Απορρίφθηκε η αγωγή που είχαν καταθέσει δυο γυναίκες κατά του Αγροτικού Συνεταιρισμού Πάτρας
Μια σημαντική απόφαση για το πότε οι εργαζόμενοι μπορούν να θεμελιώνουν δικαίωμα καταβολής μισθών υπερημερίας, εξέδωσε το Μονομελές Εφετείο της Πάτρας, ανατρέποντας ολοκληρωτικά απόφαση που είχε εκδώσει για το ίδιο θέμα το πρωτοβάθμιο δικαστήριο.
Με την συγκεκριμένη απόφαση, το πλήρες σκεπτικό της οποίας παρουσιάζει το «Law and Order», απορρίφθηκε η αγωγή που είχαν καταθέσει δυο γυναίκες κατά του Αγροτικού Συνεταιρισμού Πάτρας, ζητώντας να τους καταβληθούν μισθοί υπερημερίας 12 ετών (1997 – 2009) για εργασία που δεν παρείχαν ποτέ!
Οι γυναίκες είχαν προσληφθεί στο Συνεταιρισμό ως τέκνα πολύτεκνων οικογενειών με αναγκαστική σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου με τις προϋποθέσεις του ν. 1648/1986. Βάσει της σύμβασης που είχαν υπογράψει η μια θα έπρεπε να εργάζεται στο Συνεταιρισμό ως υπάλληλος και η άλλη ως εργατοτεχνίτρια.
Πράγματι, οι δυο προσληφθείσες εμφανίστηκαν το 1998 στον Συνεταιρισμό για να εργαστούν αλλά οι αρμόδιοι δεν τις αποδέχθηκαν, υποστηρίζοντας ότι δεν είναι σε θέση να τους καταβάλλουν τους μισθούς τους λόγω των μεγάλων οικονομικών προβλημάτων, γνωστών στην κοινωνία της Πάτρας, που αντιμετώπιζε ο Συνεταιρισμός. Ωστόσο, η σύμβαση εργασίας των δυο γυναικών ουδέποτε καταγγέλθηκε, όπως θα έπρεπε από το Συνεταιρισμό, οπότε ο τελευταίος κατέστη υπερήμερος. Και αυτό άσχετα με το γεγονός ότι οι δυο προσληφθείσες δεν παρείχαν τελικά τις υπηρεσίες τους στην επιχείρηση.
Μάλιστα, οι εκπρόσωποι του Συνεταιρισμού ζήτησαν με αίτησή τους από τον τότε Νομάρχη Αχαΐας να απαλλαγούν από την υποχρέωση πρόσληψης και απασχόλησης των αναγκαστικώς προσληφθέντων δυο γυναικών αλλά και τριών ακόμη εργαζομένων, σύμφωνα με το άρθρο 2 παρ. 5 του Ν. 1648/1986.
Ο Συνεταιρισμός ανέφερε στην αίτησή του ότι βρίσκονταν σε απελπιστική οικονομική κατάσταση με τα χρέη του το Ελληνικό Δημόσιο και τρίτους (τράπεζες κλπ.) να ανέρχονταν κατά το διάστημα 2002 – 2009 σε 10.000.000 ευρώ κατά μέσο όρο ετησίως. Λόγω δε αυτή της κατάστασης το προσωπικό είχε μειωθεί κατά 30%, η ταμειακή ρευστότητα ήταν σχεδόν ανύπαρκτη και ο κίνδυνος για αναστολή λειτουργίας της επιχείρησης ή και πτώχευσης ήταν ορατός με ολέθριες συνέπειες για τους εναπομείναντες εργαζόμενους!
Με δεδομένη αυτή την κατάσταση ο Νομάρχης έκανε δεκτή την αίτηση του Συνεταιρισμού και τον απάλλαξε από την υποχρέωση να προσλάβει τους παραπάνω υπαλλήλους.
