Οι πρώτες αναφορές για εξισλαμισμούς και κρυπτοχριστιανούς- Πώς διατήρησαν τις λατρευτικές τους συνήθειες οι κρυπτοχριστιανοί;- Οι κρυπτοχριστιανοί του Πόντου, της Κρήτης και άλλων περιοχών.
Έχουμε αναφερθεί σε παλαιότερο άρθρο μας στο protothema.gr (6/5/2017) στους εξισλαμισμούς και το παιδομάζωμα στα χρόνια της τουρκοκρατίας. Εκεί κάναμε και μια σύντομη αναφορά στους κρυπτοχριστιανούς, με τους οποίους θα ασχοληθούμε στο σημερινό μας άρθρο.
Τι ήταν οι κρυπτοχριστιανοί;
Οι κρυπτοχριστιανοί ήταν χριστιανοί που ασπάστηκαν (φαινομενικά) τον ισλαμισμό στη διάρκεια της τουρκοκρατίας για να αποφύγουν τους διωγμούς των Οθωμανών, ενώ στην πραγματικότητα διατηρούσαν τη χριστιανική τους πίστη.
Πόσοι ήταν οι κρυπτοχριστιανοί; Κάποιοι ανεβάζουν τον αριθμό τους ακόμα και σε εκατοντάδες χιλιάδες. Είναι ευνόητο ότι δεν μπορούν να υπάρξουν ακριβείς αριθμοί λόγω της ιδιαιτερότητας του θέματος αυτού. Οι βίαιοι εξισλαμισμοί ξεκίνησαν από τον 14ο αιώνα και συνεχίστηκαν σε όλη τη διάρκεια της τουρκοκρατίας ,με μικρότερη όμως ένταση κατά τον 18ο αιώνα. Χωρίς αυτούς δεν θα ήταν δυνατόν οι λιγοστοί Οθωμανοί Τούρκοι του τέλους του 13ου αιώνα να γίνουν οι μυριάδες του 15ου αιώνα.
Πότε όμως εμφανίστηκαν οι πρώτοι κρυπτοχριστιανοί; Η παλαιότερη μνεία, το παλαιότερο περιστατικό αποκρυφίας σύμφωνα με τους αείμνηστους καθηγητές πανεπιστημίου Κ. Ι. Βογιατζίδη και Ν. Ανδριώτη εμφανίζεται το 1338 μετά την άλωση από τον σουλτάνο Ορχάν της Νίκαιας της Βιθυνίας. Τότε ένα μεγάλο μέρος από τους κατοίκους της κάτω από τις αφόρητες πιέσεις και τους διωγμούς των κατακτητών αναγκάστηκε να αλλαξοπιστήσει. Δεν μπορούσαν όμως να ζουν και ως αρνητές του Χριστού και γι’ αυτό ζήτησαν από τον Οικουμενικό Πατριάρχη να τους υποδείξει τι να κάνουν.
Γράφει χαρακτηριστικά ο Κ. Ι. Βογιατζίδης:
”Περί του χρόνου της πρώτης εμφανίσεως της αποκρυφίας ρητέον τα εξής: Είναι μεν το ημέτερον πιττάκιον άνευ χρονολογίας, η εν τω κώδικι όμως σειρά της καταχωρήσεως του επιβάλλει να το αναγάγωμεν εις το έτος 1338 μ.Χ. ήτοι οκτώ έτη μετά την υπό των Οθωμανών άλωσιν της Νίκαιας. Εζητήθη η αναγνώρισις καταστάσεως βεβαίως καταγομένης από των πρώτων ημερών της αλώσεως (1330). Άραγε το φαινόμενο τούτο εξεδηλώθη το πρώτον εν Νικαία ή και πρότερον κατά την άλωσιν υπό των Οθωμανών της Προύσης της Νικαίας κλπ ή την αρχήν αυτού δυνάμεθα ακόμη εις αρχαιοτέραν εποχήν χρονολογικώς ν’ αναγάγωμεν εις τους Σελτζούκους ή και εις αυτούς τους Άραβας; Ερωτήσεις εις ας δεν δυνάμεθα ν’ απαντήσωμεν ελλείψει πηγών”.
Ωστόσο ο Ιωάννης Φιλήμων στο ”Δοκίμιον περί της Ελληνικής Επαναστάσεως” (1861), σημειώνει ”επίπλαστον αρνησιθρησκίαν” των κατοίκων της Κρήτης όταν η μεγαλόνησος είχε κυριευθεί από τους Σαρακηνούς. Προσθέτει ακόμα ότι ”επί αυτοκράτορος Ρωμανού επανήλθον πολλοί των τοιούτων εις την πάτριον αληθή θρησκείαν σχίζοντες του μωαμεθανισμού το προσωπείον”.
