Αποζημίωση ύψους περίπου 12.000 ευρώ επέβαλλε σε τράπεζα το Ειρηνοδικείο της Αθήνας για τη διάθεση και επεξεργασία προσωπικών δεδομένων του πελάτη από εισπρακτική εταιρία και τις συνεχείς οχλήσεις από αυτή. Μάλιστα, όπως αναφέρει το Έθνος, με δύο αποφάσεις το δικαστήριο επιδίκασε ξεχωριστά από 5.869 ευρώ τόσο στον δανειολήπτη σύζυγό, όσο και την σύζυγό του, η οποία οχλήθηκε επανειλημμένα από την εισπρακτική εταιρία χωρίς να έχει καν γνώση του δανείου, αφού την περίοδο σύναψης της σύμβασης, δεν ήταν ζευγάρι!
Η υπόθεση
Η υπόθεση αφορά σε δανειακή σύμβαση, που υπογράφηκε τον Αύγουστο του 2004 σε κατάστημα της τράπεζας από τον εναγόμενο, στον χορηγήθηκε δάνειο ποσού 10.000 ευρώ με ελάχιστη μηνιαία καταβολή 150 ευρώ. Στη σύμβαση που υπογράφηκε δήλωσε τα προσωπικά του στοιχεία (ονοματεπώνυμο, πατρώνυμο, ημερομηνία γέννησης, ΑΦΜ, ΔΥΟ, οικογενειακή κατάσταση και διεύθυνση κατοικίας) και δήλωσε τηλέφωνο επικοινωνίας το προσωπικό του κινητό τηλέφωνο, ενώ σε περίπτωση ανάγκης είχε δηλώσει ως πρόσωπο επικοινωνίας τον αδελφό του.
Σύμφωνα με όσα κατέθεσε ο ίδιος στο δικαστήριο, από την χορήγηση του δανείου και μέχρι το 2016, δηλαδή για 12 συναπτά έτη, υπήρξε συνεπής στην καταβολή της μηνιαίας δόσης, παρά το γεγονός ότι τον Μάιο του 2015 είχε κλείσει την επιχείρηση που διατηρούσε επί σειρά ετών, λόγω της σφοδρής οικονομικής κρίσης που έπληξε τη χώρα. Μάλιστα, από τη στιγμή που βρέθηκε σε αδυναμία καταβολής επισκέφθηκε το κατάστημα της τράπεζας προκειμένου να βρεθεί μια λύση, πλην όμως δεν μπορούσε να ανταποκριθεί στις προτάσεις της εναγόμενης τράπεζας.
Ωστόσο, όταν η λύση αυτή δε βρέθηκε, η τράπεζα μεταβίβασε τα προσωπικά του στοιχεία σε δικηγορική εταιρία, η οποία λειτουργούσε ως εισπρακτική, έχοντας αναλάβει την όχληση των οφειλετών της τράπεζας, χρησιμοποιώντας τη μέθοδο των συνεχών και επαναλαμβανόμενων τηλεφωνικών οχλήσεων, ακόμα και εντός της ίδια ημέρας, ανεξαρτήτως ώρας και ημέρας, συμπεριλαμβανομένης και της ημέρας Σάββατο, ενώ ως εκπρόσωποι αυτής παρουσιάζονται διαφορετικά πρόσωπα.
Πίεση και εκφοβισμός
«Οι μέθοδοι που ακολουθεί η εισπρακτική εταιρία διακρίνονται από συνεχή πίεση και εκφοβισμό μέχρι ψευδείς αναφορές περί άμεσης κατάσχεσης των περιουσιακών στοιχείων χωρίς να έχουν προηγηθεί δικαστικές ενέργειες. Η εισπρακτική εταιρία δε δίστασε δια συγκεκριμένου υπαλλήλου της, το χρονικό διάστημα από 5 Οκτωβρίου 2017 έως και 23 Οκτωβρίου 2017 να τον οχλεί καλώντας τον συνεχώς και κατ’ επανάληψη στο προσωπικό του κινητό τηλέφωνο, ενώ φυσικά μέχρι το πρώτο τηλεφώνημα αγνοούσε ότι η τράπεζα είχε μεταβιβάσει τα προσωπικά του στοιχεία. Τον καλούσε έως και έξι φορές μέσα στην ημέρα, ακόμα και το Σάββατο» αναφέρεται στην σχετική απόφαση.
Όμως, ο υπάλληλος χρησιμοποίησε επιπλέον αθέμιτες μεθόδους στην προσπάθειά του να πιέσει τον δανειολήπτη για την καταβολή των δόσεων, καθώς τηλεφώνησε στο προσωπικό κινητό της συζύγου του, η οποία δε γνώριζε καν την ύπαρξη δανείου, ούτε ότι η οφειλή είχε καταστεί ληξιπρόθεσμη, αφού το δάνειο είχε χορηγηθεί πριν το γάμο τους! Η γυναίκα ενημέρωσε τον υπάλληλο ότι δεν γνωρίζει σε τι αναφέρεται, ζητώντας να μην την ξαναενοχλήσει. Ωστόσο, ο υπάλληλος αδιαφόρησε για τα λεγόμενά της και με έντονο ύφος της είπε ότι πρέπει να καταβάλλουν τα χρήματα αλλιώς θα έχουν συνέπειες.
