Με έγγραφο που αναρτήθηκε στην ιστοσελίδα του Δικηγορικού Συλλόγου Αθηνών παρουσιάζονται τα βασικά στοιχεία της νέας ευρωπαϊκής οδηγίας προς τα κράτη μέλη με την οποία αυτά υποχρεούνται να την εφαρμόσουν στις έννομες τάξεις των κρατών μελών τους.
Αυτή αφορά την υποχρέωση των διαμεσολαβούντων επαγγελματιών (φοροτεχνικών, δικηγόρων κλπ) να γνωστοποιούν ρυθμίσεις δυνητικά επιθετικού φορολογικού σχεδιασμού στις φορολογικές αρχές.
Αυτό είναι ένα θέμα πολύ μεγάλου ενδιαφέροντος γιατί θίγει θέματα επαγγελματικού απορρήτου των δικηγόρων.
Δίνεται όμως το δικαίωμα να υπάρξει διαφοροποίηση υπέρ των δικηγόρων από τον Εθνικό νομοθέτη, ο οποίος εθνικός νομοθέτης θα μπορεί να καθορίζει την έκταση του επαγγελματικού απορρήτου.
Το έγγραφο που παρουσιάζει ο Πάνος Αλεξανδρής Επικεφαλής Αντιπροσωπείας στην CCBE και η Παναγιώτα Πανουργιά μέλος της επιτροπής Social Responsibility στην CCBE, παρέχει καθοδήγηση του CCBE για ορισμένες πτυχές της Οδηγίας για τους Φορολογικούς Ενδιαμέσους.
Οδηγία για την τροποποίηση της Oδηγίας 2011/16/ΕΕ όσον αφορά την υποχρεωτική αυτόματη ανταλλαγή πληροφοριών στον τομέα της φορολογίας σχετικά με δηλωτέες διασυνοριακές ρυθμίσεις
Στις 13 Μαρτίου 2018, τα κράτη μέλη κατέληξαν σε συμφωνία για μια Οδηγία για την υποχρεωτική αυτόματη ανταλλαγή πληροφοριών στον τομέα της φορολογίας σχετικά με δηλωτέες διασυνοριακές ρυθμίσεις.
Η Οδηγία είναι υπό τη μορφή τροποποίησης της Οδηγίας για τη διοικητική συνεργασία στον τομέα της φορολογίας (DAC) και εισάγει την υποχρέωση των ενδιαμέσων να γνωστοποιούν ρυθμίσεις δυνητικά επιθετικού φορολογικού σχεδιασμού καθώς και τα μέσα για την ανταλλαγή πληροφοριών σχετικά με τις δομές αυτές μεταξύ των φορολογικών αρχών.
Σύμφωνα με την Οδηγία, ο ορισμός των ενδιάμεσων φορέων είναι πολύ ευρύς και περιλαμβάνει κάθε πρόσωπο υπεύθυνο για την κατάρτιση, τη διάθεση στην αγορά, την οργάνωση και τη διαχείριση της εφαρμογής των φορολογικών πτυχών μιας δηλωτέας διασυνοριακής ρύθμισης. Επιπλέον, τα πρόσωπα που παρέχουν, άμεσα ή έμμεσα, υλική βοήθεια ή συνδρομή σε σχέση με τη ρύθμιση, εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής των ενδιαμέσων.
Σε περίπτωση που δεν υπάρχει ενδιάμεσος επειδή ένας φορολογούμενος σχεδιάζει και εφαρμόζει ένα εσωτερικό σύστημα, ή ο ενδιάμεσος δεν είναι εντός της ΕΕ ή καλύπτεται από το δικηγορικό απόρρητο, η υποχρέωση γνωστοποίησης μετατοπίζεται στον φορολογούμενο που χρησιμοποιεί τη ρύθμιση.
