Με δύο αποφάσεις του Μονομελούς Πρωτοδικείου Ρόδου απορρίφθηκαν ισάριθμες αγωγές που άσκησαν κατά της Alpha Bank, ως καθολικής διαδόχου της Eμπορικής Τράπεζας δύο ομογενείς από την Αυστραλία, που έπεσαν θύματα μιας απίθανης σε σύλληψη και εκτέλεση απάτης με ακίνητα στη Νότια Ρόδο.
Η υπόθεση στο ποινικό της σκέλος έχει εξεταστεί από το Τριμελές Εφετείο Δωδεκανήσου επί κακουργημάτων, ο πέλεκυς του οποίου, έπεσε βαρύς στους 6 κατηγορούμενους.
Το δικαστήριο επέβαλε συγκεκριμένα ποινή κάθειρξης 10 ετών στον καταζητούμενο Ροδίτη Μ. Μ. του Ι., που διαμένει πλέον μόνιμα στις ΗΠΑ και ποινή κάθειρξης 7 ετών στους συγκατηγορούμενους του Α. Μ. του Γ., κάτοικο Αθηνών και Π. Μ. του Β., κάτοικο ομοίως, που ερημοδικάστηκαν, ενώ ποινή φυλάκισης 4 ετών μετατρέψιμη προς 5 ευρώ ημερησίως, με ανασταλτικό ως προς την έφεση αποτέλεσμα, επιβλήθηκε στους Δ. Π. του Χ., κάτοικο Αθηνών, Ε. Ψ. του Χ., κάτοικο Ρόδου και Θ. Π. του Δ., κάτοικο Αθηνών.
Τα θύματα εστράφησαν και κατά της τράπεζας με τις δύο αγωγές τους αλλά το δικαστήριο έκρινε ότι οι προστιθέντες υπάλληλοι δεν φέρουν καμία ευθύνη για την βλάβη που υπέστησαν.
Στην πρώτη υπόθεση οι ενάγουσες ήταν συγκύριες λόγω γονικής παροχής ενός αγρού 7.720 τ.μ., στην Λαχανιά. Σύμφωνα με την αγωγή που κατέθεσαν επειδή δεν ήταν δυνατό ως μόνιμες κάτοικοι Αυστραλίας να διαχειριστούν το ως άνω ακίνητο, ανέθεσαν την διαδικασία πώλησης του στον εξάδερφό τους. Τον Νοέμβριο του 2006 ενημερώθηκαν τηλεφωνικά από τον ίδιο πως εκδήλωσε ενδιαφέρον για την αγορά του ένας συγχωριανός τους, ο οποίος ενεργούσε για λογαριασμό δύο υποψήφιων αγοραστών.
Μάλιστα ισχυρίζονται ότι προκειμένου να εξακριβώσουν την αξιοπιστία αυτών των δύο αγοραστών ο ίδιος παρέπεμψε τον εξάδερφό τους να επικοινωνήσει με το αρμόδιο τμήμα του κεντρικού υποκαταστήματος της Εμπορικής Τράπεζας Ρόδου, ώστε να λάβει διαβεβαιώσεις περί της ύπαρξης προέγκρισης δανείου μέχρι του ποσού των 200.000 ευρώ στο όνομα τους, όπως και τελικά έγινε. Με αυτόν τον τρόπο οι ενάγουσες πείστηκαν για τη φερεγγυότητα των υποψήφιων αγοραστών κι έτσι το έτος 2007 υπεγράφη το συμβόλαιο αγοραπωλησίας στο οποίο οι ενάγουσες εκπροσωπήθηκαν ως πωλήτριες από τον εξάδερφό τους, με αναγραφόμενο τίμημα ποσό 38.158,19 ευρώ, ίσο με την αντικειμενική αξία του ακινήτου, αν και το υποκρυπτόμενο και πραγματικό τίμημα είχε συμφωνηθεί στο ποσό των 200.000 ευρώ, αναφορικά με την καταβολή του οποίου είχε διαβεβαιώσει η ως άνω Τράπεζα, της οποίας καθολική διάδοχος είναι η εναγομένη, τις ενάγουσες και τον εξάδερφο τους ότι οι αγοραστές θα ελάμβαναν το δάνειο ποσού 200.000 ευρώ, ώστε ισοδυναμούσε με διαβεβαίωση της φερεγγυότητας και καλόπιστης συμβατικής συμπεριφοράς των αγοραστών.
