Με τη διάταξη της
παραγράφου 1 του άρθρου 4 του ν.
539/1945, όπως αυτή συμπληρώθηκε με το άρθρο 3 παρ. 15 του ν. 4504/1966, ορίζεται ότι
“Η χρονική περίοδος χορηγήσεως της αδείας κανονίζεται μεταξύ εργοδότου και μισθωτού, του πρώτου υποχρεούμενου να χορηγήσει την αιτηθείσα άδεια το πολύ εντός διμήνου από της υπό του δεύτερου διατυπώσεως της σχετικής αιτήσεως.Πάντως, το ήμισυ τουλάχιστον των κατ’ έτος, εν εκάστη επιχειρήσει, δικαιουμένων αδείας δέον να ικανοποιώνται εντός του από της 1ης Μαΐου μέχρι 30ης Σεπτεμβρίου χρονικού διαστήματος. Η κατά τα ανωτέρω απαιτούμενη αίτησις σκοπεί μόνο εις τον προσδιορισμόν των χρονικών ορίων, εντός των οποίων υφίσταται υποχρέωσις δια την χορήγησιν της άδειας και δεν αποτελεί τυπικήν προϋπόθεσιν δια την υπό του μισθωτού, κατά τας διατάξεις του παρόντος νόμου, άσκησιν του εις άδειαν μετ’ αποδοχών δικαιώματος αυτού, του εργοδότου υποχρεουμένου όπως, προ της λήξεως του ημερολογιακού έτους, παράσχει την άδειαν, έστω και αν δεν εζητήθη αυτή υπό του μισθωτού”.
Από τη διάταξη αυτή σε συνδυασμό με τις διατάξεις των άρθρων 28 παρ. 1 του Συντάγματος,
1 παρ.1 και
5 παρ. 1 του Α.Ν.
539/1945, όπως η τελευταία συμπληρώθηκε με το άρθρο 3 του Ν. Δ/τος
3755/1957, 1 παρ.1 στοιχ. ε’ της υπ’ αριθμ. 52/1936 Διεθνούς Συμβάσεως “Περί κανονικών κατ’ έτος αδειών μετ’ αποδοχών”, η οποία κυρώθηκε με το Ν. 2081/1952, 7 του Π. Δ/τος 88/1999 (ΦΕΚ Α 94) με το οποίο ενσωματώθηκε στην ελληνική έννομη τάξη η με αριθμό 93/104 οδηγία της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, η οποία στο άρθρο 7 αυτής επιτάσσει την λήψη μέτρων από τα κράτη – μέλη για παροχή ετήσιας άδειας μετά αποδοχών τουλάχιστον τεσσάρων εβδομάδων στους εργαζομένους, ρύθμιση που επαναλήφθηκε στην ταυτάριθμη διάταξη της νεώτερης με αριθμό 2003/88 οδηγίας που κωδικοποίησε τις σχετικές ρυθμίσεις για την οργάνωση του χρόνου εργασίας των εργαζομένων, και ενόψει του επιδιωκομένου από τις πιο πάνω ρυθμίσεις σκοπού να εξασφαλισθεί με τη χορήγηση της ετήσιας άδειας η περιοδική ανάπαυση και η ανανέωση των σωματικών και ψυχικών δυνάμεων του εργαζομένου για τη διατήρηση της σωματικής και ψυχικής του υγείας,
προκύπτει σαφώς, ότι δεν επιτρέπεται, ούτε με συμφωνία μεταξύ του εργαζόμενου και του εργοδότη, η μεταφορά των ημερών της προαναφερόμενης ετήσιας άδειας του τελευταίου, που δεν του χορηγήθηκαν από τον εργοδότη στο επόμενο ή στα μεθεπόμενα έτη, με συνέπεια να είναι ανίσχυρη (άκυρη) κατά τα άρθρα 174 και 180 του ΑΚ τέτοια συμφωνία και ο εργοδότης ο οποίος δεν χορήγησε πλήρη την κανονική άδεια στο μισθωτό του, κατά τη διάρκεια του έτους που αυτή αφορά, να είναι υποχρεωμένος, από το τέλος του αντίστοιχου έτους να καταβάλει σε αυτόν τις αντίστοιχες προς τις ημέρες αυτές αποδοχές αδείας και μάλιστα με προσαύξηση κατά 100% σε περίπτωση υπαιτιότητάς του, μη δυνάμενος να εκπληρώσει τη συγκεκριμένη υποχρέωσή του προς το μισθωτό με τη χορήγηση σ’ αυτόντων παραπάνω ημερών αδείας και τον συμψηφισμό αυτών προς το ανύπαρκτο σύνολο ήδη συσσωρευμένων ημερών άδειας περασμένων ετών, που δεν του χορηγήθηκαν (
ΑΠ 1240/2014, ΑΠ 1683/2012).
