Τι ποσά θα λάβουν από τον Ιανουάριο του 2019 οι συνταξιούχοι μετά την απόφαση για μη περικοπή
Το ερώτημα που τίθεται πλέον είναι τι θα γίνει με τις συντάξεις και το ύψος τους από την 1η Ιανουαρίου του 2019, ή ακριβέστερα από τις 23 Δεκεμβρίου του 2018, όταν θα προπληρωθούν οι συντάξεις του Ιανουαρίου του 2019 (η 23η Δεκεμβρίου εκτιμάται ως η πιο πιθανή ημέρα καταβολής των συντάξεων του Ιανουαρίου).
Η «Ν» αποκωδικοποιεί το ερώτημα που αφορά εκατομμύρια συνταξιούχους, καθώς η πολυνομία του ασφαλιστικού συστήματος σε συνδυασμό με τον «αφρό της επικαιρότητας» δεν διευκολύνουν την κατανόηση των εξελίξεων.
Στο ερώτημα «τι θα γίνει με τον επανυπολογισμό των συντάξεων και τα ποσά που θα λάβουν από τον Ιανουάριο οι συνταξιούχοι», σύμφωνα με απόλυτα ασφαλείς πληροφορίες που προέρχονται από το υπουργείο Εργασίας, η απάντηση συμπυκνώνεται στα εξής: «Περίπου 570.000 χαμηλοσυνταξιούχοι που πήραν σύνταξη πριν από τις 13 Μαΐου του 2016 θα δουν αυξήσεις στις συντάξεις τους λόγω της ενσωμάτωσης του επιπλέον ποσού που προκύπτει από τον επανυπολογισμό των συντάξεων». Ο νόμος Κατρούγκαλου έλεγε ότι οι συντάξεις επανυπολογίζονται και αν είναι μικρότερες με τον νέο νόμο, τότε το επιπλέον ποσό της διαφοράς θα καταβάλλεται ως προσωπική διαφορά. Το ποσό αυτό θα επιμεριστεί σε 5 ισόποσες δόσεις.
Τι θα γίνει με όσες συντάξεις ο επανυπολογισμός βγάζει περικοπές; Σε αυτές τις περιπτώσεις των περίπου 1.400.000 συντάξεων τα ποσά θα συνεχίσουν να καταβάλλονται κανονικά και μετά την 1/1/2019 μέχρι και το τέλος του 2022 και θα αναγράφεται στα εκκαθαριστικά η «αρνητική διαφορά». Τι σημαίνει αυτό; Ότι με βάση τη νομοθεσία, μετά την 1/1/2023 αυτοί που θα έπρεπε να υποστούν τις περικοπές από τον επανυπολογισμό δεν θα λάβουν καμία τιμαριθμική αύξηση στις συντάξεις τους μέχρι αυτές να εξομοιωθούν με το ποσό του επανυπολογισμού.
Προσοχή! Η επισήμανση αφορά μόνο όσες συντάξεις εκδόθηκαν πριν από τις 13 Μαΐου του 2016. Γιατί; Επειδή μετά τη συγκεκριμένη ημερομηνία ετέθη σε ισχύ ο νόμος 4387/16 (νόμος Κατρούγκαλου). Άρα, υπολογίστηκαν με βάση τις νέες διατάξεις και δεν εμπίπτουν στο επίμαχο θέμα της προσωπικής διαφοράς. Επισημαίνουμε ότι το μείζον ζήτημα των τελευταίων μηνών που αφορά την περικοπή έως και 18% της προσωπικής διαφοράς από τον επανυπολογισμό των συντάξεων δεν αποτελεί ρύθμιση του νόμου Κατρούγκαλου 4387/16, αλλά είναι ρύθμιση του νόμου 4472/2017 που δημοσιεύθηκε έναν χρόνο αργότερα (19/5/2017) και εκτός των άλλων ρυθμίσεων τροποποιεί διατάξεις του νόμου Κατρούγκαλου (Συνταξιοδοτικές διατάξεις Δημοσίου και τροποποίηση διατάξεων του ν. 4387/2016, μέτρα εφαρμογής των δημοσιονομικών στόχων και μεταρρυθμίσεων, μέτρα κοινωνικής στήριξης και εργασιακές ρυθμίσεις, Μεσοπρόθεσμο Πλαίσιο Δημοσιονομικής Στρατηγικής 2018-2021 και λοιπές διατάξεις- ΦΕΚ Α’ 74/19-5-2017).
Η τροποποίηση του νόμου Κατρούγκαλου που προβλέφθηκε στον νόμο 4472/2017 αναφέρεται σε κατάργηση των προσωπικών διαφορών. Το άρθρο 1 παρ. 2β του νόμου 4472/2017 που άλλαξε το άρθρο 14 του νόμου 4387/2016 (νόμος Κατρούγκαλου) λέει ότι η προσωπική διαφορά περικόπτεται ολόκληρη από τη σύνταξη του Ιανουαρίου του 2019 που πληρώνεται Δεκέμβριο του 2018.
Τι έλεγε ο νόμος για τη μείωση έως 18%
Ο νόμος Κατρούγκαλου έλεγε ότι οι συντάξεις επανυπολογίζονται και αν είναι μικρότερες, τότε το επιπλέον ποσό καταβάλλεται ως προσωπική διαφορά. Η προσωπική διαφορά καταργείται με τον νόμο 4472. Ο ίδιος νόμος στο δεύτερο εδάφιο της παραγράφου 2β’ του άρθρου 1 λέει ότι μετά την περικοπή της προσωπικής διαφοράς η μείωση του συνόλου της σύνταξης δεν θα υπερβαίνει το 18%.
Επί λέξει αναφέρει το δεύτερο εδάφιο ότι: «Το ποσό που περικόπτεται κατά τα ανωτέρω δεν μπορεί να υπερβαίνει το δεκαοκτώ τοις εκατό (18%) της καταβαλλόμενης κατά την έναρξη ισχύος του παρόντος κύριας σύνταξης του δικαιούχου. Αν, μετά την εφαρμογή της ρύθμισης του ανωτέρω εδαφίου, το καταβαλλόμενο ποσό των συντάξεων είναι μεγαλύτερο από αυτό που προκύπτει από τον υπολογισμό τους βάσει της παραγράφου 1, το επιπλέον ποσό εξακολουθεί να καταβάλλεται στον δικαιούχο ως προσωπική διαφορά, συμψηφιζόμενο κατ’ έτος και μέχρι την πλήρη εξάλειψή του με την εκάστοτε αναπροσαρμογή των συντάξεων, όπως αυτή προκύπτει κατ’ εφαρμογή της παραγράφου 3».