Μάλιστα το ως άνω συμβόλαιο μεταγράφηκε νομότυπα στο κτηματολόγιο Ρόδου, ενώ συμφωνήθηκε ότι καταληκτική ημερομηνία για την καταβολή του τιμήματος θα ήταν δύο μήνες αργότερα από την υπογραφή του εντούτοις το ως άνω τίμημα, τόσο το αναγραφόμενο όσο και το πραγματικό, ουδέποτε καταβλήθηκε στις ίδιες. Περί τα τέλη Ιουλίου 2008 οι ενάγουσες ισχυρίζονται ότι δια του πληρεξουσίου τους δικηγόρου διαπίστωσαν ότι το ακίνητο είχε μεταβιβαστεί περαιτέρω, και ότι είχε εγγράφει σε αυτό και προσημείωση υποθήκης για το ποσό των 278.000 ευρώ, της Τράπεζας Κύπρου, επ’ ονόματι των τελευταίων αγοραστών. Κατ’αυτό τον τρόπο οι ενάγουσες ισχυρίζονται ότι διαπράχθηκε σε βάρος τους το αδίκημα της απάτης με υπαίτιους τους αρχικούς αγοραστές και τον μεσολαβητή αυτών αλλά με τη συμμετοχή- συνεργεία και των αρμοδίων για τη χορήγηση σε αυτούς του δανείου για την αγορά του επίδικου ακινήτου υπαλλήλους της Εμπορικής Τράπεζας, δηλαδή μέσω παράνομης και υπαίτιας συμπεριφοράς τους πρόκληση ζημίας σε αυτές, στηριζόμενη τόσο σε ενέργειες τους όσο και σε παραλείψεις τους. Εξάλλου, διατείνονται ότι χωρίς τη συμμετοχή των ως άνω υπαλλήλων δεν θα ήταν δυνατή η εξαπάτηση τους και ότι η υπαιτιότητα τους διαπιστώθηκε ήδη από τον πειθαρχικό έλεγχο που διενεργήθηκε σε βάρος τους από την ίδια την Τράπεζα, η οποία τους επέβαλε πειθαρχικές ποινές. Μάλιστα οι ενάγουσες ισχυρίζονται ότι η Εμπορική Τράπεζα, την οποία διαδέχθηκε η εναγόμενη, ευθύνεται με αντικειμενική ευθύνη για την αποζημίωση τους ως προστήσασα τους υπαίτιους υπαλλήλους για τη ζημία, αποθετική και θετική αλλά και για την χρηματική ικανοποίηση της ηθικής βλάβης που υπέστησαν λόγω της μεγάλης ψυχικής, ταλαιπωρίας από την εμπλοκή τους σε διαρκείς δικαστικούς αγώνες και τη στενοχώρια τους.
Στη δεύτερη αγωγή η ενάγουσα (ασκήθηκε μόνο από την μια ομογενή) ισχυρίζεται ότι ήταν κύρια ενός αγρού 8.560 τ.μ., στην κτηματική περιφέρεια Λαχανιάς. Ομοίως τον Νοέμβριο του 2006 ενημερώθηκε τηλεφωνικά από τον συγγενή της πως εκδήλωσε ενδιαφέρον για την αγορά του ένας συγχωριανός τους, ο οποίος πρόσφατα ασχολούνταν με επιχειρήσεις επενδύσεων σε ακίνητα και ενεργούσε για λογαριασμό των δύο υποψήφιων αγοραστών.
Μάλιστα, ο μεσολαβητής παρέπεμψε τον εξάδερφο της ενάγουσας, να επικοινωνήσει με το αρμόδιο τμήμα του κεντρικού υποκαταστήματος της Εμπορικής Τράπεζας Ρόδου, ώστε να λάβει διαβεβαιώσεις περί της ύπαρξης προέγκρισης δανείου μέχρι του ποσού των 90.000 ευρώ στο όνομα των αγοραστών όπως κι έγινε με αποτέλεσμα να πειστεί η ενάγουσα για τη φερεγγυότητα των υποψήφιων αγοραστών και να επέλθει συμφωνία για την πώληση του αγρού. Έτσι τον Δεκέμβριο του έτους 2006 υπεγράφη το συμβόλαιο αγοραπωλησίας όπου η ενάγουσα εκπροσωπήθηκε ως πωλήτρια από τον εξάδερφο της, με αγοραστές τους ανωτέρω και με αναγραφόμενο τίμημα ποσού 7.532,80 ευρώ, ίσο με την αντικειμενική αξία του ακινήτου, ενώ το υποκρυπτόμενο και πραγματικό τίμημα είχε συμφωνηθεί στο ποσό των 90.000 ευρώ, αναφορικά με την καταβολή του οποίου είχε διαβεβαιώσει η ως άνω Τράπεζα, της οποίας καθολική διάδοχος είναι η εναγόμενη, την ενάγουσα και τον εξάδελφο της ότι οι αγοραστές θα ελάμβαναν το δάνειο ποσού 90.000 ευρώ, ώστε αποτελούσε για την ενάγουσα αυτή η γνωστοποίηση του υπαλλήλου της εναγόμενης με διαβεβαίωση της φερεγγυότητας και καλόπιστης συμβατικής συμπεριφοράς τωv αγοραστών.
Μάλιστα το ανωτέρω συμβόλαιο αν και νομότυπα μεταγράφηκε στο κτηματολόγιο Ρόδου κι ενώ καταληκτική ημερομηνία για την καταβολή του τιμήματος είχε συμφωνηθεί να είναι ο Ιανουάριος του έτους 2007, εντούτοις το ως άνω τίμημα, τόσο το αναγραφόμενο όσο και το πραγματικό, ουδέποτε καταβλήθηκε στην ίδια, παρά τις συνεχείς υποσχέσεις του μεσολαβητή και ενώ είχε πειστεί ο εξάδερφός της να υπογράψει προγενέστερα πράξη ολοσχερούς εξόφλησης του τιμήματος, προκειμένου, όπως τον διαβεβαίωνε ο μεσολαβητής, να αρθούν οι όποιες δυσκολίες και να εκταμιευθεί από την τράπεζα το ποσό των 90.000 ευρώ. Περί τα τέλη Ιουλίου 2008 η ενάγουσα διαπίστωσε ότι μετά τη μεταγραφή στο κτηματολόγιο Ρόδου του αγοραπωλητηρίου συμβολαίου, είχε εγγραφεί επί του ακινήτου προσημείωση υποθήκης υπέρ της Εμπορικής Τράπεζας ποσού 300.000 ευρώ, ενώ στις 16-1-2007 είχε μεταγραφεί και η ως άνω πράξη εξόφλησης τιμήματος. Οι αγοραστές είχαν λάβει από την Εμπορική Τράπεζα το ως άνω ποσό των 90.000 ευρώ, ενώ η ίδια δεν είχε λάβει ακόμη κάποιο ποσό από την πώληση του ακινήτου της.
Η τράπεζα εκπροσωπήθηκε από τον δικηγόρο κ. Γιώργο Μαυρομάτη.