Για το κύρος της καταγγελίας μιας σύμβασης ή σχέσης παροχής εξαρτημένης εργασίας υπαλλήλου πρέπει ο εργοδότης, πέραν των άλλων υποχρεώσεων που δεν ενδιαφέρουν ενταύθα, να καταβάλει στον απολυόμενο μισθωτό, πλήρη, την οφειλόμενη αποζημίωση απόλυσης. Ως τέτοια θεωρείται όχι μόνον η νόμιμη αποζημίωση, όπως προσδιορίζεται στο άρθρο 3 παρ. 1 του ν. 2112/1920, με βάση τις τακτικές αποδοχές του τελευταίου μηνός υπό καθεστώς πλήρους απασχολήσεως και με τον ποσοτικό περιορισμό του άρθρου 5 παρ. 1 του ν. 3198/1955, αλλά και η τυχόν πρόσθετη χρηματική αποζημίωση, η οποία είχε ορισθεί κατόπιν συμφωνίας μεταξύ εργοδότου και εργαζομένου. Μια τέτοια συμφωνία απορρέει από την αρχή της ελευθερίας των συμβάσεων (ΑΚ 361), είναι σύμφωνη με την αρχή της εύνοιας υπέρ των εργαζομένων και προβλέπεται, ρητώς, στο άρθρο 3 παρ. 1 του ν. 2112/1920.
Αντίθετο συμπέρασμα δεν μπορεί να συναχθεί από τον ποσοτικό περιορισμό που εισάγεται με τη διάταξη του άρθρου 5 παρ. 1 του ν. 3198/1955, σύμφωνα με την οποία, προκειμένου περί υπαλλήλου, κατά τον υπολογισμό της αποζημιώσεως δεν λαμβάνονται υπ’ όψη οι τακτικές αποδοχές κατά το μέρος που υπερβαίνουν “το οκταπλάσιο του ημερομίσθιου του ανειδίκευτου εργάτη, πολλαπλασιαζόμενο με τον αριθμό 30”, διότι ο περιορισμός αυτός αφορά αποκλειστικά στη νόμιμη αποζημίωση και δεν καταλαμβάνει τη συμβατική, η εκ της οποίας δέσμευση του εργοδότη, εφ’ όσον είναι “μάλλον ευνοϊκή” για τον εργαζόμενο (άρθρο 8 παρ. 1 του ν. 2112/1920), παραμένει, κατ’ αρχήν, ισχυρή (ΑΠ 833/2015).H επιχειρησιακή συνήθεια, δηλ. η πρακτική που έχει διαμορφωθεί από μακροχρόνιο, ομοιόμορφο χειρισμό ορισμένων ζητημάτων που ανάγονται στις σχέσεις εργοδότη και μισθωτού μέσα στον χώρο της επιχείρησης, δεν αποτελεί από μόνη της πηγή γένεσης αξιώσεων, αλλά μπορεί ν’ αποτελέσει βάση σιωπηρής συμφωνίας. Αυτό συμβαίνει, όταν ο εργοδότης είτε ρητά με ανακοίνωσή του υπόσχεται στους εργαζομένους την χορήγηση μελλοντικών παροχών υπό ορισμένες προϋποθέσεις είτε χωρίς θετική υπόσχεση χορηγεί τέτοιες, οπότε η αποδοχή των παροχών αυτών από τους εργαζομένους παρέχει την βάση δεσμευτικής δέσμευσης και αφαιρεί από την πράξη τον χαρακτήρα της μονομερούς και, συνεπώς, ανακλητής παροχής. Προϋπόθεση και κύριο αντικείμενο της επιχειρησιακής συνήθειας είναι οι οικειοθελείς παροχές του εργοδότη, δηλ. οι πέραν του μισθού παροχές, στις οποίες αυτός προβαίνει προς τους εργαζομένους, χωρίς να έχει νομική δέσμευση και δη από την σύμβαση (ΑΠ 48/2015, ΑΠ 258/2012, ΑΠ 431/2011, ΑΠ 1277/2010).
Οι παροχές αυτές και αν ακόμη καταβάλλονται τακτικά και ομοιόμορφα και επί μεγάλο χρονικό διάστημα, διατηρούν τον χαρακτήρα τους ως οικειοθελών, αν αυτή είναι η βούληση των μερών, και ιδίως αν ο εργοδότης έχει επιφυλάξει σ’ αυτόν το δικαίωμα ανάκλησής τους (διακοπής) ή με νεότερη συμφωνία με τον εργαζόμενο παρασχεθεί αυτό το δικαίωμα (άρθ.361 ΑΚ).
Στην περίπτωση αυτή από την δημιουργηθείσα επιχειρησιακή συνήθεια δεν μπορεί να ανακύψει σιωπηρή συμφωνία και κατ’ επέκταση συμβατική δέσμευση του εργοδότη για συνέχιση της καταβολής των παροχών αυτών και κατά συνέπεια η από τον εργοδότη, κατ’ ενάσκηση του ως άνω διευθυντικού δικαιώματός του, διακοπή ή τροποποίηση μιας τέτοιας παροχής δεν θεμελιώνει τα εκ του άρθρο 7 του ν. 2112/1920 δικαιώματα του εργαζομένου, ούτε αξίωση για την συνέχιση της καταβολής μιας τέτοιας παροχής.
Επομένως και κατ’ αντίθεση, συμβατική δέσμευση για την υποχρέωση καταβολής μιας τέτοιας παροχής (οικειοθελούς αρχικά), από επιχειρησιακή συνήθεια, με βάση σιωπηρή συμφωνία, υπό τις προαναφερόμενες προϋποθέσεις, με αποτέλεσμα την αδυναμία του εργοδότη να διακόψει μονομερώς την καταβολή της, μπορεί να δημιουργηθεί, εάν ο εργοδότης δεν έχει επιφυλάξει στον εαυτό του το ως άνω δικαίωμα, αφού στην περίπτωση αυτή η παροχή παύει πλέον να είναι οικειοθελής (ΑΠ 48/2015, ΑΠ 258/2012, ΑΠ 1082/2010, ΑΠ 1217/2005).
Εξάλλου, η αρχή της ίσης μεταχειρίσεως (άρθρα 288 Α.Κ., 22 παρ. 1 εδ. β του Συντάγματος, 119 της ιδρυτικής Συνθ. ΕΟΚ), σε ενεργό σχέση εξαρτημένης εργασίας, επιβάλλει στον εργοδότη, όταν προβαίνει σε οικειοθελή μισθολογική ή άλλη εργασιακή παροχή, μονομερή ή συμβατική, προς ορισμένους εργαζομένους του, να μην εξαιρεί από αυτή άλλους εργαζομένους του, ανεξαρτήτως του χρόνου προσλήψεώς τους και του ύψους του μισθού τους, που ανήκουν στην ίδια κατηγορία και παρέχουν τις ίδιες υπηρεσίες κάτω από τις ίδιες συνθήκες, υπό την έννοια της οµοιότητος των συνθηκών απασχολήσεως και των προσόντων, εκτός αν εξαίρεση ή απόκλιση δικαιολογείται από επαρκή αντικειμενικό λόγο. (ΑΠ 227/2011).
