Τελεσιδίκησε η υπόθεση στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο
Συνολική ποινή φυλάκισης 8 μηνών με το ελαφρυντικό των μη ταπεινών αιτίων, επιβλήθηκε σήμερα από το Τριμελές Πλημμελειοδικείου Ηρακλείου στον Γιάννη Κουράκη, στο πλαίσιο εκδίκασης σε δεύτερο βαθμό της υπόθεσης των ακάλυπτων επιταγών κατά τη διάρκεια της προεδρίας του στην ΠΑΕ ΟΦΗ. Την ενοχή του Γ.Κουράκη είχε προτείνει νωρίτερα ο Εισαγγελέας έδρας κ. Ευστάθιος Θεοφανίδης. Ο κ.Κουράκης δεν έδωσε το “παρών” στο Δικαστήριο κι εκπροσωπήθηκε από τους συνηγόρους του.
Σύμφωνα με τους συνηγόρους υπεράσπισης, το Δικαστήριο έκρινε ότι παρά το γεγονός ότι φέρεται εκδότης των επιταγών αυτών, ως πρόεδρος – τότε – της ΠΑΕ ΟΦΗ, και θεωρεί το αδίκημα τυπικό, όπως το αντιμετωπίζει παγίως η νομολογία, του αναγνώρισε ότι δεν είχε ταπεινά αίτια ως προς τη μη πληρωμή τους, εφόσον αποδεδειγμένα τα κεφάλαια υπήρχαν κατά το χρόνο έκδοσης των επιταγών. Άλλωστε, αποδεδειγμένα, ένα μήνα μετά την υπογραφή του συμφωνητικού, ο Γιάννης Κουράκης αποχώρησε από την προεδρία του ΟΦΗ.
Σημειώνεται δε, ότι οι επιταγές που εκδόθηκαν είχαν καταπιστευτικό χαρακτήρα, ήταν δίγραμμες, και δεν μπορούσαν να τεθούν σε κυκλοφορία, είχαν δοθεί μόνο προς εξασφάλιση της πληρωμής και όχι εις εξόφληση.
Από την πλευρά του ο κ.Φανούρης Βατσινάς, κατά τη διάρκεια της δίκης ήταν σε κατάσταση έντασης, παρά το γεγονός ότι δεν ήταν παρών ο κ.Κουράκης.
Χαρακτηριστικό είναι το ότι κατά τη διάρκεια της αγόρευσης της υπεράσπισης, αναφέρθηκε ότι ο κ.Κουράκης αναγκάστηκε να αναλάβει να ηγηθεί του ΟΦΗ, επειδή επικρατούσε έκρυθμη κατάσταση στο Ηράκλειο, από τους οπαδούς που έκαιγαν καταστήματα, ως και τα Δικαστήρια. Στο σημείο αυτό, ο κ.Βατσινάς σηκώθηκε όρθιος και άρχισε να φωνάζει “αυτός έκαψε τα μαγαζιά μου, αυτός έκαψε την ψυχή μου. Ποιο Ηράκλειο, ποια Δικαστήρια;”. Η έδρα του ζήτησε να εξέλθει της αίθουσας.
Ο συνήγορος της πολιτικής αγωγής κ. Γιάννης Κωνσταντουδάκης δήλωσε σχετικά: «Η καταδίκη του κατηγορουμένου και από το δευτεροβάθμιο δικαστήριο στέλνει σαφές μήνυμα ότι η έκδοση επιταγών χωρίς αντίκρισμα είναι ένα σοβαρό αδίκημα, το οποίο πλήττει καίρια το έννομο αγαθό της ασφάλειας και της εμπιστοσύνης των εμπορικών συναλλαγών και κατά συνέπεια της όλης οικονομίας του τόπου».