Ο τότε Πατριάρχης Ιωάννης ΙΔ’ ο Απρηνός ή Καλέκας έστειλε στους κατοίκους της Νίκαιας ένα πιττάκιο (πατριαρχικό γράμμα) με τίτλο ”εις τους ευρισκομένους εις Νίκαιαν” όπου τους συνιστούσε ”φανεράν και πεπαρρησιασμένην ενδείξονται την μετάνοιαν, ως και παθείν ελέσθαι υπέρ της εις Θεόν πίστεως, ούτοι και μαρτυρικόν αναδήσονται στέφανον”.
Ωστόσο καθώς δεν ήταν σίγουρος ότι πολλοί θα προτιμήσουν το μαρτύριο από την αλλαξοπιστία στο τέλος γράφει ότι ”κατά μεγίστην συγκατάβασιν… όσοι τω φόβω των κολάσεων καθ’ εαυτούς και εν τω λεληθότι διαζήν θελήσουσι τα των χριστιανών ενστερνιζόμενοι και ποιούντες και αυτοί σωτηρίας επιτεύξονται, μόνον κατά το δυνατόν τηρείν σπουδάζοντες τας του Θεού εντολάς” δηλαδή « ‘όσοι από τον φόβο των διώξεων θελήσουν να πιστεύουν και να ασκούν τον χριστιανισμό κρυφά και αυτοί θα πετύχουν τη σωτηρία εφόσον τηρούν κατά το δυνατόν τις εντολές του Θεού».
Με την ενέργειά της αυτή η Εκκλησία θέλησε από τη μία να ενισχύσει ηθικά όσους είχαν αλλαξοπιστήσει για να γυρίσουν στην παλιά τους θρησκεία και από την άλλη να αναγνωρίσει κατά κάποιο τρόπο τους κρυπτοχριστιανούς. Μάλιστα η πατριαρχική αυτή πράξη επηρεάζει από τότε την εκκλησιαστική πολιτική απέναντι στους κρυπτοχριστιανούς.
Όταν οι Τούρκοι κατέλαβαν την Κρήτη η ζωή των χριστιανών της μεγαλονήσου έγινε αφόρητη και ζήτησαν τη γνώμη του Οικουμενικού Πατριαρχείου αν θα ήταν θεμιτό να δεχτούν μόνο φαινομενικά τον ισλαμισμό. Το Πατριαρχείο έχοντας όμως την εμπειρία τριών και πλέον αιώνων από την ύπαρξη κρυπτοχριστιανών αυτή τη φορά αρνήθηκε ουσιαστικά να συγκατανεύσει στην αποκρυφία και η απάντηση που έδωσε ήταν τα λόγια του Χριστού:
”Όστις αν αρνήσηται με έμπροσθεν των ανθρώπων, αρνήσομαι καγώ αυτόν έμπροσθεν του Πατρός μου του εν τοις ουρανοίς”. Μετά την απάντηση αυτή του Πατριαρχείου οι Κρητικοί στράφηκαν προς τον συμπατριώτη τους Πατριάρχη Ιεροσολύμων Νεκτάριο Πελοπίδα, ο οποίος υπήρξε περισσότερο ”επιεικής” και τους έδωσε ”κατά συγκατάβασιν” την άδεια ”διά την κατ’ επιφάνειαν μόνον και εν αναποδράστω ανάγκη εξόμωσιν”.