Αριθμός 1402/2017
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Β2’ Πολιτικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ιωάννη Γιαννακόπουλο Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, ο οποίος ορίστηκε με την 64/2017 πράξη της Προέδρου του Αρείου Πάγου, κωλυομένης της Αντιπροέδρου του Αρείου Πάγου Ασπασίας Καρέλλου, Δήμητρα Κοκοτίνη, Γεώργιο Μιχολιά, Θεόδωρο Τζανάκη-Εισηγητή και Νικόλαο Πιπιλίγκα, Αρεοπαγίτες.
Συνεδρίασε δημόσια στο Κατάστημά του, στις 14 Μαρτίου 2017, με την παρουσία και της γραμματέως Αγγελικής Ανυφαντή, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ:
Του αναιρεσείοντος: Γ. Κ. του Β., κατοίκου …, ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Αλέξιο Παπασταύρου, που κατέθεσε προτάσεις.
Της αναιρεσίβλητης: ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία “…” και με διακριτικό τίτλο “… A.E”, που εδρεύει στα … και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Γεώργιο Θεοδόση που κατέθεσε προτάσεις.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 23/12/2010 αγωγή του ήδη αναιρεσείοντος, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών.
Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 2443/2013 του ίδιου Δικαστηρίου και 3467/2015 του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών.
Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί ο αναιρεσείων με την από 24-6-2016 αίτησή του.
Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω.
Ο πληρεξούσιος του αναιρεσείοντος ζήτησε την παραδοχή της αίτησης, ο πληρεξούσιος της αναιρεσίβλητης την απόρριψή της, καθένας δε την καταδίκη του αντιδίκου του στη δικαστική δαπάνη του.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ
Ο ενάγων ισχυρίσθηκε ότι στις 7-6-2003 προσλήφθηκε από την εναγόμενη Ανώνυμη Φαρμακευτική Εταιρεία, με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, προκειμένου να προσφέρει τις υπηρεσίες του ως Γενικός Διευθυντής, ενώ του αναγνωρίσθηκε προϋπηρεσία από 1-5-1989. Ότι στις 30-6-2010, η εναγόμενη παράνομα και αντισυμβατικά έπαψε να αποδέχεται τις πραγματικώς και προσηκόντως προσφερθείσες από αυτόν υπηρεσίες, με αποτέλεσμα, να περιέλθει σε υπερημερία και για το λόγο αυτό ο ενάγων δικαιούται για το χρονικό διάστημα από 30-6-2010 έως 31-12-2012 όλες τις αποδοχές και παροχές που ελάμβανε την 30-6-2010 (ήτοι μηνιαίο μισθό + bonus + χρήση οχημάτων + δαπάνες καυσίμων + δαπάνες κινητού τηλεφώνου + μετοχές και stock options + δαπάνες ασφαλιστικού και συνταξιοδοτικού προγράμματος) καθώς και να υποχρεωθεί η εναγομένη να τον απασχολεί.
Ότι επικουρικά και αν ήθελε η εναγομένη προβάλει την καταγγελία της εν λόγω σύμβασης εργασίας που έλαβε χώρα στις 30-6-2010, ο ενάγων επιφυλάσσεται να προβάλει λόγους ακυρότητας αυτής. Ότι επικουρικά για την περίπτωση που η καταγγελία αυτή ήθελε κριθεί έγκυρη – ισχυρίζεται ότι η αποζημίωση απολύσεως που του καταβλήθηκε, ύψους 136.000 ευρώ, είναι μικρότερη από αυτή που του οφείλεται, καθόσον υπολογίσθηκε με βάση τον περιορισμό του άρθρου 5 παρ. 1 του ν. 3198/1955, περιορισμός που δεν εφαρμόστηκε ποτέ στους άλλους απολυθέντες υπαλλήλους της εναγόμενης, με αποτέλεσμα ο τρόπος αυτός υπολογισμού, που εφαρμόστηκε μόνο σ’ αυτόν, να παραβιάζει επιχειρησιακή συνήθεια και εργασιακό έθιμο της εναγόμενης, που αμφότερα έχουν καταστεί όρος της ατομικής σύμβασης εργασίας του, σε κάθε δε περίπτωση παραβιάζει την αρχή της ίσης μεταχείρισης. Ότι επιπροσθέτως, η εναγόμενη, κατά παράβαση της επιχειρησιακής πρακτικής και του εργασιακού εθίμου, άλλως και επικουρικώς κατά παράβαση της αρχής της ίσης μεταχείρισης, δεν διαπραγματεύθηκε μαζί του για τις συνθήκες αποχώρησής του και δεν του προσέφερε ένα “πακέτο αποχώρησης”, δηλαδή μια πρόσθετη συμπληρωματική αποζημίωση, όπως έπραξε με τους ειδικότερα στην αγωγή αναφερόμενους υπαλλήλους της.
Ενόψει αυτών, μετά το νόμιμο περιορισμό των αιτημάτων της αγωγής από καταψηφιστικά σε έντοκα αναγνωριστικά, με προφορική δήλωση του πληρεξούσιου δικηγόρου του που καταχωρήθηκε στο πρακτικά και επαναλήφθηκε στις έγγραφες προτάσεις του, ο ενάγων ζήτησε: α) να αναγνωρισθεί ότι η εναγομένη οφείλει να του καταβάλει για το χρονικό διάστημα από 30-6-2010 έως 31-12-2012 για μισθούς υπερημερίας το συνολικό χρηματικό ποσό των 1,219.079,2 ευρώ, ποσό που αντιστοιχεί στις αποδοχές και τις παροχές που ελάμβανε μηνιαίως μέχρι και τις 30-6-2010, με το νόμιμο τόκο από τις ειδικότερα στην αγωγή αναφερόμενες διακρίσεις, καθόσον κατέστη υπερήμερη ως προς την αποδοχή της προσφερομένης υπηρεσία του, β) να αναγνωρισθεί ότι η εναγομένη υποχρεούται να τον απασχολεί στην ίδια ακριβώς θέση, με τους ίδιους όρους και αποδοχές όπως και πριν την 30-6-2010, καταδικαζόμενης σε χρηματική ποινή ύψους 5.900 ευρώ, για κάθε μέρα μη συμμορφώσεώς της, γ) επικουρικά και εφόσον κριθεί ότι επήλθε έγκυρη καταγγελία να αναγνωρισθεί ότι η εναγόμενη οφείλει να του καταβάλει ως αποζημίωσης απόλυσης το ποσό των 738.640,02 ευρώ (ήτοι διαφορά αποζημίωσης υπολογισθείσας χωρίς το όριο του άρθρου 5 του Ν. 3198/1955 + πρόσθετη αποζημίωση 14 μισθών ως “πακέτο αποχώρησης”), άλλως και επικουρικώς το ποσό των 611.739,46 ευρώ (ήτοι διαφορά αποζημίωσης υπολογισθείσας χωρίς το όριο του άρθρου 5 του ν. 3198/1955 + πρόσθετη αποζημίωση 6 μισθών ως ‘ ‘ πακέτο αποχώρησης”), άλλως και επικουρικότερα το ποσό των 516.564,04 ευρώ (ήτοι διαφορά αποζημίωσης υπολογισθείσας χωρίς το όριο του άρθρου 5 του Ν.3198/1955) εντόκως από 30-6-2010, δ) να αναγνωρισθεί ότι η εναγόμενη οφείλει να του καταβάλει το ποσό των 500.000 ευρώ, ως χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης Επί της εν λόγω αγωγής εκδόθηκε η με αριθμό 2443/2013 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, με την οποία αυτό απέρριψε την αγωγή, κατά τα αναφερόμενα ειδικότερα σ’ αυτή. Κατόπιν ασκήσεως εφέσεως κατά της πρωτοβάθμιας αποφάσεως εκ μέρους του ενάγοντος, εκδόθηκε η προσβαλλόμενη 3467/2015 απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών, με την οποία αυτό δεχόμενο εν μέρει την έφεση και συγκεκριμένα κατά το κεφάλαιό της που πλήττει το αγωγικό αίτημα περί καταβολής μισθών υπερημερίας και επαναπρόσληψής του, κράτησε την υπόθεση και δικάζοντας επί της από 23-12-2010 αγωγής του ως προς το ως άνω κεφάλαιο, απέρριψε κατ’ ουσίαν την αγωγή.
