Τι προτείνουν οι επιστημονικοί φορείς. Η έμμεση παρέμβαση της Κομισιόν στη δημόσια συζήτηση που διεξάγεται. Γιατί «απέχει» η ΓΣΕΕ. Το επικρατέστερο σενάριο του ΚΕΠΕ και πόσο δεσμευτικό θα είναι το τελικό πόρισμα για την κυβέρνηση.
Στην τελική ευθεία, πριν από τη σύνταξη του οριστικού πορίσματος που θα κατατεθεί στο υπουργείο Εργασίας, βρίσκεται η διαδικασία καθορισμού του κατώτατου μισθού. Σύμφωνα με πληροφορίες, οι εισηγήσεις επιστημονικών ιδρυμάτων και κοινωνικών φορέων (όσων συμμετέχουν στη διαδικασία) κυμαίνονται μεταξύ 2% και 10%.
Τα υπομνήματα και η τεκμηρίωση των φορέων, μεταξύ των οποίων της Τράπεζας της Ελλάδος, του ΟΑΕΔ, του Οργανισμού Μεσολάβησης και Διαιτησίας(ΟΜΕΔ) αλλά και των Ινστιτούτων των εργοδοτικών φορέων, αναμένεται βάσει του προβλεπόμενου από το νόμο χρονοδιαγράμματος, να αποσταλούν το αργότερο έως την ερχόμενη Παρασκευή στο Κέντρο Προγραμματισμού και Οικονομικών Ερευνών (ΚΕΠΕ), προκειμένου να συνταχθεί ένα τελικό Σχέδιο Πορίσματος Διαβούλευσης.
Σε αυτό θα περιγράφονται οι δυνατότητες προσαρμογής του νομοθετημένου κατώτατου μισθού, θα καταγράφονται οι προτάσεις των κοινωνικών εταίρων και θα επισημαίνονται τα σημεία συμφωνίας τους. Βέβαια, η γνώμη που θα διατυπώνεται στο Σχέδιο Πορίσματος Διαβούλευσης από το ΚΕΠΕ και την ειδική επιτροπή που έχει ήδη συσταθεί στο υπουργείο Εργασίας, δεν θα είναι δεσμευτική για την κυβέρνηση, ούτε όμως θα δεσμεύεται από τις εκθέσεις που έχουν υποβληθεί. Άλλωστε, την τελική απόφαση θα λάβει η κυβέρνηση και δη η αρμόδια υπουργός Έφη Αχτσιόγλου, εντός του πρώτου 15ήμερου του Ιανουαρίου 2019.
Να σημειωθεί ότι στη διαδικασία δεν συμμετέχει η ΓΣΕΕ, θεωρώντας ότι η κυβέρνηση θα πρέπει πρώτα να επαναφέρει με νόμο τον κατώτατο μισθό στα 751 ευρώ, όπως με νόμο μειώθηκε στα 586 ευρώ το 2012, και στη συνέχεια να δοθεί η δυνατότητα νέας διαπραγμάτευσης σε εργοδότες και εργαζόμενους, μέσω της Εθνικής Γενικής Συλλογικής Σύμβασης Εργασίας.
Το παζλ δυσκολεύει άλλωστε και η στάση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, η οποία παρενέβη εμμέσως στη διαδικασία μέσω της πρόσφατης, πρώτης έκθεσης μεταμνημονιακής εποπτείας για τη χώρα μας, συστήνει σε κυβέρνηση και κοινωνικούς εταίρους να κρατήσουν τις κινήσεις τους ευθυγραμμισμένες με την παραγωγικότητα, ώστε να προστατεύσουν τα οφέλη στο σκέλος της ανταγωνιστικότητας της απασχόλησης, τα οποία επιτεύχθηκαν κατά τη διάρκεια των προγραμμάτων.
Σύμφωνα με οικονομολόγους μάλιστα, η «νουθεσία» των Ευρωπαίων αποκωδικοποιείται σε «λελογισμένες αυξήσεις της τάξης του 2% με 3%» και σίγουρα όχι πάνω από 15 ευρώ τον μήνα. Αυξήσεις, δηλαδή, που όπως επισημαίνουν και κύκλοι της ΓΣΕΕ, θα απορροφηθούν το 2020 από τη μείωση του αφορολόγητου ορίου, ενώ ενδέχεται να μετατρέψει τον κατώτατο μισθό σε έναν μόνιμο μηχανισμό συλλογής φόρων και μάλιστα από το πλέον φτωχό κομμάτι της μισθωτής εργασίας. Εκτιμούν μάλιστα, ότι η μείωση του αφορολόγητου ορίου θα απορροφήσει το σύνολο της αύξησης και θα οδηγήσει και σε περαιτέρω μείωση του ετήσιου εισοδήματος κατά 600 ευρώ.
