Κάθε Σαρακατσάνικο τσελιγκάτο αποτελούσε μία πατριά. Ο αρχηγός της ήταν και ο τσέλιγκας. Οι μετακινήσεις του δύο φορές τον χρόνο επέβαλαν ν’ αποφεύγονται τα περιττά και γενικά το «βαρύ νοικοκυριό.», για να μην προκαλούνται δυσκολίες στις μεταφορές. Αυτό κατά έναν τρόπο έβαζε στην ζωή των Σαρακατσάνων την φιλοσοφία του απλού, απορρίπτοντας το περιττό. Και να μην Χτίζουν σπίτια. Έτσι, διέμεναν χειμώνα καλοκαίρι σε καλύβες θολωτές, τουρλωτές όπως τις λένε, που τις κατασκεύαζαν οι ίδιοι. Κάθε τσελιγκάτο επιδίωκε να ενοικιάζει τον ίδιο βοσκότοπο, για να χρησιμοποιεί τις ίδιες καλύβες. Εκεί δημιουργούσε δικό του οικισμό κοντά στον βοσκότοπο του ποιμνίου του, αλλά σε αρκετή απόσταση από αυτόν για λόγους καθαριότητας. Κάθε τέτοιος οικισμός, με τις καλύβες του και με την γραφική ανεπανάληπτη πλέον εικόνα του, αποτελούσε χωριστή οικιστική μονάδα, το κονάκι, όπως ονομάζεται. Κάθε κονάκι έπαιρνε το όνομα του εκάστοτε τσέλιγκα, π.χ. «κονάκι του Μόρου», ή «κονάκι του Κατσαρού» ή «κονάκι του Σουφλιά» κ.λπ.. Κονάκι ονομαζόταν και η οικογενειακή καλύβα κατοικίας. Κονάκι επίσης ονομαζόταν ο τόπος της προσωρινής, έστω και για μία μόνο νύχτα, διαμονής του ποιμνίου, κατά τις μετακινήσεις του, καθώς και η στάνη..
Κάθε οικογένεια που μετείχε στο τσελιγκάτο συντηρούσε δική της εστία, χωριστό νοικοκυριό και μόνη της έστηνε την δική της καλύβα. Ο Ν. Κατσαρός παρακολούθησε πολλές φορές τους γονείς του να στήνουν την καλύβα τους, ενώ βοηθούσε και ο ίδιος. Γράφει σχετικά: «Ο πατέρας μου έμπηχνε στο έδαφος και σε κατάλληλο σημείο της επιλογής του έναν πάσσαλο. Το σημείο αυτό θ’ αποτελούσε το κέντρο της καλύβας. Έδενε κατόπιν ένα σκοινί στον πάσσαλο. Το τέντωνε σε μια ανάλογη απόσταση. Έδενε στην άκρη του ένα συνηθισμένο ξύλο και με αυτό χάραζε την περίμετρο του κύκλου. Η περίμετρος αποτελούσε το σημείο όπου θα στερεώνονταν τα “θεμέλια’’ της καλύβας. Σε τακτές αποστάσεις της περιμέτρου στερέωνε ισοϋψή φρεσκοκομμένα κλωνάρια. Τα κλωνάρια αποτελούσαν τον σκελετό της καλύβας, όπως οι κολόνες κάθε οικοδομής. Και για να αντέχουν το “φορτίο’’ έπρεπε να μπηχτούν σε ανάλογο βάθος και να στερεωθούν αν χρειαζόταν και με πέτρες. Τα στερεωμένα πλέον κλωνάρια τα λύγιζε στην κορυφή τους και τα έδενε γερά, έτσι ώστε να σχηματίσουν τον θόλο της καλύβας. Στην κορυφή του θόλου τοποθετούσε ξύλινο σταυρό, θεωρούμενο απαραίτητο “προστάτη του δομήματος’’. Πλέκονταν κατόπιν ο σκελετός στα πλάγια με ευλύγιστες βέργες και με “σάλωμα’’ κυρίως από βρίζα». «Παρακολούθησα – συνεχίζει ο Κατσαρός – την κατασκευή της “λισιάς’’ για το κλείσιμο της “ρούγας’’ του καλυβιού. Είδα με πόση προσοχή γίνονταν τα “πεζούλια’’, ένα είδος ντιβανιού ύψους 30-40 εκατοστών από το έδαφος και άλλο τόσο πλάτους, που επιτελούσε τον ρόλο “καθιστικού, και “κρεβατιού». (26)
