Δικαστήριο ΕΕ: Εξωσυμβατική ευθύνη της ΕΕ για υπέρβαση της εύλογης διάρκειας στην εκδίκαση υπόθεσης
Με τη δημοσιευθείσα στις 13-12-2018 απόφασή του, το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης αναιρεί τις αποφάσεις με τις οποίες το Γενικό Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης είχε υποχρεώσει την Ευρωπαϊκή Ένωση να καταβάλει αποζημιώσεις για τα έξοδα τραπεζικής εγγυήσεως στα οποία υποβλήθηκαν πλείονες επιχειρήσεις σε περιπτώσεις υπέρμετρης χρονικής διάρκειας της ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης ένδικης διαδικασίας.
Επιπλέον, το ΔΕΕ επισημαίνει ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση δεν ευθύνεται για τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν οι επιχειρήσεις αυτές λόγω του ότι, με δική τους επιλογή, διατήρησαν σε ισχύ τραπεζική εγγύηση υπέρ της Επιτροπής για την καταβολή προστίμων σε χρονικό σημείο κατά το οποίο ήταν πρόδηλο ότι η ένδικη διαδικασία ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης σε σχέση με τα πρόστιμα αυτά επρόκειτο να έχει υπέρμετρη διάρκεια.
Σημειώνεται ότι το Δικαστήριο συντάσσεται σε γενικές γραμμές με τις από 25-07-2018 δημοσιευθείσες προτάσεις του γεν. εισαγγελέα ΔΕΕ Nils Wahl, ο οποίος είχε καταλήξει στο ίδιο ακριβώς συμπέρασμα.
Ιστορικό των υποθέσεων
Τον Φεβρουάριο 2006, οι εταιρείες Gascogne Sack Deutschland (πρώην Sacha Verpackung) και Gascogne (πρώην Group Gascogne), Kendrion, ASPLA και Armando Álvarez άσκησαν προσφυγές ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΓΔΕΕ) για την ακύρωση της απόφασης της Επιτροπής η οποία ελήφθη εις βάρος των εν λόγω εταιρειών και αφορούσε τη δημιουργία σύμπραξης στον τομέα των πλαστικών βιομηχανικών σάκων.
Το ΓΔΕΕ απέρριψε τις ασκηθείσες προσφυγές το 2011. Επιληφθέν κατόπιν αιτήσεων αναίρεσης το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΔΕΕ) εξέδωσε αποφάσεις το 2013 με τις οποίες επικύρωσε τις προηγούμενες αποφάσεις του ΓΔΕΕ και αντιστοίχως τα επιβληθέντα εις βάρος των εταιρειών αυτών πρόστιμα. Με τις αποφάσεις αυτές, το ΔΕΕ έκρινε πάντως ότι η διάρκεια των ενώπιον του ΓΔΕΕ ένδικων διαδικασιών ήταν υπέρμετρα μακρά, οπότε οι οικείες εταιρίες μπορούσαν να ασκήσουν αγωγές αποζημιώσεως προς αποκατάσταση των ζημιών που είχαν ενδεχομένως υποστεί λόγω της καθυστερήσεως ως προς την εκδίκαση των υποθέσεων.
Καθεμία από τις εταιρείες αυτές άσκησε αγωγή το 2014 και το 2015 ενώπιον του ΓΔΕΕ κατά της Ευρωπαϊκής Ένωσης με αίτημα την αποζημίωση λόγω προβαλλόμενης ζημίας που υπέστησαν συνεπεία της μεγάλης χρονικής διάρκειας στην εκδίκαση των υποθέσεών τους από το ΓΔΕΕ.
Το 2017, το ΓΔΕΕ εξέδωσε τις αποφάσεις του επί των υποθέσεων αυτών και υποχρέωσε την Ευρωπαϊκή Ένωση να αποζημιώσει τις εταιρίες, αφενός, για τις υλικές ζημίες που οφείλονται στο ότι διατήρησαν για χρονικό διάστημα κατά πολύ μεγαλύτερο του αρχικώς προβλεφθέντος την τραπεζική εγγύηση υπέρ της Επιτροπής για τη μελλοντική καταβολή των προστίμων τα οποία τους είχαν επιβληθεί λόγω της προμνησθείσας συμπράξεως, και, αφετέρου, για τις μη υλικές ζημίες λόγω της καταστάσεως αβεβαιότητας στην οποία είχαν περιέλθει εξαιτίας της καθυστερήσεως ως προς την εκδίκαση των υποθέσεών τους από το ΓΔΕΕ:
Εταιρία | Απόφαση ΓΔΕΕ | Υλική ζημία
(έξοδα τραπεζικής εγγύησης) |
Μη υλική ζημία
(κατάσταση αβεβαιότητας στην οποία περιήλθε η εταιρία) |
Gascogne Sack Deutschland | T-577/14 (Βλ. και ΑΤ 1/17) | 0 € | 5.000 ευρώ |
Gascogne | T-577/14 | 47.064,33 € | 5.000 ευρώ |
Kendrion | T-479/14 | 588.769,18 € | 6.000 ευρώ |
ASPLA | T-40/15 | 44.951,24 € | 0 ευρώ |
Armando Álvarez | T-40/15 | 111.042,48 € | 0 ευρώ |
Η ΕΕ, εκπροσωπούμενη από το ΔΕΕ, άσκησε αιτήσεις αναίρεσης κατά των αποφάσεων του ΓΔΕΕ το 2017. Μεταξύ άλλων, το ΔΕΕ πρόβαλλε το επιχείρημα ότι το ΓΔΕΕ έσφαλε κατά την ερμηνεία των εννοιών του «αιτιώδους συνδέσμου» και της «ζημίας».