Μια παρόμοια στάση ανοχής έδειξε και η Εκκλησία της Τραπεζούντος προς τους κρυπτοχριστιανούς της περιοχής της. Έτσι όπως γράφει ο Μητροπολίτης Τραπεζούντος Χρύσανθος (και μετέπειτα Αρχιεπίσκοπος Αθηνών από το 1938 ως το 1940 )υπήρχαν ως τις αρχές του 20ου αιώνα πολυάριθμοι απόκρυφοι χριστιανοί στην περιφέρεια Αρδάσης ή Δορύλης (Ντορούλ) ειδικά στα χωριά Σταυρί και Κρώμνι και στην περιφέρεια Ματσούκας, Γημωράς (Γεμουράς) και Σουρμένων. Μια ακόμη περίπτωση συγκατάβασης προς τους κρυπτοχριστιανούς έφερε στο φως ο Μ. Γεδεών που υπήρξε για χρόνια Μέγας Χαρτοφύλακας του Οικουμενικού Πατριαρχείου. Αφορά επιστολή του Πατριάρχη Ιεροσολύμων Δοσίθεου χρονολογούμενη από το 1702 προς τον βασιλιά Καρταλίου και της Άνω Ιβηρίας, με την οποία τον καλεί να διατηρήσει μυστική πια με επιμονή και συνέχεια τη χριστιανική του πίστη και να προστατεύσει όσο μπορεί τους χριστιανούς υπηκόους του. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον έχει η άποψη του Μανουήλ Γεδεών για την αποκρυφία, τη ”λαθρόβια ορθοδοξία”, όπως την αποκαλεί. Γράφει χαρακτηριστικά στο περιοδικό ”Μεσαιωνικά Γράμματα”, τεύχος Α’, τόμος Α’, 1930:
”Επέτυχε λοιπόν το σύστημα των λαθροβίων ορθοδόξων, όπερ εδίδαξεν ή καθιέρωσεν η της Κωνσταντινουπόλεως αγιοτάτη Εκκλησία, ιδρύσασα την υπό γην, κάτωθεν της επί γης στρατευομένην Εκκλησίαν, ης η ύπαρξις διήρκεσεν ευλογία και προτροπή αυτής ταύτης της Μεγάλης Εκκλησίας, επί σχεδόν εξ εκατονταετηρίδας”.
Η ζωή των κρυπτοχριστιανών
Το να είναι κάποιος κρυπτοχριστιανός δεν ήταν καθόλου εύκολο, καθώς έπρεπε εξωτερικά να εμφανίζεται ως πιστός μουσουλμάνος και να μετατρέψει το σπίτι του σε κρυφό χώρο λατρείας του Χριστού. Ο βασικός φόβος ήταν ο κίνδυνος αποκάλυψής του. Η τιμωρία για όποιον απαρνιόταν τον μωαμεθανισμό ήταν ρητή: θάνατος.
Υπήρχε επίσης μεγάλη συναισθηματική φόρτιση γι’ αυτούς, ειδικά όταν επέστρεφαν από το τζαμί στο σπίτι τους, όπου είχαν κρυμμένες εικόνες του Χριστού.
Τις άγιες εικόνες τους οι κρυπτοχριστιανοί τις φύλαγαν μέσα στ’ αμπάρια, μεγάλα κιβώτια για την αποθήκευση τροφίμων και ιδίως δημητριακών και οσπρίων ή μέσα στα προγονικά τους σεντούκια. Υπήρχαν χαραμάδες και τρύπες στα σπίτια για να παίρνουν αέρα όταν άναβαν τα κεριά και τα καντήλια. Άλλοι είχαν στα σπίτια τους κρυφά ντουλάπια για τις άγιες εικόνες και τα καντήλια. Και όταν θυμιάτιζαν έκλειναν τις πόρτες και τον φεγγίτη για να μη φτάνει ως έξω η μυρωδιά του λιβανιού.
Οι κρυπτοχριστιανοί πήγαιναν μακριά σε ερημικά μοναστήρια για να εξομολογηθούν και να μεταλάβουν. Όταν τους δινόταν η ευκαιρία, τα παιδιά τους βαφτίζονταν από ορθόδοξο ιερέα.
Επίσης τελούσαν με μυστικότητα και με πολλές δυσκολίες χριστιανικά τον γάμο τους ενώ απέφευγαν να παντρεύουν τα παιδιά τους με Τούρκους.
Σε ορισμένες περιοχές του Πόντου κατέφευγαν και σε ερημικά και εγκαταλελειμμένα παρεκκλήσια κι εκεί, κρυφά πάντα, τελούνταν από ιερείς λειτουργίες και άλλες ιεροπραξίες.
Κρυφοί παπάδες ήταν ακόμα δερβίσηδες-μυστικοί ιεραπόστολοι- που περιόδευαν στα κέντρα των κρυπτοχριστιανών και τελούσαν τα διάφορα μυστήρια. Ήταν απεσταλμένοι κάποιων μοναστηριών.
Ορισμένα μοναστήρια του Πόντου όπως της Παναγίας Σουμελά, Περιστερώνας και Βαζελώνος, βοηθούσαν τους κρυπτοχριστιανούς να εκπληρώνουν όσο καλύτερα γινόταν, τις λατρευτικές υποχρεώσεις τους.
Σε πολλά μοναστήρια του Πόντου, κρατούνταν και κρυπτογραφικοί κώδικες, στους οποίους καταγραφόταν συνθηματικά η κίνηση των κρυπτοχριστιανών της περιοχής τους. Οι κρυπτοχριστιανοί έρχονταν σε επαφή με τους δερβίσηδες-ιεραποστόλους, με συνθηματικά σημεία αναγνώρισης.