Ο από το άρθρο 559 αριθμός 1εδ.α’ Κ.Πολ.Δ., προβλεπόμενος λόγος αναίρεσης ιδρύεται αν παραβιάσθηκε κανόνας του ουσιαστικού δικαίου. Ο κανόνας ουσιαστικού δικαίου παραβιάζεται αν δεν εφαρμόστηκε, ενώ συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις εφαρμογής του ή αν εφαρμοστεί, ενώ δεν έπρεπε, καθώς και αν εφαρμοστεί εσφαλμένα, η δε παραβίαση εκδηλώνεται είτε με ψευδή ερμηνεία είτε με κακή εφαρμογή, δηλαδή με εσφαλμένη υπαγωγή (Ολ ΑΠ 7/2014, ΑΠ 2/2013). Εξάλλου, ο λόγος αναίρεσης από τον αριθμό 8 του άρθρου 559 ΚΠολΔ ιδρύεται όταν το δικαστήριο της ουσίας παρά το νόμο έλαβε υπόψη του πράγματα που δεν προτάθηκαν ή δεν έλαβε υπόψη του πράγματα που προτάθηκαν και έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Κατά την έννοια της διάταξης αυτής, ως “πράγματα” θεωρούνται οι πραγματικοί ισχυρισμοί που έχουν αυτοτελή ύπαρξη και τείνουν στη θεμελίωση, κατάλυση ή παρακώλυση ουσιαστικού ή δικονομικού δικαιώματος που ασκήθηκε είτε ως επιθετικό είτε ως αμυντικό μέσο και άρα στηρίζουν το αίτημα αγωγής, ανταγωγής, ένστασης ή αντένστασης ή λόγου έφεσης, όχι δε και οι αιτιολογημένες αρνήσεις τους, ούτε οι ισχυρισμοί που αποτελούν επιχειρήματα ή συμπεράσματα των διαδίκων ή του δικαστηρίου, τα οποία συνάγονται από την εκτίμηση των αποδείξεων, αλλά ούτε και οι απαράδεκτοι ή αβάσιμοι κατά νόμο ισχυρισμοί, οι οποίοι δεν ασκούν επίδραση στην έκβαση της δίκης και στους οποίους το δικαστήριο δεν υποχρεούται να απαντήσει (Ολ ΑΠ 8/2013, ΑΠ 14/2004, ΑΠ 2/1989). Εξάλλου, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 559 αρ. 19 ΚΠολΔ, ιδρύεται λόγος αναίρεσης αν η απόφαση του δικαστηρίου της ουσίας δεν έχει νόμιμη βάση, πράγμα που συμβαίνει όταν στις αιτιολογίες, που συνιστούν την ελάσσονα πρόταση του δικανικού συλλογισμού, δεν αναφέρονται διόλου ή αναφέρονται ανεπαρκώς ή αντιφατικώς τα πραγματικά περιστατικά, στα οποία το δικαστήριο της ουσίας στήριξε την κρίση του επί ζητήματος με ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης και, έτσι, δεν μπορεί να ελεγχθεί αν στη συγκεκριμένη περίπτωση συνέτρεχαν οι όροι του κανόνα ουσιαστικού δικαίου που εφαρμόστηκε ή δεν συνέτρεχαν οι όροι εκείνου που δεν εφαρμόστηκε. Αντιθέτως, η απόφαση δεν στερείται από νόμιμη βάση όταν οι ανωτέρω ελλείψεις αφορούν στα νομικά ή πραγματικά επιχειρήματα των διαδίκων ή του δικαστηρίου ή ανάγονται στην αναιρετικώς ανέλεγκτη εκτίμηση των αποδείξεων (ΚΠολΔ 561 παρ. 1) και ειδικότερα στην ανάλυση και αιτιολόγηση του αποδεικτικού πορίσματος, αρκεί τούτο να εκτίθεται στην απόφαση σαφώς (ΑΠ 833/2015).
Κατά το άρθρο 656 ΑΚ αν ο εργοδότης έγινε υπερήμερος ως προς την αποδοχή της εργασίας, ο εργαζόμενος έχει το δικαίωμα να απαιτήσει το μισθό χωρίς να είναι υποχρεωμένος να παράσχει την εργασία του σε άλλο χρόνο. Ο εργοδότης όμως έχει το δικαίωμα να εκπέσει από το μισθό καθετί που ο εργαζόμενος ωφελήθηκε από τη ματαίωση της εργασίας του ή από την παροχή της αλλού. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι‚ εφόσον υπάρχει έγκυρη σύμβαση εργασίας, η οποία δεν έχει λυθεί νόμιμα, και ο εργοδότης αρνείται να αποδεχθεί τις υπηρεσίες του μισθωτού που αυτός πραγματικώς και προσηκόντως του προσφέρει, περιέρχεται σε υπερημερία και έχει υποχρέωση να καταβάλει στο μισθωτό τις αποδοχές που εκείνος θα ελάμβανε σύμφωνα με την εργασιακή σύμβαση, εάν δεν μεσολαβούσε η άρνηση του εργοδότη, να αποδεχθεί τις υπηρεσίες του (ΑΠ 962/2013).
Σύμφωνα με τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 648, 565, 349 και 350 του ΑΚ, ο μισθωτός που έχει προσληφθεί με βάση έγκυρη σύμβαση εξαρτημένης εργασίας δικαιούται να πληρωθεί το μισθό του όταν ο εργοδότης του έγινε υπερήμερος ως προς την αποδοχή της εργασίας του, την οποία προσφέρεται να παράσχει κατά τον προσήκοντα τρόπο, σύμφωνα με τους όρους της ατομική ή συλλογικής συμβάσεως εργασίας, χωρίς να είναι υποχρεωμένος να παράσχει την εργασία σε άλλο χρόνο.
