ΣτΕ 1207/2018 (Στ΄Τμήμα)
ΣτΕ 1207/2018 ΤΜΗΜΑ Στ΄
Ι. Προϋποθέσεις παραδεκτού αιτήσεως αναιρέσεως, σύμφωνα με το άρθρο 12 παρ. 1 του ν. 3900/2010:
Κρίση του δικαστηρίου:
« Η αίτηση αναίρεσης ασκείται πλέον παραδεκτώς, μόνον όταν προβάλλεται από το διάδικο με συγκεκριμένους ισχυρισμούς που περιέχονται στο εισαγωγικό δικόγραφο, είτε ότι δεν υπάρχει νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας επί συγκεκριμένου νομικού ζητήματος, ήτοι επί ζητήματος ερμηνείας διατάξεως νόμου ή γενικής αρχής του ουσιαστικού ή δικονομικού δικαίου, η οποία (ερμηνεία) είναι κρίσιμη για την επίλυση της ενώπιον του Δικαστηρίου αγομένης διαφοράς, είτε ότι η κρίση της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης επί συγκεκριμένου νομικού ζητήματος, η επίλυση του οποίου ήταν αναγκαία για τη διάγνωση της οικείας υπόθεσης, έρχεται σε αντίθεση προς παγιωμένη ή πάντως, μη ανατραπείσα νομολογία επί του αυτού νομικού ζητήματος και υπό τους αυτούς όρους αναγκαιότητας για τη διάγνωση των σχετικών υποθέσεων του Συμβουλίου της Επικρατείας ή άλλου ανώτατου δικαστηρίου, ή, ελλείψει αυτών, προς ανέκκλητη απόφαση διοικητικού δικαστηρίου (ΣτΕ 2691/2017, 754, 392, 264, 48/2016 κ.ά.). Στη δεύτερη αυτή περίπτωση, οι αποφάσεις προς τις οποίες προβάλλεται αντίθεση θα πρέπει να μνημονεύονται ειδικώς, το δε υπ’ αυτών κριθέν νομικό ζήτημα πρέπει να ήταν επίσης ουσιώδες για την επίλυση εκείνων των διαφορών που ήχθησαν ενώπιον των δικαστηρίων (ΣτΕ 2301/2011 (7μ.), 3967, 1026/2014, 2176/2015 κ.ά.) […]».
ΙΙ. Αντικείμενο διαφοράς
Αγωγή με αίτημα να αναγνωρισθεί η υποχρέωση του Ελληνικού Δημοσίου να καταβάλει στους ενάγοντες (μόνιμοι υπάλληλοι του Υπουργείου Εξωτερικών, στον κλάδο Διοικητικών Γραμματέων σε προσωποπαγείς θέσεις), οι οποίοι υπηρέτησαν σε Πρεσβείες και Διπλωματικές αρχές της Ελλάδας στο εξωτερικό, χωρίς, όμως, να τους παρασχεθεί η προσαύξηση ποσοστού 20%, η οποία χορηγείται στους διπλωματικούς, ήδη δε από 1.1.2004, και στους υπαλλήλους του κλάδου Οικονομικών και Εμπορικών Υποθέσεων, για την κάλυψη των αναγκών στέγασής τους, παρά μόνο προσαύξηση ποσοστού 10%, σύμφωνα με τις κοινές υπουργικές αποφάσεις που εξεδόθησαν, κατ’ εξουσιοδότηση του άρθρου 135 του Ν. 2594/98, τα αναφερόμενα στην αγωγή τους ποσά, που αντιστοιχούσαν στην προσαύξηση λόγω στέγασης, κατά ποσοστό 20%, επί του επιδόματος αλλοδαπής του Πρέσβη, αντί του 10% που τους καταβλήθηκε. Ισχυρισμοί: (α) η διαφοροποίηση μεταξύ διπλωματικών και λοιπών υπαλλήλων του Υπουργείου Εξωτερικών αντίκειται στην παρασχεθείσα, με το άρθρο 135 παρ. 4 και 5 του ν. 2594/1998, νομοθετική εξουσιοδότηση και (β) η διαφορετική μεταχείρισή τους αντίκειται και στην αρχή της ισότητας, εφόσον τελούν σε ίδιες συνθήκες στέγασης με τους διπλωματικούς υπαλλήλους του Υπουργείου Εξωτερικών, αλλά και με άλλους μόνιμους υπαλλήλους, στους οποίους χορηγείται η ανωτέρω αυξημένη προσαύξηση.