Όλη αυτή η εργασία για το στήσιμο καλύβας φαίνεται απλή και συνοψισμένη, αλλά απαιτούσε προσεκτικό σχεδιασμό και επιτηδειότητα, ώστε να αντέχει σε θύελλες και να μένει ακλόνητη στην θέση της όσο ισχυροί άνεμοι και αν φυσάνε. Επιπλέον έπρεπε να εξασφαλίζει στεγανότητα σε περιπτώσεις βροχών και καταιγίδων, να προστατεύει κατά το δυνατό τους κατοικούντες από κρύο, που συχνά τον χειμώνα κατέρχεται αρκετούς βαθμούς κάτω από το μηδέν, καθώς και από την ζέστη του καλοκαιριού. Για να επιτυγχάνονται όλα αυτά έπρεπε ο κάθε οικογενειάρχης να στήνει την δική του καλύβα, δύο φορές μάλιστα τον όνο όταν συνέβαινε το τσελιγκάτο ν’ αλλάξει θέση το φθινόπωρο και την άνοιξη. Αλλά και όταν δεν άλλαζε, τότε η καλύβα απαιτούσε εργασία συντήρησης για να διατηρεί την ανθεκτικότητά της και να παρέχει στους ενοίκους προστασία.
Με το στήσιμο του σκελετού της καλύβας έληγε ο ρόλος του άνδρα. Τον τελειωμό της καλύβας τον αναλάμβαναν οι γυναίκες. Νωρίτερα είχαν πάει στο δάσος, είχαν κόψει με τσεκούρια κατάλληλα ξύλα για τον σκελετό της, και τα μετέφεραν φορτωμένες στην πλάτη. Ξαναπήγαιναν τώρα στο δάσος κι έκοβαν κλαδιά. Τα μετέφεραν πάλι στην πλάτη, έπλεκαν μ’ αυτά τον σκελετό, ετοίμαζαν την καλύβα και τότε την πασάλειβαν με λάσπη απ’ έξω κι από μέσα, για μόνωση. Στο δάσος, όμως, οι γυναίκες θα πηγαίνουν συχνά να κόβουν ξύλα για μαγείρευμα και θέρμανση, και να τα μεταφέρουν πάντα στην πλάτη.
Σαρακατσάνικα κονάκια
Τα κονάκια κατά κανόνα κατασκευάζονταν σε προσήλια, απάνεμα ισιώματα ή εδάφη με την μικρότερη δυνατή κλίση. Αν το τσελιγκάτο χρησιμοποιούσε τον ίδιο χειμερινό ή θερινό βοσκότοπο, έστηνε το κονάκι του στο ίδιο σημείο. Μετακίνηση σε άλλο βοσκότοπο συνεπαγόταν καινούργιο κονάκι. Κάθε οικογένεια που μετείχε σε τσελιγκάτο διατηρούσε δική της εστία και έστηνε δυο τρεις καλύβες, ανάλογα με τον αριθμό των μελών της. Καθώς και κάποια ή κάποιες μικρότερες για κουζίνα ή άλλους βοηθητικούς χώρους. Ο τσέλιγκας και άλλα μέλη μπορούσαν να διατηρούν κάποια καλύβα για διασκεδάσεις, φιλοξενία κ.λπ. Ο συγγραφέας του παρόντος φιλοξενήθηκε μερικές φορές σε τέτοια καλύβα του τσέλιγκα Μόρφου στο Βερεντζί Καλαμπάκας τον χειμώνα του 1943-44. Την θαλπωρή και τον γλυκό ύπνο που χάριζαν τα απαλά μάλλινα σκεπάσματα, ολοκάθαρα και μυρωμένα ελαφρά με φυτικά αρώματα, η φωτιά στην μέση της καλύβας και η καλή μόνωσή της, δεν τον διατάραζε το ψύχος με το χιόνι. Ο γράφων, φιλοξενήθηκε επίσης και σε άλλα κονάκια. Καθένα του διατηρούσε την δική του γραφικότητα και καθαριότητα, που ήταν φανερή και απαστράπτουσα παντού. Με την έλλειψη σαπουνιού τότε ψείρες μπορεί να έβρισκε κανείς και σε καρέκλα καφενείου. Στο καλύβι του Μόκα που φιλοξενήθηκε μερικές φορές, ψείρα δεν βρήκα.