Οι εταιρείες άσκησαν και αυτές από την πλευρά τους αίτηση αναίρεσης κατά των αποφάσεων του ΓΔΕΕ υποστηρίζοντας, κατ’ ουσίαν, ότι το ΓΔΕΕ προέβη σε εσφαλμένο υπολογισμό της καταβληθείσας αποζημίωσης. Πρόσθετα, η Kendrion ισχυρίζεται ότι η αίτηση αναίρεσης που άσκησε η ΕΕ είναι απαράδεκτη λόγω της ύπαρξης σύγκρουσης συμφερόντων, λαμβανομένου υπόψη του γεγονότος ότι η ΕΕ εκπροσωπείται κατά την άσκηση αυτών των αιτήσεων αναίρεσης από το ίδιο το ΔΕΕ (ως θεσμικό όργανο) και η υπόθεση θα εκδικασθεί ενώπιον του ΔΕΕ (ως του ανωτάτου δικαιοδοτικού οργάνου εντός του θεσμικού αυτού οργάνου).
Αποφάσεις του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης
Με τις αποφάσεις του αυτές, το Δικαστήριο απορρίπτει, καταρχάς, το επιχείρημα της Kendrion ότι, καθόσον η Ευρωπαϊκή Ένωση εκπροσωπείται από το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η ανάθεση στο Δικαστήριο της εκδικάσεως της υποθέσεως συνιστά σύγκρουση συμφερόντων η οποία προσβάλλει το δικαίωμα της εν λόγω εταιρίας σε ανεξάρτητο και αμερόληπτο δικαστήριο, δικαίωμα που κατοχυρώνεται με τον Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Το Δικαστήριο διαπιστώνει συναφώς ότι η κατάσταση αυτή δεν οφείλεται σε επιλογή της Ευρωπαϊκής Ένωσης ως αναιρεσείουσας, αλλά στην αυστηρή εφαρμογή των κανόνων του δικαίου της Ένωσης επί διαφορών σχετικών με την αποκατάσταση ζημίας προκληθείσας από την Ένωση και των κανόνων περί των αιτήσεων αναιρέσεως που αφορούν αυτή την κατηγορία ενδίκων διαφορών, οι οποίοι ορίζουν άνευ αμφισημίας ότι αρμόδιο είναι το Δικαστήριο.
Το Δικαστήριο υπενθυμίζει, εν συνεχεία, ότι η εκ μέρους του Γενικού Δικαστηρίου παράβαση της υποχρεώσεώς του να αποφανθεί εντός ευλόγου χρονικού διαστήματος αποτελεί κατάφωρη παραβίαση του δικαίου της Ένωσης δυνάμενη να στοιχειοθετήσει την οικονομική ευθύνη της Ευρωπαϊκής Ένωσης για τις ζημίες που υπέστησαν στο πλαίσιο αυτό οι επιχειρήσεις, υπό την προϋπόθεση ότι υφίσταται αιτιώδης συνάφεια μεταξύ της παραβιάσεως του δικαίου και της αποδεδειγμένης ζημίας.