Οι κρυπτοχριστιανοί έκαναν περιτομή και έπαιρναν μουσουλμανικά ονόματα, ωστόσο κρατούσαν κρυφά και τα χριστιανικά τους ονόματα τα οποία μεταβίβαζαν στους απογόνους τους.
Οι κρυπτοχριστιανοί του Πόντου ήταν γνωστοί και ως Σταυριώτες και Κρωμλήδες ή Κρωμναίοι από τα χωριά Σταυρί και Κρώμνη όπου υπήρχε σε μεγάλη έκταση το φαινόμενο της αποκρυφίας ενώ επίσης λέγονταν και Κλωστοί. Στην Κύπρο και στην Κρήτη ήταν γνωστοί και ως λινοβάμβακοι. Στα νησιά του Αιγαίου που είχαν χορηγηθεί διάφορα προνόμια από τους Οθωμανούς, υπάρχουν ελάχιστες μαρτυρίες για κρυπτοχριστιανούς.
Κρυπτοχριστιανοί εμφανίζονται επίσης στην Αλβανία, κυρίως στην περιοχή του ποταμού Γενούσου (Σκούμπη)
Οι νεομάρτυρες
Η αντίδραση στους εκούσιους εξισλαμισμούς ή η αποκάλυψη των κρυπτοχριστιανών, είχε σαν αποτέλεσμα το μαρτύριο και τον θάνατο. Έτσι προήλθε ο μεγαλύτερος αριθμός νεομαρτύρων.
Το 1794, ο Αγιορείτης σοφός συγγραφέας Άγιος Νικόδημος, εξέδωσε το «Νέον Μαρτυρολόγιον», όπου περιλαμβάνονται 75, ανέκδοτα ως τότε, μαρτύρια.
Γράφει χαρακτηριστικά ο Νικόδημος:
«Οι νέοι ούτε Μάρτυρες είναι θάρρος και παρακίνησις εις το να μιμούνται δια του έργου και όλοι οι άλλοι χριστιανοί, εξαιρέτως δε, οι πρότερον αρνηθέντες τον Χριστόν…».
Για τους νεομάρτυρες αναφέρει ότι πρέπει να αποτελούν πρότυπο «… για όλους τους ορθοδόξους χριστιανούς, όπου τυραννούνται κάτω από τον βαρύν ζυγόν της αιχμαλωσίας, θάρρος και παρακίνησις εις το να μιμηθούν δια του έργου το μαρτυρικόν τους τέλος, και όλοι μεν οι χριστιανοί, οι κατά περίστασιν αναγκαζόμενοι εις το μαρτυρήσαι, εξαιρέτως δε και μάλιστα, όσοι έφθασαν να αρνηθούν πρότερον την ορθόδοξον πίστιν».
Νεομάρτυρες αναφέρονται ως τα χρόνια της Επανάστασης του 1821 αλλά και αργότερα, όπως ο Άγιος Γεώργιος ο Νέος εξ Ιωαννίνων, ο οποίος μαρτύρησε το 1838.
Οι κρυπτοχριστιανοί αποκαλύπτονται
Το 1856, με την έκδοση του Χάττι Χαμαγιούν (σουλτανικού διατάγματος), επιτράπηκε η ελεύθερη άσκηση της λατρείας στους οπαδούς όλων των θρησκειών στην οθωμανική αυτοκρατορία.
Έτσι, σταδιακά, οι κρυπτοχριστιανοί αποκάλυψαν την πραγματική τους θρησκεία. Πρώτος που «αποκαλύφθηκε» στην Τραπεζούντα, ήταν ο Πέτρος Σάββα Σιδηρόπουλος, από την Κρώμνη, που υπηρετούσε ως κλητήρας στο ιταλικό προξενείο Τραπεζούντος. Στις 14 Μαΐου 1856, εγκατέλειψε το τουρκικό όνομα Πεχλίλ και εμφανίστηκε με το χριστιανικό Πέτρος. Τον κάλεσε αμέσως ο βαλής – Γενικός Διοικητής – της Τραπεζούντας Χαϊρεντίν πασάς και μπροστά στο Συμβούλιο της Γενικής Διοικήσεως –ινταρί μεντζιλίσι – τον ρώτησε τρεις φορές αν απαρνήθηκε τον μωαμεθανισμό. Εκείνος θαρρετά απάντησε ότι είναι χριστιανός και αφέθηκε ελεύθερος.