Η κατά τα ανωτέρω προβλεπόμενη στην παρ. 1 του άρθρου 4 του ανωτέρω ν.
539/1945, όπως αυτό συμπληρώθηκε με το άρθρο 3 παρ. 15 του ν. 4504/1966, υποβολή αίτησης του μισθωτού προς χορήγηση της άδειάς του το πολύ εντός διμήνου από την ημέρα υποβολής της,
αποσκοπεί μόνο στον προσδιορισμό των χρονικών ορίων, μέσα στα οποία υπάρχει η υποχρέωση του εργοδότη να χορηγήσει αυτήν και δεν αποτελεί τυπική προϋπόθεση για την άσκηση από τον εργαζόμενο του σχετικού δικαιώματός του λήψης αυτής (ΑΠ 1174/2014, ΑΠ 1683/2012).
Από τον συνδυασμό των κείμενων διατάξεων και εκείνης του άρθρου 330 του ΑΚ προκύπτει ότι ναι μεν για τη θεμελίωση του δικαιώματος αδείας του μισθωτού δεν απαιτείται η υποβολή σχετικής αίτησης (έγγραφης ή προφορικής) κατά τα ήδη προαναφερθέντα, όμως, για τη θεμελίωση της αξίωσης του μισθωτού προς λήψη της ανωτέρω κατά 100% προσαύξησης, που έχει τον χαρακτήρα αστικής ποινής, απαιτείται υπαιτιότητα του εργοδότη, έστω και σε βαθμό ελαφράς αμέλειας, η οποία υπάρχει όταν ο μισθωτός ζήτησε την άδεια και ο εργοδότης δεν την χορήγησε (ΑΠ 1174/2014, ΑΠ 1240/2014, ΑΠ 434/2011, ΑΠ 455/2010).
Η ως άνω προσαύξηση 100% αφορά μόνον στις αποδοχές και όχι στο επίδομα αδείας, αφού ο νόμος αναφέρεται ρητά στις αποδοχές αδείας και όχι στο επίδομα (Ολ ΑΠ 32/2005). Επομένως στη περίπτωση αγωγής, της οποίας το αντικείμενο είναι η επιδίκαση αποδοχών αδείας προσαυξημένων κατά 100%, λόγω μη χορήγησης της ετήσιας αδείας εντός του έτους κατά το οποίο αυτή έπρεπε να χορηγηθεί από υπαιτιότητα του εργοδότη, αντικείμενο αναιρετικού ελέγχου για παράβαση ουσιαστικού νόμου ή έλλειψη νόμιμης βάσης κατά τους αριθμούς 1 και 19 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ είναι οι προπαρατεθείσες διατάξεις του ουσιαστικού δικαίου.
Αριθμός 1180/2017
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Β2’ Πολιτικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ιωάννη Γιαννακόπουλο Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, ο οποίος ορίστηκε με την 83/2017 πράξη της Προέδρου του Αρείου Πάγου, κωλυομένης της Αντιπροέδρου του Αρείου Πάγου Ασπασίας Καρέλλου, Δήμητρα Κοκοτίνη, Θεόδωρο Τζανάκη, Νικόλαο Πιπιλίγκα και Κωνσταντίνο Πιτταρά, Αρεοπαγίτες.
Συνεδρίασε δημόσια στο Κατάστημά του, στις 25 Απριλίου 2017, με την παρουσία και της γραμματέως Αγγελικής Ανυφαντή, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ:
Της αναιρεσείουσας: Α. Π. του Ι., κατοίκου …, η οποία παραστάθηκε με τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Αδάμ Δήμου, που κατέθεσε προτάσεις.
Της αναιρεσίβλητης: ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία “… BANK A.E.”, που εδρεύει στην …, ως καθολικής διαδόχου της ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία “… Τράπεζα της Ελλάδος Α.Ε.” λόγω συγχωνεύσεως μετ’ απορροφήσεως, η οποία εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο της Ουρανία Μπάρλου, με δήλωση κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ., που κατέθεσε προτάσεις.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 8/8/2006 αγωγή της ήδη αναιρεσείουσας, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών.
Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 2621/2007 του ίδιου Δικαστηρίου και 2686/2012 του Εφετείου Αθηνών.
Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί η αναιρεσείουσα με την από 27/5/2015 αίτησή της.
Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω.
Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης Νικόλαος Πιπιλίγκας ανέγνωσε την από 17/10/2016 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη της κρινόμενης αίτησης αναίρεσης.
Ο πληρεξούσιος της αναιρεσείουσας ζήτησε την παραδοχή της αίτησης και την καταδίκη της αντιδίκου της στη δικαστική δαπάνη της.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Με τη διάταξη του άρθρου 4 παρ. 1 του Α.Ν.
539/1945, όπως αυτή συμπληρώθηκε με το άρθρο 3 παρ. 15 του Ν. 4504/1966, ορίζεται ότι “Η χρονική περίοδος χορηγήσεως της αδείας κανονίζεται μεταξύ εργοδότου και μισθωτού, του πρώτου υποχρεούμενου να χορηγήσει την αιτηθείσα άδεια το πολύ εντός διμήνου από της υπό του δεύτερου διατυπώσεως της σχετικής αιτήσεως.
Πάντως, το ήμισυ τουλάχιστον των κατ’ έτος, εν εκάστη επιχειρήσει, δικαιουμένων αδείας δέον να ικανοποιώνται εντός του από της 1ης Μαΐου μέχρι 30ης Σεπτεμβρίου χρονικού διαστήματος. Η κατά τα ανωτέρω απαιτούμενη αίτησις σκοπεί μόνο εις τον προσδιορισμόν των χρονικών ορίων, εντός των οποίων υφίσταται υποχρέωσις δια την χορήγησιν της άδειας και δεν αποτελεί τυπικήν προϋπόθεσιν δια την υπό του μισθωτού, κατά τας διατάξεις του παρόντος νόμου, άσκησιν του εις άδειαν μετ’ αποδοχών δικαιώματος αυτού, του εργοδότου υποχρεουμένου όπως, προ της λήξεως του ημερολογιακού έτους, παράσχει την άδειαν, έστω και αν δεν εζητήθη αυτή υπό του μισθωτού”. Από τη διάταξη αυτή σε συνδυασμό με τις διατάξεις των άρθρων 28 παρ. 1 του Συντάγματος, 1 παρ.1 και 5 παρ. 1 του Α.Ν.
539/1945, όπως η τελευταία συμπληρώθηκε με το άρθρο 3 του Ν. Δ/τος
3755/1957, 1 παρ.1 στοιχ. ε’ της υπ’ αριθμ. 52/1936 Διεθνούς Συμβάσεως “Περί κανονικών κατ’ έτος αδειών μετ’ αποδοχών”, η οποία κυρώθηκε με το Ν. 2081/1952, 7 του Π. Δ/τος 88/1999 (ΦΕΚ Α 94) με το οποίο ενσωματώθηκε στην ελληνική έννομη τάξη η με αριθμό 93/104 οδηγία της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, η οποία στο άρθρο 7 αυτής επιτάσσει την λήψη μέτρων από τα κράτη – μέλη για παροχή ετήσιας άδειας μετά αποδοχών τουλάχιστον τεσσάρων εβδομάδων στους εργαζομένους, ρύθμιση που επαναλήφθηκε στην ταυτάριθμη διάταξη της νεώτερης με αριθμό 2003/88 οδηγίας που κωδικοποίησε τις σχετικές ρυθμίσεις για την οργάνωση του χρόνου εργασίας των εργαζομένων, και ενόψει του επιδιωκομένου από τις πιο πάνω ρυθμίσεις σκοπού να εξασφαλισθεί με τη χορήγηση της ετήσιας άδειας η περιοδική ανάπαυση και η ανανέωση των σωματικών και ψυχικών δυνάμεων του εργαζομένου για τη διατήρηση της σωματικής και ψυχικής του υγείας, προκύπτει σαφώς, ότι δεν επιτρέπεται, ούτε με συμφωνία μεταξύ του εργαζόμενου και του εργοδότη, η μεταφορά των ημερών της προαναφερόμενης ετήσιας άδειας του τελευταίου, που δεν του χορηγήθηκαν από τον εργοδότη στο επόμενο ή στα μεθεπόμενα έτη, με συνέπεια να είναι ανίσχυρη (άκυρη) κατά τα άρθρα 174 και 180 του ΑΚ τέτοια συμφωνία και ο εργοδότης ο οποίος δεν χορήγησε πλήρη την κανονική άδεια στο μισθωτό του, κατά τη διάρκεια του έτους που αυτή αφορά, να είναι υποχρεωμένος, από το τέλος του αντίστοιχου έτους να καταβάλει σε αυτόν τις αντίστοιχες προς τις ημέρες αυτές αποδοχές αδείας και μάλιστα με προσαύξηση κατά 100% σε περίπτωση υπαιτιότητάς του, μη δυνάμενος να εκπληρώσει τη συγκεκριμένη υποχρέωσή του προς το μισθωτό με τη χορήγηση σ’ αυτόν των παραπάνω ημερών αδείας και τον συμψηφισμό αυτών προς το ανύπαρκτο σύνολο ήδη συσσωρευμένων ημερών άδειας περασμένων ετών, που δεν του χορηγήθηκαν (
ΑΠ 1240/2014, ΑΠ 1683/2012).