Παρ’ όλα αυτά, οι δυο προσληφθείσες υπάλληλοι προσέφυγαν στη Δικαιοσύνη και με αγωγές τους αξίωσαν την καταβολή μισθών υπερημερίας για 12 συνολικά έτη συνολικώνχρηματικών ποσών 220.000 ευρώ και 130.000 ευρώ περίπου, έκαστη. Μάλιστα, σε πρώτη βαθμό δικαιώθηκαν καθώς το δικαστήριο τους επιδίκασε αρκετά μεγάλα ποσά ως μισθούς υπερημερίας.
«Οκνηρία»
Το δευτεροβάθμιο δικαστήριο όμως – Μονομελές Εφετείο Πατρών – με την υπ. αριθμόν 411/2018 απόφασή του έκρινε τα εντελώς αντίθετα. Ότι δηλαδή, οι δυο γυναίκες δεν δικαιούνται μισθούς υπερημερίας για εργασία που ποτέ δεν παρείχαν και ότι καταχρηστικά άσκησαν αυτό το δικαίωμά τους. Μάλιστα, το γεγονός ότι ο εργοδότης δεν είχε καταγγείλει την αρχική σύμβαση αυτό δεν τον καθιστά υπερήμερο απέναντί τους.
Μάλιστα, το σκεπτικό της απόφασης είναι «καταπέλτης» για τις δυο ενάγουσες. Το δευτεροβάθμιο δικαστήριο αναφέρει χαρακτηριστικά στην απόφαση που εξέδωσε: «Ενόψει των ανωτέρω συνθηκών, η επιδίωξη ικανοποίησης των αξιώσεων των εφεσίβλητων για καταβολή, όχι δεδουλευμένων μισθών, αλλά αποδοχών υπερημερίας, ήτοι για εργασία που ουδέποτε παρασχέθηκε στο επίδικο χρονικό διάστημα των 12 ετών, υπερέβαινε προφανώς τα όρια που επιβάλλουν η καλή πίστη, τα χρηστά ήθη και ο κοινωνικός και οικονομικός σκοπός του δικαιώματος τους, γι’ αυτό το λόγο και έπρεπε οι υπό κρίση αγωγές τους να απορριφθούν, δεκτών γενομένων των σχετικών ενστάσεων, που πρότεινε παραδεκτά ο εκκαλών προφορικά στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, ανέλυσε δε με τις προτάσεις του και επανέφερε με την έφεση του. (…). Περαιτέρω, οι εφεσίβλητες το επίδικο χρονικό διάστημα 1997 – 2009, που ο εκκαλών δεν τις απασχολούσε, μπορούσαν να βρουν άλλη εργασία σε άλλον εργοδότη, η πρώτη ως υπάλληλος και η δεύτερη ως εργατοτεχνίτρια, με τις ίδιες απολαβές όπως και με αυτές που αξίωσαν να τους καταβάλει ο εφεσίβλητος με τις αγωγές τους. Και δη, ενόψει του ότι τα έτη 1997 – 2007 δεν είχε ακόμη ξεκινήσει η οικονομική ύφεση στη Χώρα, υπήρχε αγορά εργασίας στην Πάτρα, όπου θα μπορούσαν οι εφεσίβλητες να ανεύρουν εργασία και να απασχοληθούν με τις αυτές ειδικότητες και απολαβές που ζητούσαν με τις υπό κρίση αγωγές τους. Πλην όμως δεν έπραξαν τούτο σκοπίμως και από οκνηρία, γιατί προτίμησαν να αποκερδαίνουν μισθούς από τον εκκαλούντα χωρίς να παρέχουν σ’ αυτόν εργασία, εκμεταλλευόμενοι το γεγονός ότι δεν τους είχε καταγγείλει τις συμβάσεις τους, παρά τη σχετική άδεια του Νομάρχη, γνωρίζοντας ότι ο εκκαλών βρισκόταν σε τραγική οικονομική κατάσταση και ότι η ικανοποίηση των απαιτήσεων τους θα οδηγήσει σε κατάρρευση της επιχείρησης με ολέθρια αποτελέσματα για τους ήδη εργαζόμενους σ’ αυτόν και τις οικογένειες τους…».