Στον κάμπο η κατάσταση μέχρι το 1950 ήταν διαφορετική. Η μάζα των αγροτών διέμενε σε ισόγεια λασπόκτιστα σπίτια. Στο μοναδικό δωμάτιο κοιμόνταν στρωματσάδα γονείς και παιδιά, ακούσιοι μάρτυρες των ερωτικών πράξεών τους. Στο ίδιο δωμάτιο συνέβαινε να φιλοξενούνται και μικρά ζώα για προστασία από το κρύο ή άλλες αιτίες. Ο γερουσιαστής Καρδίτσας Α. Μπούσδρας, τα έγραψε αυτά.
Η ζωή των Σαρακατσάνων ήταν τραχιά. Απαιτούσε κορμί γερό, νεύρα ατσαλένια και γαλήνη ψυχική. Ιδίως από τις γυναίκες. Η γυναίκα αποτελούσε τον στυλοβάτη της σαρακατσάνικης ζωής. Ο άνδρας ασχολούνταν μέρα-νύχτα με τα πρόβατα και πάλι δεν έσωνε. Όλες οι άλλες εργασίες έπεφταν στην γυναίκα. Κι αυτές ήταν πάρα πολλές. Η Σαρακατσάνα: μαγειρεύει, πλένει, ζυμώνει, φροντίζει τα παιδιά και διατηρεί το νοικοκυριό, με τάξη και καλαισθησία. Τα καλύβια της οικογένειας λάμπουν από καθαριότητα, πλημμυρισμένα από την ζεστή ατμόσφαιρα και την θαλπωρή, που μόνο οι γυναίκες με την νοικοκυροσύνη τους δημιουργούν. Αλλά και όλος ο οικισμός τους λάμπει πάντα από καθαριότητα, χάρη στις γυναίκες. Εκτός, όμως, από αυτές τις καθιερωμένες γυναικείες εργασίες, η Σαρακατσάνα πρέπει να παρασκευάζει και όλα όσα χρειάζονται για την καθημερινή ζωή. Γιατί η οικογένεια δεν αγοράζει σχεδόν τίποτα, εκτός από τσαρούχια. Αυτά ήταν το μόνο είδος παπουτσιού για άνδρες, γυναίκες και παιδιά.
Κατά την μετακίνηση του ποιμνίου από τα πεδινά προς τα ορεινά, οι Σαρακατσάνες πλέκουν βαδίζοντας, για να εκμεταλλεύονται και αυτόν τον χρόνο. Το φθινόπωρο, όμως, η επιστροφή διαρκούσε και τον Νοέμβριο. Αλλά με τις βροχές, τις λάσπες και τις άλλες ταλαιπωρίες οι γυναίκες αδυνατούσαν να πλέκουν περπατώντας. Γι’ αυτό τον θεωρούσαν «χαμένο χρόνο» και ονόμαζαν «χαμένο μήνα» τον Νοέμβριο.
