Μεγάλη αβεβαιότητα προκαλεί η έκβαση των διαπραγματεύσεων για τη συμφωνία αποχώρησης της Μεγάλης Βρετανίας από την ΕΕ η οποία μπορεί να έχει τεράστιες επιπτώσεις τόσο για το City του Λονδίνου όσο και για την Ευρωζώνη.
Την προηγούμενη εβδομάδα η ΕΚΤ στην έκθεσή της για τους κινδύνους της Ευρωζώνης έθεσε στην κορυφή των γεωπολιτικών κινδύνων το Brexit και των οικονομικών κινδύνων τα κόκκινα δάνεια. Η αποτυχία επίτευξης συμφωνίας για το Brexit θα μπορούσε να θέσει σε κίνδυνο χρηματοπιστωτικά συμβόλαια τρισεκατομμυρίων, ιδιαίτερα αυτά που αφορούν τις ασφαλιστικές επιχειρήσεις, όπως τους Lloyds του Λονδίνου, που παρέχουν υπηρεσίες σε πελάτες στην ΕΕ27, καθώς και συμβόλαια παραγώγων (derivatives).
Αυτά τα κρίσιμα θέματα που θέτουν σε αμφιβολία την πρωτοκαθεδρία του City του Λονδίνου σαν παγκόσμιου χρηματοπιστωτικού κέντρου και τις ενδεχόμενες εναλλακτικές στρατηγικές συγκεντρώθηκαν να συζητήσουν στο Λονδίνο σε συνέδριο κορυφής (UK Financial Services BREXIT and Beyond Summit) περί τους 380 τραπεζίτες (Barclays, Santander, Societe Generale, Deutsche Bank, HSBC, Credit Suisse), ασφαλιστές (Aviva), μάνατζερς κεφαλαίων (Axa Investment Managers, BlackRock), Βρετανικές εποπτικές αρχές (FCA), το Βρετανικό Treasury, το City of London Corporation και τα μεγαλύτερα δικηγορικά γραφεία του Λονδίνου.
Κύριος ομιλητής ήταν ο William Vereker, Σύμβουλος Επενδύσεων της Τερέζα Μέι, ο οποίος υπογράμμισε την κρισιμότητα αλλά και την αμφίβολη έκβαση των διαπραγματεύσεων καθώς και και την αποφασιστικότητα της Βρετανικής Κυβέρνησης να πετύχει τα βέλτιστα αποτελέσματα για το City επενδύοντας κυρίως στις νέες τεχνολογίες.
Στο πάνελ που εστιάστηκε στην αρχιτεκτονική των μελλοντικών τραπεζικών σχέσεων μεταξύ ΕΕ και Μεγάλης Βρετανίας συμμετείχαν δυο μη Βρετανοί, ο Δρ Andreas Dombret, μέχρι πριν λίγους μήνες κεντρικός τραπεζίτης, μέλος του ΔΣ της περίφημης Bundesbank, υπεύθυνος για τις διαπραγματεύσεις στα διεθνή fora της Βασιλείας, και ο Γιώργος Ζαββός, Senior Advisor για θέματα Οικονομίας και Χρηματοπιστωτικών Υπηρεσιών στο Centre for European Policy Studies (CEPS) των Βρυξελλών και τ. Ευρωβουλευτής. Παράλληλα συμμετείχαν οι εκπρόσωποι της BlackRock και της Deutsche Bank.
O κ. Dombret είπε ότι σε κάθε περίπτωση το Brexit θα έχει αρνητικές συνέπειες για τη Μεγάλη Βρετανία αλλά και για την ΕΕ και ότι η Μεγάλη Βρετανία θα πρέπει να συνεχίσει να συμμετέχει εποικοδομητικά στα διεθνή χρηματοδοτικά fora που ετοιμάζουν τα πρότυπα επάρκειας κεφαλαίων για τις τράπεζες αν δεν θέλει να αποκοπεί από τα διεθνή τεκταινόμενα. Επισήμανε ότι τόσο οι εποπτικές αρχές της Μεγάλης Βρετανίας (Τράπεζα της Αγγλίας) όσο και η ΕΚΤ θα πρέπει να ακολουθήσουν μια ρεαλιστική προσέγγιση για να μειώσουν τους κινδύνους στις χρηματοπιστωτικές αγορές που μπορεί να προκύψουν από μια ενδεχόμενη έξοδο χωρίς συμφωνία.
Ο κ. Ζαββός τόνισε πρώτον, ότι το Brexit θα επιτείνει τον κατακερματισμό της ενιαίας τραπεζικής αγοράς που προκλήθηκε από την κρίση του 2008 και ο οποίος δοκιμάζει ακόμη και σήμερα τις ευρωπαϊκές οικονομίες αφού δεν έχει ολοκληρωθεί η Ευρωπαϊκή Τραπεζική Ένωση, εκτινάσσοντας το κόστος του τραπεζικού δανεισμού. Δεύτερον, η επανάκαμψη του εθνικισμού (έκφραση της οποίας είναι και το Brexit) ωθεί ακόμη και τους κυριότερους πυλώνες του αγγλοσαξονικού συστήματος σε ενδοστρεφείς προστατευτικές πολιτικές που αυξάνουν σημαντικά το κόστος λειτουργίας της βιομηχανίας και των τραπεζών. Τρίτον, ότι υπάρχει ένα παγκόσμιο πολυπολικό παγκόσμιο χρηματοπιστωτικό σύστημα (Λονδίνο, Νέα Υόρκη, Φρανκφούρτη, Τόκιο, Πεκίνο) αλλά με ανεπαρκείς διεθνείς οργανισμούς εφόσον οι μείζονες εταίροι αρνούνται να εκχωρήσουν τμήμα της χρηματοπιστωτικής κυριαρχίας τους σε διεθνή διακυβέρνηση και ως εκ τούτου αρνούνται να υπαχθούν σε δεσμευτικούς χρηματοπιστωτικούς κανόνες. Επίσης υποστήριξε ότι θα πρέπει να αποφευχθεί οποιαδήποτε απόπειρα υποβάθμισης των κανόνων εποπτείας και η μεταβολή του City σε “εξωχώριο” τραπεζικό σύστημα καθώς θα δημιουργούσε αθέμιτο ανταγωνισμό στα ευρωπαϊκά τραπεζικά κέντρα.