Μόλις τεθεί σε ισχύ η Οδηγία, οι φορολογικοί ενδιάμεσοι που παρέχουν στους πελάτες τους πολύπλοκα διασυνοριακά οικονομικά συστήματα που θα μπορούσαν να βοηθήσουν στην φοροαποφυγή θα υποχρεωθούν να αναφέρουν τις δομές αυτές στις φορολογικές τους αρχές.
Με τη σειρά τους, τα κράτη μέλη της ΕΕ θα ανταλλάσσουν αυτές τις πληροφορίες μεταξύ τους, αυξάνοντας περαιτέρω τον έλεγχο σχετικά με τις δραστηριότητες των φορολογουμένων και των συμβούλων.
Τα κράτη μέλη θα υποχρεούνται να ανταλλάσσουν αυτόματα τις πληροφορίες που λαμβάνουν μέσω μιας κεντρικής βάσης δεδομένων.
Τα κράτη μέλη θα υποχρεωθούν να επιβάλλουν κυρώσεις σε ενδιαμέσους που δεν συμμορφώνονται με τα μέτρα διαφάνειας.
Ουσιαστικά, η Οδηγία αποβλέπει στην αποτροπή επιθετικού φορολογικού σχεδιασμού επιτρέποντας τον αυξημένο έλεγχο των δραστηριοτήτων των φορολογικών ενδιαμέσων.
Η Oδηγία καθιερώνει «διακριτικά» για τον προσδιορισμό των τύπων των συστημάτων που πρέπει να αναφέρονται στις φορολογικές αρχές. Η απαίτηση υποβολής σχεδίου δεν σημαίνει ότι αυτό είναι επιβλαβές, αλλά μόνο ότι μπορεί να ενδιαφέρει τις φορολογικές αρχές για περαιτέρω έλεγχο.
Η πρόταση αντικατοπτρίζει σε γενικές γραμμές τη δράση 12 του σχεδίου δράσης του ΟΟΣΑ για το 2013 για την αποφυγή της διάβρωσης της φορολογικής βάσης και της μετατόπισης των κερδών.
Σημεία του CCBE
Το τελικό κείμενο μπορεί να δημιουργήσει ορισμένες δυσκολίες αναφορικά με
(I) τα Διακριτικά
(II) το Απόρρητο και
(III) την Αναδρομικότητα
I: Διακριτικά
Η Οδηγία καθιερώνει «διακριτικά» για τον προσδιορισμό των τύπων των συστημάτων που πρέπει να αναφέρονται στις φορολογικές αρχές. Οι διατάξεις σχετικά με τα διακριτικά υπάρχουν στο παράρτημα Ι του παρόντος εγγράφου.
Παρατηρήσεις του CCBE:
- Η περιγραφή του διακριτικού προβλέπει ότι αρκεί το φορολογικό πλεονέκτημα να είναι «ένα από τα κύρια οφέλη». Αυτό δεν φαίνεται να συνιστά αναλογική απαίτηση, καθώς δείχνει αντιφατικό κατά τη λήψη μέτρων για την αντιμετώπιση της φοροδιαφυγής, το φορολογικό πλεονέκτημα να μην χρειάζεται να είναι το «κύριο πλεονέκτημα».
- Οι διατάξεις δημιουργούν επίσης αβεβαιότητα όσον αφορά τη χρήση του “ενός από τα κύρια οφέλη” και έτσι δεν ικανοποιούν τις γενικές απαιτήσεις ότι οι νόμοι πρέπει να είναι σαφείς και συγκεκριμένοι.
- Η χρήση της φράσης “που μπορεί κάποιος να αναμένει ευλόγως” σε σχέση με τη φράση “ που μπορεί κάποιος να αναμένει ευλόγως από μια ρύθμιση συνίσταται στην απόκτηση φορολογικού πλεονεκτήματος” δημιουργεί μεγάλη δυσκολία στην απόδειξη.