Η κατά τα ανωτέρω προβλεπόμενη στην παρ. 1 του άρθρου 4 του ανωτέρω Α.Ν.
539/1945, όπως αυτό συμπληρώθηκε με το άρθρο 3 παρ. 15 του ν. 4504/1966, υποβολή αίτησης του μισθωτού προς χορήγηση της άδειάς του το πολύ εντός διμήνου από την ημέρα υποβολής της, αποσκοπεί μόνο στον προσδιορισμό των χρονικών ορίων, μέσα στα οποία υπάρχει η υποχρέωση του εργοδότη να χορηγήσει αυτήν και δεν αποτελεί τυπική προϋπόθεση για την άσκηση από τον εργαζόμενο του σχετικού δικαιώματός του λήψης αυτής (ΑΠ 1174/2014, ΑΠ 1683/2012).
Επομένως σχετικές ρυθμίσεις συλλογικών συμβάσεων εργασίας, κανονισμών εργασίας ή ατομικών συμβάσεων εργασίας, όπως η ρύθμιση του άρθρου 23 παρ. 5 του έχοντος ισχύ νόμου Οργανισμού Προσωπικού της αρχικώς εναγομένης και εφεσίβλητης …ς Τράπεζας της Ελλάδος, της οποίας καθολική διάδοχος με απορρόφηση μετά την έκδοση της προσβαλλομένης απόφασης του δευτεροβαθμίου δικαστηρίου κατέστη η αναιρεσίβλητη Τράπεζα με την επωνυμία “… BANK AE”, ο οποίος καταρτίσθηκε με την από 11.11.1977 συλλογική σύμβαση εργασίας “Περί του Οργανισμού της … Τράπεζας της Ελλάδος” που εκδόθηκε κατ’ εφαρμογή των διατάξεων του Ν. 3239/1955 και δημοσιεύθηκε με την υπ’ αριθμό 46806/26.11.1977 απόφαση του Υπουργού Εργασίας (ΦΕΚ Β 1255), με την οποία ορίζεται στο εδάφιο β ότι “Προς κατάρτισιν του ετησίου προγράμματος των αδειών, οι Προϊστάμενοι Καταστημάτων και Υπηρεσιών δέον όπως, κατά Ιανουάριον εκάστου έτους ζητούν παρά των υπαλλήλων την υποβολήν αιτήσεως περί χορηγήσεως αδείας, εν η θα καθορίζεται και ο χρόνος καθ’ όν ο υπάλληλος επιθυμεί όπως λάβη την άδειαν” αποβλέπουν αποκλειστικά στη διευκόλυνση του εργοδότη για το προγραμματισμό των αδειών του προσωπικού της επιχείρησης και δεν εμποδίζουν την πραγματική χορήγηση της αδείας, ανεξαρτήτως της υποβολής σχετικής αίτησης του μισθωτού που άλλωστε δεν αποτελεί τυπική προϋπόθεση για τη χορήγηση αυτής, πολλώ δε μάλλον που κατά το εδάφιο α της ως άνω ρύθμισης ρητώς ορίζεται ότι “Αι ετήσιαι κανονικαί άδειαι χορηγούνται υποχρεωτικώς εις το Προσωπικόν της Τραπέζης κατά τα υπό της Εργατικής Νομοθεσίας οριζόμενα”. Περαιτέρω με τη διάταξη του άρθρου 5 παρ. 1 εδ. β’ του Α.Ν.
