Οι διεθνείς έρευνες κατατάσσουν τα τελευταία χρόνια την Ελλάδα πρώτη στους έμμεσους φόρους που εκτινάχθηκαν στα ύψη με το 3οΜνημόνιο, αν και θεωρούνται οι πιο άδικοι σε βάρος των ασθενέστερων που δεν μπορούν να περικόψουν τίποτε από τις βασικές δαπάνες διαβίωσης για να αποφύγουν το φορολογικό βάρος. Πόσο δίκαιοι είναι όμως στην χώρα μας οι άμεσοι φόροι που, θεωρητικά, βαρύνουν αναλογικά τους ευπορότερους με βάση το εισόδημα και την φοροδοτική τους ικανότητα;
Και στον τομέα αυτόν, η Ελλάδα πρωτοπορεί σε στρεβλώσεις: το 90% των εσόδων από φόρο εισοδήματος φυσικών προσώπων, το πληρώνει το 19% των φορολογουμένων. Δηλαδή μόλις ο 1 στους 5 φορολογουμένους πληρώνει τα 9 από τα δέκα ευρώ που εισπράττει το δημόσιο από τους άμεσους φόρους εισοδήματος!
Το στοιχείο το οποίο αποκαλύπτει, μεταξύ άλλων, μελέτη που εκπόνησε ο καθηγητής Βασίλης Ζουμπουλίδης και δημοσιεύεται από το Οικονομικό Επιμελητήριο της Ελλάδος.
Η εξέλιξη αυτή αποτελεί «βόμβα» για την πορεία εκτέλεσης του πρώτου μεταμνημονιακού προϋπολογισμού, δημιουργώντας ερωτήματα για το αν και μέχρι πότε θα μπορούν να σηκώνουν τα συνολικά βάρη του Κράτους τόσο λίγοι φορολογούμενοι. Όπως σημειώνει ο ίδιος ο κύριος Ζουμπουλίδης, επίκουρος καθηγητής Λογιστικής και Χρηματοοικονομικής στο ΑΤΕΙ Αν. Μακεδονίας, «η άντληση των φορολογικών εσόδων στην Ελλάδα πραγματοποιείται από έναν ολοένα και μικρότερο κύκλο ιδιωτών και επιχειρήσεων που καλούνται να επωμισθούν ολοένα και περισσότερα φορολογικά βάρη».
Αντίστοιχα και για τις επιχειρήσεις, υπολογίζεται ότι το 83% του φόρου εισοδήματος νομικών προσώπων καταβάλλεται από το 4,5% των επιχειρήσεων. Και καθώς προφανώς πρόκειται για τις πιο μεγάλες επιχειρήσεις της χώρας, γεννάται θέμα όχι μόνον διατήρησης των εισπράξεων των φόρων, αλλά και της διατήρησης των θέσεων εργασίας που αυτές προσφέρουν στην ελληνική Οικονομία.
Αλλά και στους φόρους ακινήτων, το 66% των εισπράξεων του ΕΝΦΙΑ στηρίζεται στις πληρωμές του 33% των ιδιοκτητών. Δηλαδή τα 2/3 από τα περίπου 2,5 δισ. που εισπράττει «καθαρά» το Κράτος από τον φόρο κάθ χρόνο, τα καταβάλλει το 1/3 των ιδιοκτητών ακινήτων.
Ανάγοντας τα μεγέθη αυτά στις προβλέψεις του Προϋπολογισμού του Κράτους, προκύπτει ότι:
– 1,6 εκατομμύρια από τα 8,5 εκατομμύρια ΑΦΜ πληρώνουν τα 7,6 από τα συνολικά 8,5 δισ. του φόρου εισοδήματος. Τα υπόλοιπα 6,9 εκατομμύρια των φορολογουμένων δεν πληρώνουν αθροιστικά μαζί, ούτε καν 1 δισ. ευρώ όλα κι όλα για φόρους εισοδήματος.
– 11.250 εταιρείες (4,5% από τα συνολικά 250.000 νομικά πρόσωπα) καταβάλλουν τα 2,9 από τα 3,5 δισ. ευρώ φόρων εισοδήματος που αναμένει από τις επιχειρήσεις ο Κρατικός Προϋπολογισμός.
Στην ίδια μελέτη, αναφέρεται η εκτίμηση (Herald Uhlig, Mathias Trabandt) ότι αν το Κράτος μείωνε τους φόρους εισοδήματος φυσικών προσώπων, το 50% της συγκεκριμένης μείωσης θα επιστρέψει και πάλι στα κρατικά μέσω της οικονομικής ανάπτυξης.
Έτσι η μείωση των φόρων θα ήταν «αυτοχρηματοδοτούμενη» κατά 50%. Και, μάλιστα, η εκτίμηση αυτή μπορεί να είναι και συντηρητική καθώς, όπως αναφέρεται, «σε ακόμα μεγαλύτερο ποσοστό αυτοχρηματοδότησης καταλήγει άλλη μελέτη από τον επικεφαλής οικονομολόγο της Allianz, Michael Heise , ο οποίος υπολόγισε τις επιδράσεις από μια μείωσης φόρου ύψους 10 δισ. ευρώ για τους χαμηλού και μεσαίου εισοδήματος φορολογούμενους. Δεδομένου ότι αυτή η ομάδα εισοδήματος θα έχει πλέον στη διάθεσή της περισσότερο εισόδημα, θα το χρησιμοποιήσει σχεδόν αποκλειστικά στην κατανάλωση αγαθών και υπηρεσιών. Η υψηλότερη ζήτηση που θα προκύψει θα χρηματοδοτήσει σε ποσοστό μέχρι και 60% τη μείωση των φορολογικών εσόδων.»