Δέχθηκε μια βάναυση επίθεση
Χωρίς να υπάρχει προηγούμενη ενημέρωση για την διαβίβαση των στοιχείων του, ο οφειλέτης του δανείου ανέφερε ότι «δέχθηκε μια βάναυση επίθεση αφενός στην προσωπική και ψυχική ηρεμία του με την άσκηση αφόρητης πίεσης και επιβολή εξαναγκασμού για την καταβολή χρημάτων που δε διαθέτει, νοιώθοντας απειλή για άμεση κατάσχεση της περιουσίας του και αφετέρου στην οικογενειακή του γαλήνη, καθώς η σύζυγός του έγινε κοινωνός των δικών του οφειλών με συνέπεια τη διατάραξη των οικογενειακών δεσμών, αφού και τα παιδιά επηρεάστηκαν από την υπόθεση.
Ψυχική αναστάτωση, θυμός και οργή
Το δικαστήριο έκανε δεκτή την αγωγή, καθώς αποδέχθηκε ότι η διαβίβαση των προσωπικών στοιχείων του ενάγοντος έγινε χωρίς προηγούμενη ενημέρωση και συναίνεση και ότι η εισπρακτική εταιρία επεξεργάστηκε τα εν λόγω στοιχεία χρησιμοποιώντας δια των προστηθέντων υπαλλήλων της, οι οποίοι κάλεσαν τον ενάγοντα και την σύζυγό του για το εν λόγω δάνειο. Ειδικότερα, υπάλληλος της εισπρακτικής την κάλεσε πέντε φορές μέσα σε μια εβδομάδα, με το πρώτο τηλεφώνημα να απαιτεί από την ίδια απάντηση σχετικά με το πότε θα καταβάλλει χρήματα ο σύζυγός της!
Τα τηλεφωνήματα πραγματοποιήθηκαν δε, σε ώρα που εκείνη βρισκόταν στην εργασία της και παρά την έντονη διαμαρτυρία της, ο υπάλληλος της εισπρακτικής επέμεινε στο τηλεφώνημα. «Οι παραπάνω τηλεφωνικές κλήσεις αποδείχθηκε ότι προκάλεσαν στην ενάγουσα μεγάλη ψυχική αναστάτωση, θυμό και οργή καθώς τα προσωπικά της δεδομένα είχα διαρρεύσει χωρίς δική της ενημέρωση, αλλά και γνώση ύπαρξης του ίδιου του δανείου, ενώ διαταράχθηκαν οι σχέσεις του ζευγαριού» αναφέρει η απόφαση.
Οι ισχυρισμοί της τράπεζας
Η τράπεζα ισχυρίστηκε ότι κατά την έκδοση πιστωτικής κάρτας ο ενάγων συναίνεσε στην αίτησή του στον όρο «επεξεργασία ατομικών στοιχείων». Ο δικαστής στο σκεπτικό του όμως εξηγεί, ότι «κάτι τέτοιο ουδόλως αποδεικνύεται από την τράπεζα που έχει και το βάρος της απόδειξης ενημέρωσης, ότι είχε ενημερώσει τον ενάγοντα κατά τρόπο ΣΑΦΗ για τον ΣΚΟΠΟ της επεξεργασίας και τους αποδέκτες των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα». Στη σύμβαση δε, γίνεται αναφορά ότι αποδέκτες προσωπικών στοιχείων είναι μόνο χρηματοπιστωτικά ιδρύματα και ο ΤΕΙΡΕΣΙΑΣ.
Στο σκεπτικό της απόφασης ο δικαστής εξηγεί ότι «για την ορθή και νόμιμη εφαρμογή των διατάξεων, που αφορούν στην ενημέρωση από την τράπεζα και την συγκατάθεση του πελάτη για επεξεργασία και διαβίβαση, η τράπεζα έπρεπε να ενημερώσει ΕΙΔΙΚΑ για την εισπρακτική εταιρία με την οποία συνεργάζεται».
Ο δικαστής διευκρινίζει ότι οι τυποποιημένοι όροι μια σύμβασης με τράπεζα, δεν αρκούν προς θεμελίωση της συγκατάθεσης με την έννοια του νόμου. Αξίζει να σημειωθεί, ότι το ζευγάρι ζητούσε 10.000 ευρώ έκαστος ως αποζημίωση, αλλά οι αποφάσεις επιδίκασαν στον καθένα 5.869 ευρώ, γιατί το αιτούμενο συνολικά ποσό είναι υπερβολικό, «καθόσον σκοπός του νομοθέτη δεν είναι ο πλουτισμός του υποκειμένου, δηλαδή του δανειολήπτη, αλλά η συμμόρφωση των υπευθύνων επεξεργασίας, δηλαδή της τράπεζας».