539/1945, το οποίο προστέθηκε με το άρθρο 3 του Ν.Δ/τος 3755/1955 ορίζεται ότι “επιφυλασσομένων των διατάξεων της κείμενης νομοθεσίας, εργοδότης αρνούμενος την χορήγησιν εις μισθωτόν αυτού της νομίμου κατ’ έτος αδείας του, υποχρεούται όπως άμα τη λήξει του έτους καθ’ ο δικαιούται αδείας ο μισθωτός, και μετά προηγουμένην διαπίστωσιν της παραλείψεως ταύτης υπό οργάνου του Υπουργείου Εργασίας, καταβάλη εις αυτόν τας αντιστοίχους αποδοχάς των ημερών αδείας ηυξημένας κατά 100%”.
Από τον συνδυασμό των προαναφερομένων διατάξεων και εκείνης του άρθρου 330 του ΑΚ προκύπτει ότι ναι μεν για τη θεμελίωση του δικαιώματος αδείας του μισθωτού δεν απαιτείται η υποβολή σχετικής αίτησης (έγγραφης ή προφορικής) κατά τα ήδη προαναφερθέντα, όμως, για τη θεμελίωση της αξίωσης του μισθωτού προς λήψη της ανωτέρω κατά 100% προσαύξησης, που έχει τον χαρακτήρα αστικής ποινής, απαιτείται υπαιτιότητα του εργοδότη, έστω και σε βαθμό ελαφράς αμέλειας, η οποία υπάρχει όταν ο μισθωτός ζήτησε την άδεια και ο εργοδότης δεν την χορήγησε (ΑΠ 1174/2014,
ΑΠ 1240/2014,
ΑΠ 434/2011, ΑΠ 455/2010).
Η ως άνω προσαύξηση 100% αφορά μόνον στις αποδοχές και όχι στο επίδομα αδείας, αφού ο νόμος αναφέρεται ρητά στις αποδοχές αδείας και όχι στο επίδομα (Ολ ΑΠ 32/2005). Επομένως στη περίπτωση αγωγής, της οποίας το αντικείμενο είναι η επιδίκαση αποδοχών αδείας προσαυξημένων κατά 100%, λόγω μη χορήγησης της ετήσιας αδείας εντός του έτους κατά το οποίο αυτή έπρεπε να χορηγηθεί από υπαιτιότητα του εργοδότη, αντικείμενο αναιρετικού ελέγχου για παράβαση ουσιαστικού νόμου ή έλλειψη νόμιμης βάσης κατά τους αριθμούς 1 και 19 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ είναι οι προπαρατεθείσες διατάξεις του ουσιαστικού δικαίου.
Τέλος από τη διάταξη του άρθρου 561 παρ.1 του ΚΠολΔ, η οποία είναι απόρροια της λειτουργίας της αίτησης αναίρεσης ως ένδικου μέσου ακυρωτικού χαρακτήρα, χωρίς δηλαδή με την άσκησή αυτής να δημιουργείται τρίτος βαθμός δικαιοδοσίας σύμφωνα και με το άρθρο 12 παρ.1 του ΚΠολΔ, προκύπτει ότι η εκτίμηση από το δικαστήριο της ουσίας των πραγματικών περιστατικών και ιδιαίτερα του περιεχομένου εγγράφων, εφόσον δεν παραβιάσθηκαν με αυτά κανόνες ουσιαστικού δικαίου, στους οποίους περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί, ή εφόσον η εκτίμησή τους δεν ιδρύει λόγους αναίρεσης από τους αριθμούς 19 και 20 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ, είναι αναιρετικά ανέλεγκτη, ο δε αντίστοιχος λόγος αναίρεσης, από το περιεχόμενο του οποίου προκύπτει ότι δεν συντρέχει καμία από τις προαναφερθείσες εξαιρετικές περιπτώσεις ή όπου, υπό την επίφαση συνδρομής αναιρετικού λόγου, πλήττεται η εκτίμηση από το δικαστήριο της ουσίας πραγματικών γεγονότων, απορρίπτεται ως απαράδεκτος, αφού πλέον πλήττεται η ουσία της υπόθεσης που δεν υπόκειται σε αναιρετικό έλεγχο από το δικαστήριο του Αρείου Πάγου.