Στις 15 Ιουλίου 1857, οι κρυπτοχριστιανοί των επαρχιών Τραπεζούντος και Χαλδαίας, έστειλαν αντιπροσώπους στην Κωνσταντινούπολη «εις το να ενεργήσωσι καθ’ οίον τρόπου δύνανται την αποκάλυψιν της άχρι τούδε κεκρυμμένης παρά τοις Οθωμανοίς ανατολικής θρησκείας και απευθύνθηκαν στους πρεσβευτές των ευρωπαϊκών κρατών ζητώντας τη συμπαράστασή τους.
Παρά τις αντιδράσεις των οθωμανικών αρχών, 20.000 περίπου από τους κρυπτοχριστιανούς αυτούς, άρχισαν να ασκούν ελεύθερα τα θρησκευτικά τους καθήκοντα.
Στην Κρήτη, η ονομαστή οικογένεια των Κουρμούληδων, ενώ φανερά είχαν δείξει ότι ασπάστηκαν το Ισλάμ, διατήρησαν κρυφά τη χριστιανική τους πίστη και λατρεία. Προστάτευαν με κάθε τρόπο τους χριστιανούς της Μεσαράς, και αποκαλύφθηκαν κατά την Επανάσταση του 1821, όταν πολέμησαν μαζί με άλλους Κρητικούς εναντίον των Τούρκων.
Ένας απ’ αυτούς, ο Μιχαήλ (Χουσεΐν σαν ψευδομουσουλμάνος), αναφέρεται μεταξύ των μυημένων στη Φιλική Εταιρεία. Μόλις ξέσπασε η Επανάσταση, συγκρότησε στρατιωτικό σώμα Μεσαριωτών. Ανάμεσά τους υπήρχαν και 80 Κουρμούληδες! Το σώμα αυτό πέτυχε μεγάλες νίκες επί των Σερίφ πασά και Χασάν πασά. Όταν η επανάσταση στην Κρήτη καταπνίγηκε, ο Μιχαήλ Κουρμούλης πήγε στην Ύδρα όπου πέθανε «στερούμενος του επιουσίου άρτου» την 1η Ιουλίου 1824.
Μαζικές αποκαλύψεις κρυπτοχριστιανών στην Κρήτη, έγιναν γύρω στο 1857 όταν ακόμα και χωριά ολόκληρα όπως η Επισκοπή της περιοχής Πεδιάδας, «εξεδήλωσαν την εις το Ευαγγέλιον πίστιν αυτών ενώπιόν του τότε γενικού διοικητού Βελή πασά».
Στην Κύπρο, οι κρυπτοχριστιανοί αποκαλύφθηκαν μετά την παραχώρηση του νησιού στους Άγγλους το 1878, ενώ στην Αλβανία οι κρυπτοχριστιανοί, γνωστοί και ως Σπαθιώτες από την περιοχή Σπαθιά( Σπάθη και Σπάθα), Σπατ στα αλβανικά, μεταξύ των επαρχιών Ελβασάν, Βερατίου, Γκόρας και Μόκρας, εκδήλωσαν τα πραγματικά τους θρησκευτικά αισθήματα μετά την ανακήρυξη του τουρκικού Συντάγματος το 1908.
Ο Β. Σφυρόερας, θεωρεί ότι κρυπτοχριστιανοί υπήρχαν ως το 1930, ενώ ο Νίκος Μηλιώρης γράφει ότι ακόμα και γύρω στο 1960 υπήρχαν περιοχές όπου ζούσαν κρυπτοχριστιανοί.
Κάποιοι μιλούν και γράφουν για χιλιάδες ή και εκατομμύρια κρυπτοχριστιανών στη σημερινή Τουρκία. Είναι όμως εκτιμήσεις ή προσωπικές απόψεις που δεν στηρίζονται σε αποδείξεις. Πώς θα γινόταν κάτι τέτοιο άλλωστε;
Γι’ αυτό όπως πάντα αρκούμαστε σε ό, τι είναι καταγεγραμμένο σε κάποιες πηγές και αποφεύγοντας να αναφέρουμε αμφισβητούμενα ή ανύπαρκτα στοιχεία…
Πηγές: Νίκος Μηλιώρης, «Οι Κρυπτοχριστιανοί», εκδόσεις Τσουκάτου, Β’ Έκδοση, 2017.
Εγκυκλοπαίδεια ΠΑΠΥΡΟΣ-ΛΑΡΟΥΣ-ΜΠΡΙΤΑΝΙΚΑ, τόμος 36.