Τέτοια περίπτωση κατά την οποία δημιουργείται αξίωση για μισθούς υπερημερίας είναι και εκείνη κατά την οποία ο εργοδότης έχει προβεί σε άκυρη, για οποιοδήποτε λόγο, τυπικό ή ουσιαστικό, καταγγελία της έγκυρης συμβάσεως εργασίας, οπότε η καταγγελία αυτή της συμβάσεως περιέχει και δήλωση της βουλήσεως του εργοδότη για τη μη αποδοχή στο μέλλον των υπηρεσιών του απολυθέντος (ΑΠ 583/2009). Κατά το άρθρο 6§1 ν. 3198/1955, “πάσα αξίωσις μισθωτού πηγάζουσα εξ ακύρου καταγγελίας της σχέσεως εργασίας τυγχάνει απαράδεκτος, εφόσον η σχετική αγωγή δεν εκοινοποιήθη εντός τριμήνου ανατρεπτικής προθεσμίας από της λύσεως της σχέσεως εργασίας”. Η προθεσμία αυτή, η οποία είναι αποσβεστική, αποσκοπεί στην ανάγκη ταχείας άρσης κάθε αβεβαιότητας σχετικά με το κύρος της καταγγελίας εργασιακής σχέσης και στην εκκαθάριση εντός συντόμου χρονικού διαστήματος των αξιώσεων των εργαζομένων, που πηγάζουν από τυχόν άκυρη καταγγελία, ώστε να μη δημιουργούνται δυσβάστακτες συνέπειες για τον εργοδότη, καταλαμβάνει δε κάθε αξίωση που πηγάζει από ακυρότητα της καταγγελίας της σχέσης εργασίας, όπως είναι, πέραν της αξίωσης για μισθούς υπερημερίας, η αξίωση για πραγματική απασχόληση, καθώς επίσης και η αξίωση για χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης από την προσβολή της προσωπικότητας του εργαζομένου που επήλθε λόγω της ακύρου καταγγελίας (βλ. ΑΠ 705/2013, ΑΠ 210/2009, ΑΠ 84/1997 ΕλΔ 1997.1560).
Όταν δε παρέλθει άπρακτη η εν λόγω αποκλειστική προθεσμία, επέρχεται απόσβεση του δικαιώματος προσβολής της καταγγελίας για ακυρότητα και ως εκ τούτου η πάροδος της προκειμένης προθεσμίας ερευνάται και αυτεπάγγελτα από το δικαστήριο, δηλαδή και αν ακόμη δεν προτάθηκε κατ’ ένσταση από τον εναγόμενο εργοδότη (ΑΠ 21/2004). Η τρίμηνη αυτή αποσβεστική προθεσμία διακόπτεται, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 261 ΑΚ, που εφαρμόζεται και στην αποσβεστική προθεσμία (άρθρο 279 ΑΚ), με την άσκηση καταψηφιστικής ή αναγνωριστικής αγωγής για τις αξιώσεις του εργαζομένου που απορρέουν από τη σύμβαση εργασίας και εξακολουθούν λόγω της ακυρότητας της καταγγελίας να υφίστανται. Η αποσβεστική, όμως, προθεσμία, που διακόπηκε με τον τρόπο αυτό, λογίζεται, κατά το άρθρο 263 ΑΚ, ως να μη διακόπηκε, αν ο ενάγων παραιτηθεί από την αγωγή ή απορριφθεί αυτή τελεσίδικα για λόγους μη ουσιαστικούς, εκτός αν ο δικαιούχος επανεγείρει την αγωγή εντός του (βραχύτερου του εξαμήνου) χρόνου των τριών μηνών, οπότε η αποσβεστική προθεσμία λογίζεται ότι έχει διακοπεί με την προηγούμενη αγωγή (ΑΠ 210/2009). Περαιτέρω, η αγωγή με την οποία ασκείται αξίωση από άκυρη καταγγελία της σύμβασης δεν ταυτίζεται με την αγωγή με την οποία ζητείται η κήρυξη της καταγγελίας ως άκυρης.
Η ακυρότητα της καταγγελίας επέρχεται αυτοδικαίως και υπάρχει πριν απαγγελθεί με δικαστική απόφαση, η οποία, όταν εκδοθεί, αναγνωρίζει απλώς την υφισταμένη κατάσταση. Για τον λόγο αυτό, η αγωγή με την οποία διώκεται μόνο αναγνώριση της ακυρότητας της καταγγελίας, χωρίς να ασκείται αξίωση, δεν υπόκειται καθ’ εαυτήν, ως αναγνωριστική, στην πιο πάνω αποκλειστική προθεσμία, όταν όμως, κατά το χρόνο ασκήσεώς της, έχει παρέλθει η άνω προθεσμία για τις αξιώσεις που πρόκειται να προπαρασκευάσει, απορρίπτεται για έλλειψη εννόμου συμφέροντος (ΑΠ 184/2015, ΑΠ 80/2009, ΑΠ 1435/2002).
Στη προκειμένη περίπτωση, το Εφετείο Αθηνών δέχθηκε ανελέγκτως τα ακόλουθα σε σχέση με την υπερημερία της εναγόμενης “Ο ενάγων προσλήφθηκε στις 7-6-2003 από την εναγόμενη πολυεθνική Ανώνυμη Φαρμακευτική Εταιρεία, με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, προκειμένου να προσφέρει τις υπηρεσίες του ως Γενικός Διευθυντής ενώ του αναγνωρίσθηκε προϋπηρεσία από 1-5-1989, ημεροχρονολογία κατά την οποία ο ενάγων – εκκαλών είχε αρχικά προσληφθεί από τον Όμιλο Εταιρειών της εναγόμενης – εκκαλούσας ως ιατρικός επισκέπτης, ενώ είχε εργαστεί και σε εταιρείες του Ομίλου στο εξωτερικό. Πράγματι ο ενάγων – εκκαλών παρείχε τις υπηρεσίες του έκτοτε στην έδρα της εταιρείας στην Αθήνα, μέχρι την 30-6-2010, οπότε η εναγόμενη εφεσίβλητη κατήγγειλε την ως άνω σύμβαση εργασίας εγγράφως, με την κοινοποίηση προς αυτόν της προσκομιζόμενης από 30-6-2010 έγγραφης Καταγγελίας. Κατά τον παραπάνω χρόνο επίσης του κατέβαλε την αποζημίωση απολύσεως, η οποία ανήλθε στο ποσόν των 136.000 ευρώ, την οποία ο ενάγων-εκκαλών και εισέπραξε. Έκτοτε λύθηκε η σύμβαση εργασίας με την καταγγελία αυτή και έπαψε ο ενάγων να παρέχει τις υπηρεσίες του στην εναγόμενη, όχι από λόγους που αφορούν τον εργοδότη, αλλά λόγω του ότι διεκόπη πλέον η συναλλακτική σχέση μεταξύ των μερών. Δεν αποδείχθηκε συνεπώς ότι η εναγόμενη περιήλθε σε υπερημερία εργοδότη.. και συνεπώς οι σχετικές αγωγικές αξιώσεις που συνδέονται με την εν λόγω βάση της αγωγής (υποχρέωση εναγόμενης να απασχολεί τον ενάγοντα, μισθοί υπερημερίας κλπ) πρέπει να απορριφθούν ως ουσία αβάσιμες … όσον αφορά τον πρώτο προβαλλόμενο επικουρικά στην αγωγή ισχυρισμό του ενάγοντα, σύμφωνα με τον οποίο, εφόσον η εναγόμενη προβάλει τον ισχυρισμό περί καταγγελίας, επιφυλάσσεται ο ενάγων να προσβάλει αυτήν ως άκυρη, για τους λόγους που θα εκθέσει και αφορούν μεταξύ άλλων στην άρνησή του να συμμορφωθεί προς υποδείξεις ορισμένων σοβαρότατων ζητημάτων (αποθεμάτων, αντιμετώπισης νέων χαμηλών τιμών στην ελληνική αγορά, παράλληλων εξαγωγών κλπ) αλυσιτελώς προβάλλεται στο δικόγραφο, αφού δεν συνδέεται με συγκεκριμένο αίτημα (όπως αναγνώριση ακυρότητας, καταβολή μισθών υπερημερίας κλπ).