- Είναι σημαντικό, και σε σχέση με τα διακριτικά, το ότι η γνωστοποίηση θα απαιτείται όταν υπάρχουν διασυνοριακές συναλλαγές οι οποίες ενδέχεται να περιλαμβάνουν ισχυρισμούς για υπηρεσίες ή αγαθά σε εσφαλμένες τιμές ή ανεπαρκή οικονομική ουσία σε μια δεδομένη δικαιοδοσία (“μεταβιβαστική τιμολόγηση”). Στην περίπτωση αυτή, το διακριτικό απαιτεί γνωστοποίηση όταν υπάρχει ” ρύθμιση που περιλαμβάνει μη διαφανή αλυσίδα νόμιμης ή πραγματικής κυριότητας” με χρήση “προσώπων, νομικών μορφωμάτων ή δομών” που δεν “ασκούν ουσιαστική οικονομική δραστηριότητα υποστηριζόμενη από επαρκές προσωπικό, εξοπλισμό, περιουσιακά στοιχεία και χώρους “. Θα είναι δύσκολο για τους νομικούς ενδιαμέσους να σχηματίσουν άποψη σχετικά με τέτοια θέματα χωρίς να επιχειρήσουν μια ενδελεχή ανάλυση μιας ρύθμισης της οποίας μπορούν να γνωρίζουν μόνο ένα μέρος.
- Το ίδιο μπορεί να λεχθεί και για το διακριτικό γνώρισμα που σχετίζεται με ” Ρύθμιση που περιλαμβάνει ενδοομιλική διασυνοριακή μεταβίβαση λειτουργιών και/ή κινδύνων και/ή περιουσιακών στοιχείων, εφόσον τα προβλεπόμενα ετήσια κέρδη προ τόκων και φόρων (EBIT) του μεταβιβάζοντος ή των μεταβιβαζόντων κατά τη διάρκεια της τριετούς περιόδου μετά τη μεταβίβαση, είναι κατώτερα του 50 % των προβλεπόμενων ετήσιων κερδών προ τόκων και φόρων του εν λόγω μεταβιβάζοντος ή των μεταβιβαζόντων αν δεν είχε πραγματοποιηθεί η μεταβίβαση.”Αυτά είναι θέματα που μπορεί απλά να μην είναι γνωστά σε έναν ενδιάμεσο.
II: Απαλλαγή και επαγγελματικό απόρρητο
Το CCBE αναφέρεται στη χρήση του «δύναται» στο άρθρο 8αβ παράγραφος (5):
5. Κάθε κράτος μέλος δύναται να λαμβάνει τα αναγκαία μέτρα προκειμένου να χορηγεί στους ενδιαμέσους δικαίωμα απαλλαγής από την υποβολή πληροφοριών σχετικά με δηλωτέα διασυνοριακή ρύθμιση στις περιπτώσεις που η εν λόγω υποχρέωση υποβολής στοιχείων θα παραβίαζε το δικηγορικό απόρρητο βάσει της εθνικής νομοθεσίας του συγκεκριμένου κράτους μέλους.
Σε αυτές τις περιπτώσεις, κάθε κράτος μέλος λαμβάνει τα αναγκαία μέτρα ώστε οι ενδιάμεσοι να υποχρεούνται να γνωστοποιούν, χωρίς καθυστέρηση, σε κάθε άλλον ενδιάμεσο ή, αν δεν υπάρχει άλλος ενδιάμεσος, στον ενδιαφερόμενο φορολογούμενο τις υποχρεώσεις γνωστοποίησης που υπέχουν δυνάμει της παραγράφου 6.
Οι ενδιάμεσοι δύνανται να έχουν δικαίωμα απαλλαγής δυνάμει του πρώτου εδαφίου μόνο εφόσον δραστηριοποιούνται εντός των ορίων των συναφών εθνικών νόμων που διέπουν το επάγγελμά τους.
Δείτε αναλυτικά το έγγραφο στην ιστοσελίδα του Δικηγορικού Συλλόγου Αθηνών.