Ανάμεσα στο ανδρόγυνο των Σαρακατσάνων υπάρχει καταμερισμός. Η γυναίκα διευθύνει το νοικοκυριό, παρασκευάζει τα αποθέματα τροφίμων, μαγειρεύει, κεντάει, υφαίνει και ράβει τα ρούχα και τα εσώρουχα όλων, αρρένων και θηλέων, χωρίς να αναμιγνύεται ο άνδρας ποτέ και σε τίποτα από αυτά. Αν κάποιος άνδρας επιχειρήσει να βοηθήσει την γυναίκα του, αυτή θα τον εμποδίσει αμέσως, από φόβο μήπως θεωρηθεί ανάξια ή καχεκτική. Αντίθετα, η γυναίκα ξέρει όλες τις εργασίες των ανδρών και τις εκτελεί μάλιστα με τόση επιτηδειότητα, ώστε μπορεί να τον αντικαθιστά εξ ολοκλήρου στην βοσκή, στο κούρεμα και στο άρμεγμα προβάτων ή στην τυροκόμηση. Ακόμα, η Σαρακατσάνα, μαθαίνει να χειρίζεται και τα όπλα, ώστε να είναι σε θέση να μετάσχει σε προστασία του κοπαδιού.
Ζεύγος Σαρακατσάνων
Ο άνδρας είναι ο αρχηγός της οικογένειας και μεριμνά για τα ζητήματά της. Όμως, τα ζητήματα αυτά οι Σαρακατσάνοι, συνηθίζουν τα συζητάνε και με τις γυναίκες τους. Και δεν είναι σπάνιες οι περιπτώσεις που θα πουν την τελευταία λέξη αυτές. Στην Θεσσαλία αναφέρονται περιπτώσεις που με τον θάνατο ή την επιστράτευση σε πόλεμο του τσέλιγκα, ανέλαβε το τσελιγκάτο η γυναίκα του. Και σ’ αυτήν την Σαρακατσάνα έδειχναν υπακοή όλοι οι άνδρες του τσελιγκάτου, χωρίς να προκαλείται θέμα «ανδρικού εγωισμού». Εκείνο που είχε για όλους σημασία, ήταν η ικανότητα της γυναίκας και όχι η διαφορά φύλου.
Η Σαρακατσάνα στεκόταν πάντα στο πλευρό του άνδρα. Τον υπάκουε, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι ζούσε στον ίσκιο του, όπως συνέβαινε για όλες τις άλλες γυναίκες της Ελλάδος, επί αιώνες. Και ενώ όλες οι άλλες γυναίκες της ελληνικής υπαίθρου ήταν χαμηλοβλεπούσες και έμειναν στην διάρκεια αιώνων κλεισμένες στα σπίτια σαν φυλακισμένες από τους άνδρες, οι Σαρακατσάνες ήταν περδικομάτες και περδικόστηθες. Κυκλοφορούσαν ελεύθερα και άφοβα, ακόμη και στο δάσος. Εξυπακούεται ότι όλες τούτες τις ελευθερίες τις επέβαλε η ανάγκη της νομαδικής ζωής. Η τραχιά ζωή στην ερημιά, ο αδυσώπητος αγώνας με όλα τα στοιχεία της φύσης, απαιτούσε κοινή προσπάθεια και κατανόηση. Δίχως γυναίκες ελεύθερες και ισότιμες με τον άνδρα, το τσελιγκάτο δεν μπορούσε να επιζήσει.