Συνεπώς ο πρώτος λόγος έφεσης πρέπει να απορριφθεί ως ουσία αβάσιμος”.
Με τον πρώτο λόγο αναιρέσεως ο ενάγων προσάπτει στην προσβαλλόμενη απόφαση τις πλημμέλειες του άρθρου 559 αρ.1, 8 και 19 ΚΠολΔ, ισχυριζόμενος ειδικότερα ότι το Εφετείο: α) παραβίασε κανόνα του ουσιαστικού δικαίου, συγκεκριμένα τις διατάξεις των άρθρων 656, 346 και 180 ΑΚ, παραβλέποντας ότι η καταγγελία της εργασιακής σύμβασης, ως άκυρη θεωρείται ότι δεν έγινε και ότι η αναιρεσίβλητη κατέστη υπερήμερη περί την αποδοχή της πραγματικώς προσφερθείσας εργασίας και περί την πληρωμή των συμφωνημένων αποδοχών αυτού, β) το δικαστήριο παρά το νόμο δεν έλαβε υπόψη πράγματα που προτάθηκαν και έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης, γ) η απόφαση στερείται νόμιμης βάσης, καθώς έχει ανεπαρκή και αντιφατική αιτιολογία σε ζήτημα που ασκεί ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης και συγκεκριμένα διέλαβε ανεπαρκή και αντιφατική αιτιολογία σχετικά με την επικαλούμενη εκ μέρους του ακυρότητα της καταγγελίας της σύμβασης εργασίας και την περιέλευση της εναγόμενης σε υπερημερία. Όπως προκύπτει από τις παραδοχές του Εφετείου, αυτό α) ερευνώντας την κύρια βάση της αγωγής, με την οποία ο ενάγων ζητούσε αποδοχές υπερημερίας και επαναπασχόληση δυνάμει της από 7.6.2003 σύμβασης εργασίας του (χωρίς στην κύρια αυτή βάση της αγωγή του να γίνεται αναφορά σε άκυρη καταγγελία, έστω και καθ’ υποφορά), έκρινε ότι δεν οφείλονται τα διεκδικούμενα κονδύλια και δεν υπάρχει υποχρέωση επαναπρόσληψης, διότι εν τω μεταξύ στις 30.6.2010 είχε καταγγελθεί η σύμβαση εργασίας του αναιρεσιβλήτου και “έπαυσε ο ενάγων να παρέχει τις υπηρεσίες του στην εναγομένη, όχι από λόγους που αφορούν τον εργοδότη, αλλά λόγω του ότι διεκόπη πλέον η συναλλακτική σχέση μεταξύ των μερών… ότι η εναγομένη δεν περιήλθε σε υπερημερία εργοδότη … και συνεπώς οι σχετικές αγωγικές αξιώσεις που συνδέονται με την εν λόγω βάση της αγωγή του (υποχρέωση εναγομένης να απασχολεί τον ενάγοντα, μισθοί υπερημερίας κλπ) είναι ουσία αβάσιμες. β) Στην επικουρική βάση της αγωγής του ο αντίδικος το πρώτον κάνει αορίστως αναφορά σε ακυρότητα της καταγγελίας του, αναφέροντας τα εξής: “ασκώντας την παρούσα εκ συμβάσεως και διευκρινίζοντας ότι, αν οι αντίδικοι στο ακροατήριο προβάλλουν κατ’ ένσταση ότι δήθεν κατήγγειλαν τη μεταξύ μας σύμβαση, επιφυλάσσομαι ρητώς του δικαιώματος να προβάλω κι εγώ στο ακροατήριο κατ’ αντένσταση ότι η καταγγελία αυτή είναι εξόχως άκυρη και θα εκθέσω εκεί τους λόγους ακυρότητας (όπως απαιτεί η νομολογία), οι οποίοι, μεταξύ άλλων, αφορούν και στην άρνηση μου να συμμορφωθώ προς υποδείξεις ορισμένων επί σοβαρότατων ζητημάτων … αντιμετώπισης των νέων χαμηλών τιμών στην ελληνική αγορά … που θα εξιστορήσω με κάθε λεπτομέρεια στο ακροατήριο”. Όπως όμως προκύπτει από το περιεχόμενο της αγωγής, ο ενάγων δεν συνδέει τους ισχυρισμούς που προβάλλει στην επικουρική βάση αγωγή με κάποιο αίτημα (όπως αποδοχές υπερημερίας ή επαναπασχόληση) και επομένως ορθώς το Εφετείο απέρριψε ως αλυσιτελή τον σχετικό λόγο έφεσης, αφού, κατά τα εκτεθέντα παραπάνω, αγωγή με την οποία διώκεται μόνον η αναγνώριση της ακυρότητας της καταγγελίας, χωρίς να ασκείται αξίωση, απορρίπτεται για έλλειψη εννόμου συμφέροντος. Στη προκειμένη περίπτωση, ούτε αναγνώριση ακυρότητας ζήτησε ο ενάγων, ούτε κάποιο αίτημα που συνδέεται με αυτή, επομένως το Εφετείο ορθώς κατέληξε στην ανωτέρω κρίση του. Περαιτέρω, ο αναιρεσείων προέβαλε τον ισχυρισμό περί ακυρότητας της καταγγελίας και τους λόγους αυτής το πρώτον με αντένσταση στο ακροατήριο κατά τη συζήτηση της κρινόμενης αγωγής, η οποία (συζήτηση) έλαβε χώρα στις 11.4.2013, ήτοι μετά την παρέλευση τριών περίπου ετών. Ως εκ τούτου, τα όσα προβάλλει στον πρώτο λόγο αναίρεσης είναι αλυσιτελή, διότι οι αξιώσεις από άκυρη απόλυση έχουν υποπέσει στην αποσβεστική προθεσμία του άρθρου 6 παρ. 1 Ν. 3198/1955. Ειδικότερα, όπως προκύπτει από το αγωγικό δικόγραφο, ο ενάγων στην επικουρική βάση της αγωγής του όχι μόνον δεν ζητά την αναγνώριση της ακυρότητας και τις συναφείς με αυτήν αξιώσεις, άλλα ούτε καν προβάλλει αντένσταση κατά της τυχόν ένστασης του εργοδότη περί καταγγελίας της σύμβασης. Απλώς επιφυλάσσεται του δικαιώματος του ότι τους όποιους ισχυρισμούς του περί της ακυρότητας της καταγγελίας θα τους εκθέσει στο δικαστήριο, εφόσον προς αντίκρουση της αγωγής, προβληθεί ο ισχυρισμός περί καταγγελίας της συμβάσεως εργασίας. Επομένως, αφού το Εφετείο, α) δεν παραβίασε τις διατάξεις των άρθρων 656, 346 και 180 ΑΚ κρίνοντας ότι η καταγγελία υπήρξε έγκυρη, β) παρά το νόμο δεν έλαβε υπόψη πράγματα που προτάθηκαν και έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης, και γ) δεν διέλαβε ανεπαρκείς και αντιφατικές αιτιολογίες ως προς την εγκυρότητα της καταγγελίας και τη μη υπερημερία της εναγόμενης, o πρώτος λόγος αναιρέσεως από το άρθρο 559 αρ.1, 8 και 19 είναι αβάσιμος.
Σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 1 και 3 παρ.1 του ν. 2112/1920 “περί υποχρεωτικής καταγγελίας της συμβάσεως εργασίας ιδιωτικών υπαλλήλων”, απόλυση ιδιωτικού υπαλλήλου, εφ’ όσον η σύμβαση παροχής εξαρτημένης εργασίας ήταν αορίστου χρόνου και λειτούργησε για περισσότερο από δύο μήνες, δεν μπορεί να συντελεσθεί εγκύρως, χωρίς προηγούμενη έγγραφη καταγγελία, η οποία πρέπει να γίνει με τήρηση προθεσμίας ανάλογης προς τα χρόνια υπηρεσίας. Εάν δεν τηρηθεί η εν λόγω προθεσμία, ο εργοδότης οφείλει να καταβάλει στον απολυόμενο υπάλληλο αποζημίωση ίση με το σύνολο των τακτικών αποδοχών, τις οποίες θα έπρεπε να του έχει καταβάλει κατά το χρονικό διάστημα προ του οποίου όφειλε να τον προειδοποιήσει για την καταγγελία, εκτός αν από σύμβαση ή από έθιμο οφείλεται μεγαλύτερη αποζημίωση.
Περαιτέρω, σύμφωνα με το άρθρο 5 παρ. 3 του ν. 3198/1955 “περί τροποποιήσεως και συμπληρώσεως των περί καταγγελίας της σχέσεως εργασίας διατάξεων”, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 2 παρ. 4 του ν. 2556/1997, η καταγγελία της εργασιακής σχέσεως θεωρείται έγκυρη, εφ’ όσον γίνει εγγράφως, έχει καταβληθεί η οφειλομένη αποζημίωση και έχει καταχωρηθεί η απασχόληση στα τηρούμενα για το ΙΚΑ μισθολόγια ή έχει ασφαλισθεί ο απολυόμενος.
Από τις ανωτέρω διατάξεις συνάγεται ότι για το κύρος της καταγγελίας μιας σύμβασης ή σχέσης παροχής εξαρτημένης εργασίας υπαλλήλου πρέπει ο εργοδότης, πέραν των άλλων υποχρεώσεων που δεν ενδιαφέρουν ενταύθα, να καταβάλει στον απολυόμενο μισθωτό, πλήρη, την οφειλόμενη αποζημίωση απόλυσης. Ως τέτοια θεωρείται όχι μόνον η νόμιμη αποζημίωση, όπως προσδιορίζεται στο άρθρο 3 παρ. 1 του ν. 2112/1920, με βάση τις τακτικές αποδοχές του τελευταίου μηνός υπό καθεστώς πλήρους απασχολήσεως και με τον ποσοτικό περιορισμό του άρθρου 5 παρ.1 του ν. 3198/1955, αλλά και η τυχόν πρόσθετη χρηματική αποζημίωση, η οποία είχε ορισθεί κατόπιν συμφωνίας μεταξύ εργοδότου και εργαζομένου. Μια τέτοια συμφωνία απορρέει από την αρχή της ελευθερίας των συμβάσεων (ΑΚ 361), είναι σύμφωνη με την αρχή της εύνοιας υπέρ των εργαζομένων και προβλέπεται, ρητώς, στο άρθρο 3 παρ. 1 του ν. 2112/1920 (Ολ ΑΠ 1144/1983, ΑΠ 1691/2012, ΑΠ 527/2004).
Αντίθετο συμπέρασμα δεν μπορεί να συναχθεί από τον ποσοτικό περιορισμό που εισάγεται με τη διάταξη του άρθρου 5 παρ. 1 του ν. 3198/1955, σύμφωνα με την οποία, προκειμένου περί υπαλλήλου, κατά τον υπολογισμό της αποζημιώσεως δεν λαμβάνονται υπ’ όψη οι τακτικές αποδοχές κατά το μέρος που υπερβαίνουν “το οκταπλάσιο του ημερομίσθιου του ανειδίκευτου εργάτη, πολλαπλασιαζόμενο με τον αριθμό 30”, διότι ο περιορισμός αυτός αφορά αποκλειστικά στη νόμιμη αποζημίωση και δεν καταλαμβάνει τη συμβατική, η εκ της οποίας δέσμευση του εργοδότη, εφ’ όσον είναι “μάλλον ευνοϊκή” για τον εργαζόμενο (άρθρο 8 παρ. 1 του ν. 2112/1920), παραμένει, κατ’ αρχήν, ισχυρή (ΑΠ 833/2015).
Στη προκειμένη περίπτωση, το Εφετείο με την προσβαλλόμενη απόφαση δέχθηκε ότι η εναγόμενη υπολόγισε κατά την καταγγελία της επίδικης σύμβασης εργασίας και κατέβαλε ως αποζημίωση απόλυσης το ποσό των 136.000 ευρώ, λαμβάνοντας υπόψη της τον περιορισμό του άρθρου 5 παρ. 1 εδ. Β ν. 3198/1955. Ότι περαιτέρω δέχθηκε ρητά ότι το προβλεπόμενο από το άρθρο 5 παρ. 1 του ν. 3198/1955 ανώτατο όριο των τακτικών αποδοχών που λαμβάνεται υπόψη κατά τον υπολογισμό της αποζημίωσης σε περίπτωση καταγγελίας σύμβασης εργασίας, εφαρμόζεται και επί συμβατικών αποζημιώσεων απόλυσης, όπως η αιτούμενη από τον ενάγοντα. Σύμφωνα όμως με εκτεθέντα στη μείζονα σκέψη, ο περιορισμός αυτός αφορά αποκλειστικά στη νόμιμη αποζημίωση και δεν καταλαμβάνει τη συμβατική, η εκ της οποίας δέσμευση του εργοδότη, εφόσον είναι μάλλον ευνοϊκή για τον εργαζόμενο παραμένει, κατ’ αρχήν, ισχυρή. Επομένως, ο δεύτερος λόγος αναίρεσης (κατά το πρώτο σκέλος) από το άρθρο 559 αρ.1 εδ α ΚΠολΔ, με τον οποίο ο αναιρεσείων ισχυρίζεται ότι η προσβαλλομένη απόφαση δεχόμενη το ανώτατο πλαφόν αποδοχών που προβλέπονται στο άρθρο 5 παρ. 1 β’ του ν. 3198/1955 παραβίασε τις διατάξεις των άρθρων 1, 3 παρ. 1 και 2 του ν. 2112/1920 και 5 παρ. 1 και 3 του ν.3198/1955είναι βάσιμος.