Όσον αφορά την αιτιώδη συνάφεια, το Δικαστήριο υπενθυμίζει τη νομολογία του κατά την οποία, οσάκις απόφαση της Επιτροπής με την οποία επιβάλλεται η καταβολή προστίμου παρέχει και τη δυνατότητα συστάσεως εγγυήσεως για την εξασφάλιση της καταβολής αυτής εν αναμονή αποφάσεως επί προσφυγής που ασκήθηκε κατά της αποφάσεως του θεσμικού οργάνου, η ζημία που συνίσταται στα έξοδα για τη σύσταση της εγγυήσεως δεν οφείλεται στην απόφαση της Επιτροπής, αλλά στην επιλογή του ενδιαφερόμενου να συστήσει εγγύηση αντί να καταβάλει αμέσως το πρόστιμο. Η ύπαρξη, όμως, τέτοιας δυνατότητας του ενδιαφερομένου διαρρηγνύει την αιτιώδη συνάφεια μεταξύ της παραβιάσεως του δικαίου και της προβαλλόμενης ζημίας, με συνέπεια να μην μπορεί να γίνει πλέον δεκτό ότι η προσαπτόμενη στην Ευρωπαϊκή Ένωση συμπεριφορά αποτελεί την καθοριστική αιτία της ζημίας.
Υπό τις συνθήκες αυτές, το Δικαστήριο επισημαίνει ότι κακώς έκρινε το Γενικό Δικαστήριο ότι η σχέση μεταξύ της υπερβάσεως της εύλογης διάρκειας της δίκης στις επίμαχες υποθέσεις και της καταβολής εξόδων τραπεζικής εγγυήσεως κατά το χρονικό διάστημα που αντιστοιχεί στην υπέρβαση αυτή δεν ήταν δυνατόν να διερράγη λόγω της αρχικής επιλογής των οικείων εταιριών να μην καταβάλουν αμέσως το πρόστιμο που τους είχε επιβληθεί, αλλά να συστήσουν τραπεζική εγγύηση.
Σε αυτό το πλαίσιο, το Δικαστήριο διαπιστώνει ότι το ανωτέρω συμπέρασμα δεν αναιρείται από το γεγονός ότι, κατά τον χρόνο που οι εταιρίες αυτές προέβησαν στη σύσταση των τραπεζικών εγγυήσεών τους, η υπέρβαση της εύλογης διάρκειας της δίκης δεν μπορούσε να προβλεφθεί. Πράγματι, ακριβώς όπως η σύσταση των τραπεζικών εγγυήσεων, έτσι και η διατήρησή τους απόκειται στη διακριτική ευχέρεια των οικείων επιχειρήσεων, οι οποίες είναι επομένως ελεύθερες να ανακαλέσουν ανά πάσα στιγμή την τραπεζική εγγύηση που συνέστησαν και να καταβάλουν το πρόστιμο που τους επιβλήθηκε. Τη δυνατότητα αυτή, όμως, την είχαν και οι οικείες εν προκειμένω εταιρίες όταν κατανόησαν ότι, λαμβανομένης υπόψη της καθυστερήσεως ως προς την εξέταση των υποθέσεών τους από το Γενικό Δικαστήριο, η δαπάνη για τις τραπεζικές εγγυήσεις τους θα υπερέβαινε την αρχικώς προβλεφθείσα κατά τον χρόνο συστάσεως των εγγυήσεων αυτών.
Υπό τις ανωτέρω περιστάσεις, το Δικαστήριο αναιρεί τις επίμαχες αποφάσεις κατά το μέτρο που το Γενικό Δικαστήριο επιδίκασε στις οικείες εταιρίες αποζημίωση για την υλική ζημία που οφείλεται στη διατήρηση των τραπεζικών εγγυήσεών τους και απορρίπτει το αίτημα των εταιριών για την επιδίκαση αποζημιώσεως σχετικώς.
Τέλος, το Δικαστήριο απορρίπτει τις αιτήσεις αναιρέσεως των εταιριών στο σύνολό τους και επικυρώνει την αποζημίωση που τους επιδίκασε το Γενικό Δικαστήριο όσον αφορά τη μη υλική ζημία.
Γίνεται υπόμνηση ότι το Δικαστήριο μπορεί να επιληφθεί αιτήσεως αναιρέσεως, η οποία περιορίζεται σε νομικά ζητήματα, κατά αποφάσεως ή διατάξεως του Γενικού Δικαστηρίου. Καταρχήν, η άσκηση αναιρέσεως δεν έχει ανασταλτικό αποτέλεσμα. Εάν είναι παραδεκτή και βάσιμη, το Δικαστήριο αναιρεί την απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου. Στην περίπτωση που η υπόθεση είναι ώριμη προς εκδίκαση, το Δικαστήριο μπορεί να αποφανθεί το ίδιο οριστικά επί της διαφοράς. Σε αντίθετη περίπτωση, αναπέμπει την υπόθεση στο Γενικό Δικαστήριο, το οποίο δεσμεύεται από την απόφαση που εξέδωσε το Δικαστήριο στο πλαίσιο της αιτήσεως αναιρέσεως.
Το πλήρες κείμενο των αποφάσεων (C-138/17 P, C-150/17 P και C-174/17 P) είναι διαθέσιμο στην ιστοσελίδα CURIA