Την αξία τους οι Σαρακατσάνες την δείχνουν και στην χειροτεχνία. Σχετικά μας είπε η κ. Μαίρη Θεολόγου, πρόεδρος και στυλοβάτης του Χορευτικού Ομίλου Καρδίτσας: Οι Σαρακατσάνες έχουν μείνει ανυπέρβλητες στην ύφανση, στο γνέσιμο και στο κέντημα. Το μάλλινο δίμητο το υφαίνουν μόνο αυτές, και το δικό τους μάλλινο είναι μοναδικό στα Βαλκάνια και στην Ευρώπη. Ξεχωρίζει από το σκουτί που υφαίνουν όλες οι άλλες γυναίκες και είναι το μόνο μάλλινο που δεν χρειάζεται να υποβληθεί στην κατεργασία της νεροτριβής ή ντριστέλας, όπως είναι γνωστή στην ύπαιθρο. Και τούτο γιατί το σαρακατσάνικο δίμητο βγαίνει κατά την ύφανση «γινωμένο». Από αυτό ράβει η Σαρακατσάνα την «καλή» φορεσιά του άνδρα της. Λεπτό, κρουστό και λαμπερό το σαρακατσάνικο δίμητο ύφασμα δίνει φορεσιές με αρχοντική εμφάνιση. Από ένα άλλο δίμητο, πιο λεπτό και πιο κρουστό, το «κάλτσινο» όπως το λένε, η Σαρακατσάνα θα ράψει την φημισμένη φούστα της, μακριά ως λίγο πιο ψηλά από τον αστράγαλο, με ψιλές δίπλες. Αυτές οι δίπλες θα «πατηθούν» μόνο μία φορά, αλλά αυτή αρκεί για να διατηρηθεί με «τσάκιση» για πάντα, χωρίς να ξανασιδερωθεί. Η παραγωγή του δίμητου δεν οφείλεται στην αφθονία μόνο των μαλλιών που έχει στην διάθεσή της η Σαρακατσάνα, αλλά στην επιδεξιότητά της και στην υπομονή της. Από έναν όγκο μαλλιών και μετά από σχολαστική διαλογή θα κρατήσει τον «αέρα», το 1/5 μόνον. Θα το γνέσει κατόπιν με υπομονή και τέχνη για να το μετατρέψει σε νήμα πολύ στριμμένο και ψιλό σαν κλωστή. Με τέτοιο νήμα θα υφάνει με μαστοριά. Μερικά είδη ρουχισμού είναι όμοια για άνδρες και για γυναίκες, σαν οι Σαρακατσάνοι να εκφράζουν μ’ αυτά την ισότητα των δύο φύλων. Η κοντόκαπα π.χ. είναι ίδια για άνδρα και για γυναίκα. Τα τσαρούχια επίσης είναι τα ίδια για άνδρα και για γυναίκα. Ακόμα και η επιβλητική φούστα της Σαρακατσάνας με τις πτυχές της αποτελεί αντιγραφή της φουστανέλας των ανδρών ή αντίστροφα. Μόνο που η γυναικεία φούστα είναι «μάξι» και η φουστανέλα «μίνι». Και στα κεντήματα επίσης η Σαρακατσάνα είναι άφθαστη. Από μαλλί ξεδιαλεγμένο γνέθει κλωστές πάρα πολύ στριμμένες, ψιλές, γερές σαν ατσάλι. Με τέτοιες κλωστές δημιουργεί κεντήματα. Αλλά τι κεντήματα; Με μία μόνο κλωστή π.χ. με μαύρη, με τις αλλαγές στην κατεύθυνση και με σχήματα διάφορα επιτυγχάνει φωτοσκιάσεις και αποχρώσεις απατηλές που συνθέτουν ένα σύνολο εκπληκτικό. Και με μία μονόχρωμη κλωστή κεντά – χωρίς να πλέκει – ολόκληρη κοντόκαπα. Μία τέτοια κοντόκαπα αποτελούσε άλλοτε καλλιτέχνημα και απαιτούσε χιλιάδες ώρες εργασίας, αλλά τις άξιζε. Θα τη φορούσε κάποιο τσελιγκόπουλο ονομαστό ή κάποιος άξιος «καπετάνιος της κλεφτουριάς”.
Πηγή: Το υπέροχο βιβλίο του Λάζαρου Αρσενίου, Τα Τσελιγκάτα, εκδόσεις έλλα.