H επιχειρησιακή συνήθεια, δηλ. η πρακτική που έχει διαμορφωθεί από μακροχρόνιο, ομοιόμορφο χειρισμό ορισμένων ζητημάτων που ανάγονται στις σχέσεις εργοδότη και μισθωτού μέσα στον χώρο της επιχείρησης, δεν αποτελεί από μόνη της πηγή γένεσης αξιώσεων, αλλά μπορεί ν’ αποτελέσει βάση σιωπηρής συμφωνίας. Αυτό συμβαίνει, όταν ο εργοδότης είτε ρητά με ανακοίνωσή του υπόσχεται στους εργαζομένους την χορήγηση μελλοντικών παροχών υπό ορισμένες προϋποθέσεις είτε χωρίς θετική υπόσχεση χορηγεί τέτοιες, οπότε η αποδοχή των παροχών αυτών από τους εργαζομένους παρέχει την βάση δεσμευτικής δέσμευσης και αφαιρεί από την πράξη τον χαρακτήρα της μονομερούς και, συνεπώς, ανακλητής παροχής. Προϋπόθεση και κύριο αντικείμενο της επιχειρησιακής συνήθειας είναι οι οικειοθελείς παροχές του εργοδότη, δηλ. οι πέραν του μισθού παροχές, στις οποίες αυτός προβαίνει προς τους εργαζομένους, χωρίς να έχει νομική δέσμευση και δη από την σύμβαση (ΑΠ 48/2015, ΑΠ 258/2012, ΑΠ 431/2011, ΑΠ 1277/2010). Οι παροχές αυτές και αν ακόμη καταβάλλονται τακτικά και ομοιόμορφα και επί μεγάλο χρονικό διάστημα, διατηρούν τον χαρακτήρα τους ως οικειοθελών, αν αυτή είναι η βούληση των μερών, και ιδίως αν ο εργοδότης έχει επιφυλάξει σ’ αυτόν το δικαίωμα ανάκλησής τους (διακοπής) ή με νεότερη συμφωνία με τον εργαζόμενο παρασχεθεί αυτό το δικαίωμα (άρθ.361 ΑΚ). Στην περίπτωση αυτή από την δημιουργηθείσα επιχειρησιακή συνήθεια δεν μπορεί να ανακύψει σιωπηρή συμφωνία και κατ’ επέκταση συμβατική δέσμευση του εργοδότη για συνέχιση της καταβολής των παροχών αυτών και κατά συνέπεια η από τον εργοδότη, κατ’ ενάσκηση του ως άνω διευθυντικού δικαιώματός του, διακοπή ή τροποποίηση μιας τέτοιας παροχής δεν θεμελιώνει τα εκ του άρθρο 7 του ν.2112/1920 δικαιώματα του εργαζομένου, ούτε αξίωση για την συνέχιση της καταβολής μιας τέτοιας παροχής. Επομένως και κατ’ αντίθεση, συμβατική δέσμευση για την υποχρέωση καταβολής μιας τέτοιας παροχής (οικειοθελούς αρχικά), από επιχειρησιακή συνήθεια, με βάση σιωπηρή συμφωνία, υπό τις προαναφερόμενες προϋποθέσεις, με αποτέλεσμα την αδυναμία του εργοδότη να διακόψει μονομερώς την καταβολή της, μπορεί να δημιουργηθεί, εάν ο εργοδότης δεν έχει επιφυλάξει στον εαυτό του το ως άνω δικαίωμα, αφού στην περίπτωση αυτή η παροχή παύει πλέον να είναι οικειοθελής (ΑΠ 48/2015, ΑΠ 258/2012, ΑΠ 1082/2010, ΑΠ 1217/2005). Εξάλλου, η αρχή της ίσης μεταχειρίσεως (άρθρα 288 Α.Κ., 22 παρ. 1 εδ. β του Συντάγματος, 119 της ιδρυτικής Συνθ. ΕΟΚ), σε ενεργό σχέση εξαρτημένης εργασίας, επιβάλλει στον εργοδότη, όταν προβαίνει σε οικειοθελή μισθολογική ή άλλη εργασιακή παροχή, μονομερή ή συμβατική, προς ορισμένους εργαζομένους του, να μην εξαιρεί από αυτή άλλους εργαζομένους του, ανεξαρτήτως του χρόνου προσλήψεώς τους και του ύψους του μισθού τους, που ανήκουν στην ίδια κατηγορία και παρέχουν τις ίδιες υπηρεσίες κάτω από τις ίδιες συνθήκες, υπό την έννοια της οµοιότητος των συνθηκών απασχολήσεως και των προσόντων, εκτός αν εξαίρεση ή απόκλιση δικαιολογείται από επαρκή αντικειμενικό λόγο. (ΑΠ 227/2011).