Κρίση του δικαστηρίου:
«Επειδή, από το σύνολο των ανωτέρω διατάξεων και ειδικότερα από την διάταξη της παρ. 2 του άρθρου 135 του ν. 2594/1998 συνάγεται ότι η βούληση του νομοθέτη ήταν να επιφυλαχθεί μια διαφορετική μισθολογική αντιμετώπιση των υπαλλήλων του διπλωματικού κλάδου έναντι των λοιπών υπαλλήλων του Yπουργείου Eξωτερικών, ακριβώς λόγω των ειδικών προσόντων τα οποία απαιτούνται κατά την εισαγωγή τους στην υπηρεσία, των αυξημένων επαγγελματικών υποχρεώσεων και ευθυνών κατά την εκτέλεση των καθηκόντων τους καθώς και των ιδιαίτερων συνθηκών υπό τις οποίες εκτελούν τα καθήκοντα αυτά και ως εκ τούτου, ορίζονται στην παρ. 4 του ως άνω άρθρου 135 ως νόμιμα κριτήρια για τον καθορισμό του ύψους του επιδόματος αλλοδαπής ο κλάδος και ο βαθμός. Συνεπώς το κριτήριο του «κλάδου» που χρησιμοποιείται από την κ.υ.α. 083/ΕΥΑ/ΑΣ11254/22.1.2001 (Β΄ 390/
9.4.2001) προκειμένου να διαφοροποιηθεί το ύψος του επιδόματος στέγασης για τις δύο κατηγορίες υπαλλήλων (διπλωματικών και λοιπών), συγκαταλέγεται, κατά τα ανωτέρω εκτεθέντα, μεταξύ των νόμιμων κριτηρίων καθορισμού του επιδόματος υπηρεσίας αλλοδαπής, μέρος του οποίου αποτελεί και η προσαύξηση λόγω στέγασης. Κατ’ ακολουθία, ήταν νόμιμη, σύμφωνη με τη νομοθετική εξουσιοδότηση που παρασχέθηκε με την ως άνω διάταξη του άρθρου 135 του ν. 2594/1998 και ως εκ τούτου θεμιτή η χρήση του ως άνω κριτηρίου του «κλάδου» των υπαλλήλων προκειμένου να καθορισθεί το ύψος του επιδόματος στέγασης που πρέπει να χορηγηθεί σ’ αυτούς. Περαιτέρω δε η διαφορετική μισθολογική μεταχείριση των διπλωματικών υπαλλήλων σε σχέση με τους λοιπούς υπαλλήλους του υπουργείου είναι δικαιολογημένη εν όψει των κατά τα ανωτέρω διαφορετικών υποχρεώσεων, ευθυνών και καθηκόντων σύμφυτων με τον κλάδο στον οποίο ανήκουν και τις ιδιάζουσες περιστάσεις υπό τις οποίες ασκούν τα καθήκοντά τους προσαρμοσμένες στην ιδιαίτερη αποστολή τους ως εκπροσώπων της Πολιτείας ενώπιον αλλοδαπών αρχών και υπηρεσιών (πρβλ. ΣτΕ 2627/2014).
Περαιτέρω δε η αρχή της ισότητας δεν παραβιάζεται ούτε έναντι άλλων υπαλλήλων που αντιστοιχούν βαθμολογικά με τους υπαλλήλους του διπλωματικού κλάδου (όπως π.χ. οι αστυνομικοί) αφού για τους υπαλλήλους που αποσπώνται σε υπηρεσίες του Υπουργείου Εξωτερικών, η εξομοίωση αυτών με διπλωματικούς υπαλλήλους δεν συνδέεται με το είδος των ασκουμένων καθηκόντων, αλλά συνιστά υπηρεσιακή διαβάθμιση, συντελούμενη με την περί αποσπάσεως απόφαση (πρβλ. Α.Π. 671/2014). Συνεπώς η κρίση του δικάσαντος Διοικητικού Εφετείου είναι ορθή και τα περί του αντιθέτου προβαλλόμενα με την υπό κρίση αίτηση είναι απορριπτέα ως αβάσιμα.