Σχέδιο για νέα ρύθμιση ληξιπρόθεσμων οφειλών προς την Εφορία και τα ασφαλιστικά ταμεία σε έως 120 δόσεις επεξεργάζεται με εντατικούς ρυθμούς η κυβέρνηση, με στόχο να το θέσει σε εφαρμογή τον ερχόμενο Φεβρουάριο ή Μάρτιο. Το ζήτημα έχει τεθεί στις διαβουλεύσεις με τους ευρωπαϊκούς θεσμούς, οι οποίοι, σύμφωνα με πληροφορίες του «ΘΕΜΑτος», δεν είναι αρνητικοί απέναντι στο ελληνικό αίτημα, υπό την προϋπόθεση ότι η νέα ρύθμιση δεν θα δημιουργήσει καινούρια γενιά μπαταχτσήδων.
«Είμαστε ανοιχτοί να συζητήσουμε ένα αναλυτικό σχέδιο που θα διασφαλίζει ότι η ρύθμιση θα οδηγήσει σε σημαντική μείωση των ληξιπρόθεσμων οφειλών προς το Δημόσιο, χωρίς να επαναληφθεί το φαινόμενο της πρόσκαιρης ένταξης μόνο και μόνο για να αποφευχθούν τα αναγκαστικά μέτρα είσπραξης», ήταν το μήνυμα που έστειλαν οι τεχνοκράτες των δανειστών στο υπουργείο Οικονομικών.
Το σκεπτικό της κυβέρνησης είναι να καλυφθούν από τη νέα ρύθμιση όσοι δεν μπορούσαν να ενταχθούν στον εξωδικαστικό συμβιβασμό, με έμφαση στους μισθωτούς, τους συνταξιούχους και τις βιώσιμες επιχειρήσεις που δεν πληρούσαν την προϋπόθεση του εξωδικαστικού για τουλάχιστον μία κερδοφόρα χρήση.
Στόχος είναι ο τελικός μέγιστος αριθμός των δόσεων να φτάσει τις 120, εκτός εάν οι Ευρωπαίοι επιμείνουν να μπει χαμηλότερα ο πήχης. Το βέβαιο είναι πως, θα υπάρξουν αυστηρά εισοδηματικά και περιουσιακά κριτήρια. Επιπλέον, θα απαιτείται να είναι οι οφειλέτες συνεπείς στις τρέχουσες υποχρεώσεις τους προς την Εφορία και τα ασφαλιστικά ταμεία ή να τις έχουν ρυθμίσει με βάση την πάγια ρύθμιση των 12 δόσεων. Το υπουργείο Οικονομικών επιδιώκει επίσης το ελάχιστο ποσό δόσης να μην ξεπερνά τα 50 ευρώ και να δίνεται η δυνατότητα διαγραφής του μεγαλύτερου μέρους των οφειλών από προσαυξήσεις, τόκους εκπρόθεσμης καταβολής και πρόστιμα.
Η ανάγκη να τεθεί σε ισχύ μια καινούρια ρύθμιση 120 δόσεων αναδεικνύεται από τα τελευταία στοιχεία της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων (ΑΑΔΕ), σύμφωνα με τα οποία οι φορολογούμενοι με ληξιπρόθεσμα χρέη αυξήθηκαν κατά 500.000 άτομα (από 3.801.967 σε 4.312.395) τον Σεπτέμβριο. Οι ληξιπρόθεσμες υποχρεώσεις ιδιωτών προς το κράτος φούσκωσαν σε έναν μήνα κατά 1,4 δισ. ευρώ (εκ των οποίων τα 513 εκατ. ήταν απλήρωτοι φόροι), φτάνοντας τα 7,8 δισ. στο τέλος Σεπτεμβρίου.
Σκληρό παζάρι για τον νόμο Κατσέλη
Πιο δύσκολες είναι οι διαβουλεύσεις της κυβέρνησης με τους ευρωπαϊκούς θεσμούς για το πλαίσιο προστασίας της πρώτης κατοικίας από πλειστηριασμούς το οποίο θα εφαρμοστεί από 1ης Ιανουαρίου. Το θέμα βρίσκεται ψηλά στην ατζέντα των δανειστών και της ελληνικής πλευράς και θα πρέπει να κλείσει πριν από το τέλος του έτους, καθώς τότε λήγει η ισχύς των σχετικών διατάξεων του νόμου Κατσέλη.
Το αίτημα της ελληνικής πλευράς να παραταθεί ο νόμος Κατσέλη έως τις 31 Δεκεμβρίου 2019 έχει απορριφθεί από τους δανειστές, που θεωρούν ότι τα όρια προστασίας του ισχύοντος νόμου (αντικειμενική αξία ακινήτου από 180.000 ευρώ για τον άγαμο έως 280.000 ευρώ για τον έγγαμο, σε συνάρτηση με τον αριθμό των παιδιών) είναι πολύ υψηλά για τα σημερινά δεδομένα και προστατεύουν και στρατηγικούς κακοπληρωτές. Σύμφωνα με τις τελευταίες πληροφορίες, τόσο οι Ευρωπαίοι (συμπεριλαμβανομένου του SSM, δηλαδή του Ενιαίου Εποπτικού Μηχανισμού των τραπεζών της Ευρωζώνης) όσο και οι ελληνικές τράπεζες θεωρούν ότι ο πήχης θα πρέπει να χαμηλώσει στις 100.000 ευρώ (αντικειμενική αξία ακινήτου για τον άγαμο), με πρόνοια μόνο για πραγματικά ευάλωτες κατηγορίες δανειοληπτών.
Στο τραπέζι βρίσκεται ως εναλλακτική λύση και το μοντέλο του προγράμματος «Εστία» το οποίο εφαρμόστηκε στην Κύπρο και προέβλεπε σημαντικό κούρεμα του στεγαστικού δανείου και επιδότηση από το κράτος του 1/3 της μηνιαίας δόσης για τα πιο αδύναμα οικονομικά νοικοκυριά.
Σε μια προσπάθεια να αμβλύνει τις εντυπώσεις, ο υπουργός Οικονομικών Ευκλείδης Τσακαλώτος δήλωσε προχθές στον ραδιοφωνικό σταθμό Στο Κόκκινο: «Δεν καταργείται ο νόμος Κατσέλη. Το μόνο που μπορεί να καταργηθεί θα ήταν το κομμάτι της πρώτης κατοικίας και εμείς ψάχνουμε εναλλακτικές λύσεις που θα τις παρουσιάσουμε σύντομα. Όσοι είναι εντός του νόμου Κατσέλη, στις 31-12-2018 δεν χάνουν κανένα δικαίωμα, ακόμα και μόνο η αίτηση να έχει γίνει».