Στη προκειμένη περίπτωση, το Εφετείο με την προσβαλλόμενη απόφασή του δέχθηκε τα ακόλουθα κρίσιμα περιστατικά ως προς την αρχή της ίσης μεταχείρισης και την επιχειρησιακή συνήθεια, που αφορά “το πακέτο αποχώρησης”: “Η εναγομένη εφεσίβλητη, κατά την αποχώρηση στελεχών της επιχείρησής της και προς αναγνώριση των υπηρεσιών που προσέφεραν ως υπάλληλοί της, κατά επιχειρησιακή συνήθεια προέβαινε στην καταβολή προς αυτούς χρηματικού ποσού επιπλέον της αποζημίωσης απολύσεως και δη “πακέτο αποχώρησης”. Όπως αποδείχθηκε στον ενάγοντα προέβη στην καταγγελία της σύμβασης χωρίς την καταβολή επιπλέον ποσού “πακέτου αποχώρησης” αν και κατά το χρόνο πριν την απόλυση του, αλλά και μετά, ερχόταν σε επαφή και διαπραγματευόταν με τους υπαλλήλους που επρόκειτο να αποχωρήσουν αναφορικά με τις οικονομικές συνθήκες αποχώρησής τους προσφέροντάς τους ένα χρηματικό ποσόν, το οποίο χαρακτήριζε “πακέτο αποχώρησης”, πρακτική που λόγω της μακροχρόνιας εφαρμογής της, είχε καταστεί όρος των ατομικών συμβάσεων εργασίας. Η Ι. Π., Διευθύντρια Ανθρωπίνου Δυναμικού, προσλήφθηκε στις 1-10-2001 με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου και υπέβαλε την παραίτησή της (κατόπιν διαπραγμάτευσης) στις 1-6-2004, οπότε και της καταβλήθηκε πέραν της αποζημίωσης απολύσεως και το ποσό των 84,000 ευρώ ως “πακέτο απόλυσης” σε αναγνώριση των παρασχεθεισών υπηρεσιών και της προϋπηρεσίας της. Ο Γ. Δ., Γενικός Διευθυντής στην εναγόμενη, προκάτοχος του ενάγοντος, προσλήφθηκε στις 31-7-1967 με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, η οποία διήρκεσε μέχρι την 6-6-2003, οπότε και καταγγέλθηκε λόγω συνταξιοδότησης, λαμβάνοντας πέραν της αποζημίωσης απολύσεως και το επιπλέον ποσό των 212.647 ευρώ, ως πρόσθετη οικειοθελή παροχή. Επιπροσθέτως και για άλλους λόγους, οι υπάλληλοι που αναφέρονται στο αγωγικό δικόγραφο, ήτοι οι Γ. Π., ιατρικός επισκέπτης, Σ. Μ., ιατρικός επισκέπτης, Φ. Γ., ιατρικός επισκέπτης, Α. Σ. – Τ., Προϊστάμενος Πωλήσεων, Κ. Β., Προϊστάμενος Πωλήσεων, Γ. Μ., ταμίας – λογιστής και Α. Θ., γραμματέας, απολύθηκαν από την εναγόμενη λαμβάνοντας ένα επιπλέον ποσό, ως πρόσθετη αποζημίωση, ίσο με 6 μηνιαίους μισθούς συν επίδομα ανεργίας του ΟΑΕΔ προσαυξημένο κατά 45%. Οι ως άνω καταβολές είχαν πράγματι διαμορφώσει επιχειρησιακή συνήθεια, υπό διαφορετικές όμως προϋποθέσεις, αφού όπως αποδείχθηκε οι ως άνω υπάλληλοι απoχώρησαν από την εταιρεία στο πλαίσια προγράμματος οικειοθελούς αποχώρησης, για λόγους ήτοι οικονομοτεχνικούς, που σχετίζονταν με την οικονομική πολιτική της εναγομένης – εκκαλούσας και τον ορθολογικότερο σχεδίασμά αυτής και συνεπώς αποτελούσαν στην πραγματικότητα, κίνητρο για αποχώρηση και όχι επιβράβευση για την προσφορά υπηρεσιών. Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω, αποδείχθηκε ότι η εναγόμενη σε πολλές περιπτώσεις υπαλλήλων της, κατέβαλλε πράγματι ως οικειοθελή παροχή ένα πρόσθετο χρηματικό ποσό ως “πακέτα αποχώρησης”, αυτό γινόταν όμως είτε σε ένδειξη αναγνώρισης της προσφοράς τους και της πολυετούς προϋπηρεσίας τους, όπως έπραξε με τον Γενικό Διευθυντή Γ. Δ., είτε επειδή η σύμβαση λύθηκε νωρίτερα από ότι ανέμενε και είχε συμφωνηθεί με τον συγκεκριμένο υπάλληλο, χωρίς υπαιτιότητα του τελευταίου, όπως έπραξε στην περίπτωση της Ι. Π., είτε διότι κατά καιρούς ενέτασσε, κυρίως τους μη υψηλόβαθμους υπαλλήλους της, σε προγράμματα εθελούσιας εξόδου. Δεν αποδείχθηκε συνεπώς ότι σε όλες τις περιπτώσεις καταγγελίας της σύμβασης εργασίας με πρωτοβουλία της εναγόμενης- εφεσίβλητης υπήρχε ομοιόμορφος χειρισμός, αναφορικά με την εν λόγω παροχή, αφού οι λόγοι που κάθε φορά το έπραττε ήταν διαφορετικοί – ανάλογα με το πρόσωπο του κάθε υπαλλήλου και την αιτία αποχώρησής του – και δεν είχαν ως μόνη αιτία και ως αποκλειστικά κριτήριο και προϋπόθεση την απόλυση ταυ υπαλλήλου. Δεν μπορεί συνεπώς να υποστηριχθεί βασίμως ότι η εναγόμενη ακολουθούσε μια συμπεριφορά γενική και απρόσωπη, καταβάλλοντας ένα πρόσθετο ποσό αποζημίωσης με την απόλυση κάθε υπαλλήλου, αφού για … την ύπαρξη μακροχρόνιου ομοιόμορφου χειρισμού, θα πρέπει αυτός να αφορά σε όμοιες περιπτώσεις. Η περίπτωση του ενάγοντος διαφέρει από τις ανωτέρω αναφερόμενες, υπό την έννοια ότι και τα δύο διάδικα μέρη – και ανεξαρτήτως “υπαιτιότητας” του ενάγοντα εκκαλούντα που δεν ερευνάται ούτε και αποδείχθηκε μετά βεβαιότητος από κάποιο ισχυρό αποδεικτικό στοιχείο – δέχονται ότι η απόλυση του ενάγοντος δεν ήταν αποτέλεσμα διαπραγμάτευσης και δεν έγινε με την συναίνεσή του και υπό ομαλές συνθήκες. Ομοίως δεν μπορεί να γίνει λόγος για παραβίαση της αρχής της ισότητας”. Με τις παραδοχές αυτές, η προσβαλλόμενη απόφαση περιέλαβε επαρκείς αιτιολογίες ως προς το ζήτημα του ότι δεν υπήρξε στην προκειμένη ούτε παραβίαση της αρχής της ίσης μεταχείρισης ούτε επιχειρησιακή συνήθεια περί καταβολής υψηλότερης αποζημίωσης με την μορφή πακέτου αποχώρησης. Επομένως, ο δεύτερος λόγος αναίρεσης (κατά το δεύτερο σκέλος αυτού) από το άρθρο 559 αρ, 1 και 19 ΚΠολΔ, με το οποίο ο ενάγων ισχυρίζεται ότι παραβιάστηκαν οι διατάξεις των άρθρων 288 ΑΚ, 4 και 22 παρ.1 εδ. β Συντ., 119 της Ιδρυτικής Συνθήκης ΕΟΚ και υφίσταται έλλειψη επαρκούς αιτιολογίες είναι αβάσιμος. Ενόψει των όσων εκτέθηκαν, πρέπει να αναιρεθεί κατά το μέρος που αναφέρεται στο σκεπτικό η 3467/2015 απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών, κατά τα οριζόμενα στο διατακτικό. Τέλος, τα δικαστικά έξοδα πρέπει να επιβληθούν κατά ένα μέρος σε βάρος της αναιρεσίβλητης (άρθρα 187 και 183 ΚΠολΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Αναιρεί, κατά το μέρος που στο σκεπτικό αναφέρεται, την 3467/2015 απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών.
Παραπέμπει, κατά το ανωτέρω μέρος που αναιρέθηκε, την υπόθεση προς περαιτέρω εκδίκαση, στο ίδιο δικαστήριο, που θα συντεθεί από άλλο δικαστή.
Καταδικάζει την αναιρεσίβλητη στα δικαστικά έξοδα του αναιρεσείοντος, τα οποία ορίζει στο ποσό των οκτακοσίων (800) ευρώ.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 18 Ιουλίου 2017.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 10 Αυγούστου 2017.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ
Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