Τα έξοδα παράστασης και τα έξοδα κίνησης, εφόσον δίνονται οικειοθελώς από τον εργοδότη για μικρό χρονικό διάστημα δεν έχουν τον χαρακτήρα μισθού, εάν όμως παρέχονται για μεγάλο χρονικό διάστημα, τότε «ναι» συνιστούν τακτικές αποδοχές και στην ουσία καταρτίζεται σιωπηρή σύμβαση εργασίας για την καταβολή των παροχών αυτών, αποφάσισε ο Άρειος Πάγος και δικαίωσε διευθυντή Τράπεζας.
Ειδικότερα, το Β/Ι΄ Εργατικό Τμήμα του Αρείου Πάγου ερμηνεύοντας την διεθνή σύμβαση «περί προστασίας του ημερομισθίου» (έχει κυρωθεί από την χώρα μας με το νόμο 3248/19550), την εργατική νομοθεσία και τον Αστικό Κώδικα, επισημαίνει, κατ’ αρχάς, ότι «ως μισθός στη σύμβαση εργασίας θεωρείται κάθε παροχή την οποία κατά νομική δέσμευση, που απορρέει από το νόμο ή τη σύμβαση, καταβάλλει ο εργοδότης στον εργαζόμενο ως αντάλλαγμα της παρεχόμενης εργασίας του».
Ο εργοδότης, συνεχίζουν οι αρεοπαγίτες, κατά τη διάρκεια της εργασιακής σχέσης, μπορεί να προβαίνει και σε οικειοθελείς παροχές προς το μισθωτό, όπως είναι έξοδα κίνησης, έξοδα παραστάσεως, κ.λπ.
Οι οικειοθελείς αυτές παροχές που δίδονται από τον εργοδότη στο μισθωτό «εκουσίως από ελευθεριότητα και όχι από νόμιμη υποχρέωση» δεν έχουν χαρακτήρα μισθού και ο εργοδότης έχει τη δυνατότητα να τις ανακαλέσει οποτεδήποτε στιγμή και να παύσει τη χορήγησή τους.
Εφόσον όμως οι εν λόγω παροχές χορηγούνται από τον εργοδότη για μεγάλο χρονικό διάστημα «ως νόμιμο ή συμβατικό αντάλλαγμα της προσφερόμενης εργασίας, τότε καταρτίζεται σιωπηρή σύμβαση περί καταβολής των παροχών αυτών ως τμήματος του καταβλητέου μισθού, οπότε ιδρύεται υποχρέωση του εργοδότη προς χορήγηση των παροχών αυτών και συνιστούν τακτικές αποδοχές, ενώ η καταβολή τους δεν μπορεί πλέον να διακοπεί, εκτός αν ο εργοδότης εξ αρχής επιφύλαξε ρητά για τον εαυτό του το δικαίωμα της μονομερούς ανάκλησής τους στο μέλλον».
Τους αρεοπαγίτες τους απασχόλησε περίπτωση διευθυντικού στελέχους Τράπεζας το οποίο προσλήφθηκε τον Μάρτιο του 1978 με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου και τον Οκτώβριο του 2008 παραιτήθηκε χωρίς να έχει συμπληρώσει τις προϋποθέσεις πλήρους συνταξιοδότησης λόγω γήρατος.
Στην Τράπεζα ξεκίνησε ως υπάλληλος του λογιστικού κλάδου ενώ κατά το χρόνο παραίτησης κατείχε το βαθμό του διευθυντή Α΄.
Τον Δεκέμβριο του 1995 με εγκύκλιο του προέδρου και μετά από απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου της Τράπεζας, στα διευθυντικά στελέχη του πιστωτικού Ιδρύματος χορηγήθηκε μηνιαίο επίδομα παράστασης και έξοδα κίνησης μηνιαίως.
Όμως, όταν παραιτήθηκε στον υπολογισμό της αποζημίωσης δεν περιελήφθησαν οι δύο αυτές οικειοθελείς παροχές της εργοδότριας Τράπεζας.
Δηλαδή, δεν συμπεριελήφθησαν: α) ποσό 234,78 ευρώ μηνιαίως ως έξοδα παράστασης και β) ποσό 58,69 ευρώ μηνιαίως ως έξοδα κίνησης, ανεξαρτήτως της πραγματοποίησης τέτοιων εξόδων και χωρίς να είναι υποχρεωμένος ο διευθυντής να αποδίδει λογαριασμό γι’ αυτά. Έτσι, η οικονομική διαφορά οδηγήθηκε προς επίλυση στα δικαστήρια.
Ο Άρειο Πάγος με την υπ’ αριθμ. 962/2018 απόφασή του (ΕΕργΔ 2018,1004) δικαίωσε τον αποχωρήσαντα διευθυντή της Τράπεζας, επισημαίνοντας ότι οι παροχές, που δόθηκαν αρχικά οικειοθελώς από την Τράπεζα χωρίς επιφύλαξη δικαιώματος διακοπής της χορήγησής τους, αποτέλεσαν αντάλλαγμα για την παροχή της εργασίας του τραπεζοϋπαλλήλου και κατέστησαν με τη μακρόχρονη και συνεχή καταβολή τους, σιωπηρά, όρος της σύμβασης εργασίας του Διευθυντή Α΄.
Κατόπιν αυτών, προσθέτουν οι αρεοπαγίτες, οι οικειοθελείς αυτές παροχές, «περιλαμβάνονται στις τακτικές αποδοχές του με βάση τις οποίες έπρεπε να υπολογίσει η Τράπεζα την αποζημίωση που του κατέβαλε κατά την αποχώρησή του».