Τον δρόμο για να γίνει εκτελεστή η απόφαση 5286/2017 του Ειρηνοδικείου Αθηνών, που δικαίωσε κάτοχο αυτοκινήτου Volkswagen, αξιώνοντας αποζημίωση λόγω εξαπάτησης, ανοίγει η παραίτηση του γερμανικού ομίλου από την έφεση, που αναμενόταν να εκδικαστεί σήμερα.
Η παραίτηση από το σχετικό έννομο δικαίωμα καθιστά τελεσίδικη την πρωτόδικη απόφαση, η οποία έκανε δεκτό το σκεπτικό της αγωγής με βάση το οποίο η κάτοχος του αυτοκινήτου, που προσέφυγε δικαστικά, εξαπατήθηκε από την εταιρεία Volkswagen, υποχρεώνοντας την τελευταία να καταβάλει το ποσό των 5.200 ευρώ ως αποζημίωση πλέον των δικαστικών δαπανών. Υπενθυμίζεται ότι για την υπόθεση παραποίησης του λογισμικού εκπομπών ρύπων της Volkswagen έχουν υπάρξει στη χώρα μας δύο πρωτόδικες δικαστικές αποφάσεις, που δικαίωσαν τους κατόχους αυτοκινήτων Volkswagen, κάνοντας δεκτό:
• Στην πρώτη περίπτωση (απόφαση 5285/2017) το δικαίωμα υπαναχώρησης από τη σύμβαση αγοράς του αυτοκινήτου και επιστροφής από τον αντιπρόσωπο του ποσού των 11.005 ευρώ πλέον των δικαστικών δαπανών.
• Στη δεύτερη περίπτωση (απόφαση 5286/2017) το σκεπτικό ότι η κάτοχος του αυτοκινήτου εξαπατήθηκε από την εταιρεία Volkswagen, την οποία και υποχρεώνει να καταβάλει το ποσό των 5.200 ευρώ ως αποζημίωση πλέον των δικαστικών δαπανών.
Η δεύτερη περίπτωση κλείνει πλέον οριστικά με τη δικαίωση της ενάγουσας, ενώ με δεδομένο ότι η παραγραφή επέρχεται πέντε χρόνια μετά την αγορά του αυτοκινήτου, το ενδεχόμενο νέων προσφυγών ακόμη και σήμερα παραμένει ανοιχτό. Η απόφαση είχε κρίνει ότι το παράνομο λογισμικό καθιστούσε μειωμένης αξίας μεταπώλησης το αυτοκίνητο και εκτός οικολογικών επιλογών του καταναλωτή, κρίνοντας επίσης ότι ο καταναλωτής δεν είναι υποχρεωμένος να αποδεχθεί διόρθωση λογισμικού από την κατασκευάστρια εταιρεία. Στις σχετικές προσφυγές το δικηγορικό γραφείο που χειρίστηκε την υπόθεση επικαλέστηκε αποφάσεις του Πρωτοδικείου του Χίλντεσχαϊμ και του Πρωτοδικείου του Χάγκεν, αλλά και τις δηλώσεις της αρμόδιας επιτρόπου της Ευρωπαϊκής Επιτροπής κ. Βέρα Τζουροβά για παραβίαση από τον γερμανικό όμιλο αυτοκινητοβιομηχανίας των κανόνων περί προστασίας του καταναλωτή.
Σημειώνεται ότι το δικαστήριο έκρινε πως τα αυτοκίνητα συγκεκριμένα (Polo 1.6 και 1.2) δεν πληρούσαν τις προϋποθέσεις που θέτει το πρότυπο Euro 5 σχετικά με τις εκπομπές αερίων ρύπων. Ως εκ τούτου «εξέλιπε μια συνομολογημένη κατά τη σύμβαση πώλησης ιδιότητα, για την οποία η γερμανική αυτοκινητοβιομηχανία διαβεβαίωνε», με αποτέλεσμα το αυτοκίνητο να μην ανταποκρίνεται στην περιγραφή που έχει γίνει από τον πωλητή. Το δικαστήριο αποδέχθηκε, από την άλλη, ότι η πωλήτρια εταιρεία αλλά και η επίσημη εισαγωγέας της κατασκευάστριας εταιρείας δεν γνώριζαν κατά το χρόνο πώλησης του αυτοκινήτου ότι δεν διέθετε την επίμαχη συνομολογημένη ιδιότητα, δηλαδή την πιστοποίηση Euro 5 αναφορικά με τις εκπομπές οξειδίου του αζώτου. Η εν λόγω πιστοποίηση εξασφαλίζει ότι οι εκπομπές είναι στο επίπεδο του 0,18 γραμμαρίου ανά χιλιόμετρο, όταν στην πραγματικότητα οι πραγματικές εκπομπές των αυτοκινήτων ήταν 0,62 γραμμάριο ανά χιλιόμετρο.