Στις πλέον αισιόδοξες εισηγήσεις, μεταξύ αυτών που κατατέθηκαν στο υπουργείο Εργασίας, είναι αυτή του Κέντρου Προγραμματισμού και Οικονομικών Ερευνών (ΚΕΠΕ). Στο βασικό της σενάριο, προτείνει σύμφωνα με πληροφορίες την εφάπαξ αύξηση του κατώτατου μισθού κατά 10% το 2019. Ένα τέτοιο ενδεχόμενο θα οδηγήσει, από τον Ιανουάριο του επόμενου έτους, τον κατώτατο από τα 586,08 ευρώ που είναι σήμερα, στα 645 ευρώ (αύξηση κατά 59 ευρώ τον μήνα).
Μεταξύ άλλων, οι επιστήμονες του Κέντρου εκτιμούν ότι η μεταβολή του κατώτατου μισθού μπορεί να έχει θετικές επιπτώσεις στο ΑΕΠ μιας χώρας, θα τονώσει την αγοραστική δύναμη της συγκεκριμένης κατηγορίας εργαζομένων, θα συμπαρασύρει σε αυξήσεις και τους μέσους μισθούς και θα οδηγήσει σε αύξηση της κατανάλωσης. Μάλιστα επισημαίνουν ότι η λελογισμένη αύξηση του κατώτατου θα έχει αμελητέες επιπτώσεις στις εξαγωγικές επιδόσεις της οικονομίας.
Στη μελέτη του ΚΕΠΕ υπάρχουν άλλα δύο σενάρια, για αυξήσεις σταδιακά μεταξύ α’ τριμήνου 2019 έως και α’ τριμήνου 2020, ώστε ο κατώτατος να φθάσει τα 761 ευρώ, καθώς και για αυξήσεις 2% ανά τρίμηνο το διάστημα 2019-2020. Εκτιμά όμως ότι παρά τις θετικές επιπτώσεις στη μείωση της ανεργίας και την αύξηση του ΑΕΠ, θα υπάρξουν αρνητικές επιδράσεις στη χρηματοοικονομική ευστάθεια του ιδιωτικού τομέα. Στον αντίποδα, στο σενάριο για αύξηση 10% εντός του 2019, εκτιμάται ότι η πίεση στο ισοζύγιο του ιδιωτικού τομέα είναι μικρότερη και δεν υποβαθμίζεται η χρηματοοικονομική του φερεγγυότητα.
Αυξήσεις υπό συγκεκριμένες προϋποθέσεις συζητεί και η πλευρά των εργοδοτικών φορέων, με αιχμή τον περιορισμό του μη μισθολογικού κόστους μέσω της μείωσης των εισφορών. Συντάσσονται μάλιστα με τις τοποθετήσεις κάποιων φορέων, σύμφωνα με τις οποίες μια μεγάλη αύξηση του κατώτατου μισθού που δεν θα συνδέεται με τη μεταβολή της παραγωγικότητας ή τη μείωση του ήδη υψηλού μη μισθολογικού κόστους εργασίας, κινδυνεύει να εκτοπίσει από την επίσημη αγορά αρκετούς εργαζόμενους, που θα έρθουν αντιμέτωποι είτε με την ανεργία είτε με τη μαύρη-ανασφάλιστη εργασία. Αλλά και το ΚΕΠΕ, σύμφωνα με πληροφορίες, στη μελέτη του επισημαίνει πως μια μεγαλύτερη αύξηση του κατώτατου μισθού θα κατέληγε σε αύξηση των φόρων και των εισφορών και όχι στην πραγματική οικονομία, γι’ αυτό και οι επιστήμονες επιμένουν ότι σε δεύτερη φάση, η κυβέρνηση θα πρέπει να εξετάσει πώς οι αυξημένοι φόροι θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν παραγωγικά ή να εξετασθεί η μείωσή τους.