικές επιτυχίας λόγω κατάχρησης της διαδικασίας και ως εκ τούτου θα απορριφθεί».
Το Εφετείο σημείωσε ότι το θέμα της παράτασης του χρόνου έφεσης, εξετάζεται με πρωταρχικό κριτήριο το συμφέρον της Δικαιοσύνης, σημειώνοντας πως ο διάδικος που αιτείται χαλάρωση των προνοιών των Δικαστικών Κανόνων που αφορούν χρονικές προθεσμίες πρέπει να επιδείξει μεγάλη επιμέλεια και όχι αδικαιολόγητη καθυστέρηση στην υποβολή της αίτησής του.
Υπεδείχθη τέλος ότι «το δικαίωμα του τέκνου να ζητήσει δικαστική αναγνώριση παραγράφεται τρία χρόνια μετά την ενηλικίωση του και εν πάση περιπτώσει τρία χρόνια μετά που πληροφορήθηκε για την ταυτότητα του βιολογικού του πατέρα. Στην παρούσα περίπτωση ο εφεσείων διεκδίκησε δικαστική αναγνώριση για πρώτη φορά το 1993, στοιχείο που αποκαλύπτει ότι είχε από τότε πληροφόρηση για τον κατ’ ισχυρισμό βιολογικό του πατέρα. Έπεται ότι το δικαίωμα του να επιδιώξει δικαστική αναγνώριση θα έπρεπε να το ασκήσει μέχρι και το 1996, ενώ με την (τέταρτη) αίτηση του επεδίωξε δικαστική αναγνώριση το 2009 σε χρόνο που το δικαίωμα του είχε προ πολλού παραγραφεί».