Στη προκειμένη περίπτωση με τη προσβαλλομένη απόφαση το δευτεροβάθμιο δικαστήριο δέχθηκε κατά την αναιρετικά ανέλεγκτη κρίση του ότι με βάση τα αναγραφόμενα σε αυτήν αποδεικτικά στοιχεία αποδείχθηκε ότι η ενάγουσα και ήδη αναιρεσείουσα προσελήφθη από την εναγομένη – εφεσίβλητη … Τράπεζα της Ελλάδος στις 22.6.1983 με σύμβαση εξηρτημένης εργασίας ως δόκιμος λογιστής και με την ιδιότητα της αυτή εργάσθηκε σε διάφορες θέσεις της εναγομένης Τράπεζας, εξελιχθείσα έκτοτε ιεραρχικώς σύμφωνα με τον Οργανισμό της τελευταίας, κατέχουσα ήδη από 6.3.2003 τον βαθμό της Υποδιευθύντριας. Ότι από τα προσκομιζόμενα και επικαλούμενα από την ενάγουσα “έντυπα προγραμματισμού κανονικών αδειών μονάδων” της εναγομένης Τράπεζας των ετών 1997 έως 2005, καθώς και από τις προσκομιζόμενες και επικαλούμενες καταστάσεις της Διεύθυνσης Ανθρωπίνου Δυναμικού και τέλος από το από 5.2.2007 έγγραφο της αυτής Διεύθυνσης προς τη Διεύθυνση Νομικών Συμβούλων της εναγομένης, προκύπτει ότι αυτή (ενάγουσα) κατά το επίδικο χρονικό διάστημα των ετών 2001 έως 2005 δεν έλαβε κάθε έτος ολόκληρη τη κανονική της άδεια αναψυχής, αλλά μέρος αυτής και συγκεκριμένα έλαβε δέκα έξι (16) ημέρες το έτος 2001, εννέα (9) ημέρες το έτος 2002, είκοσι τέσσερις (24) ημέρες το έτος 2003, είκοσι μία (21) ημέρες το έτος 2004 και δέκα εννέα (19) ημέρες το έτος 2005, το δε υπόλοιπο των οφειλομένων ημερών αδείας μέχρι τις είκοσι πέντε (25) ημέρες, ήτοι εννέα (9) ημέρες για το 2001, δέκα έξι (16) ημέρες για το 2002, μία (1) ημέρα για το 2003, τέσσερις (4) ημέρες για το έτος 2004 και έξι (6) ημέρες για το έτος 2005 τις μετέφερε για τα επόμενα έτη 2002 [μαζί με ενενήντα επτά (97) ημέρες από υπόλοιπο προηγουμένων μέχρι το 1997 ετών], 2003, 2004, 2005 και 2006 αντιστοίχως. Ότι έτσι το έτος 2005 είχε μεταφερθεί υπόλοιπο αδειών προηγουμένων ετών που δεν είχαν χορηγηθεί στην ενάγουσα συνολικά 133 ημερών (97 + 9 + 16 + 1 + 4 + 6), όπως προκύπτει από την από 26.10.2004 επιστολή της ενάγουσας προς τη Διεύθυνση Ανθρώπινου Δυναμικού της εναγομένης, που φέρει την υπογραφή της και υπενθυμίζει στις αρμόδιες υπηρεσίες ότι το υπόλοιπο της κανονικής αδείας μέχρι τις 26.10.2004 ανήρχετο σε 132 ημέρες. Ότι η μεταφορά των πιο πάνω ημερών αδείας που δεν χορηγήθηκαν στην ενάγουσα στο επόμενο ή τα μεθεπόμενα έτη, ακόμη και εάν είχε γίνει με τη συναίνεσή της, ήταν ανίσχυρη (άκυρη) και επομένως η εναγομένη δεν μπορούσε να εκπληρώσει την εν λόγω υποχρέωσή της προς την ενάγουσα με τη χορήγηση σ’ αυτή των παραπάνω ημερών αδείας (πέραν από την άδεια αυτής του έτους 2005) και το συμψηφισμό αυτών προς το πιο πάνω (ανύπαρκτο) σύνολο συσσωρευμένων ημερών αδείας παρελθόντων ετών, όπως ζήτησε με το υπ’ αριθμό …/27.1.2005 υπηρεσιακό σημείωμά της, στο οποίο αναφέρεται ότι τυχόν υπόλοιπα προηγουμένων ετών έπρεπε να έχουν εξαντληθεί μέχρι 31.3.2005. Ότι όμως από τα ως άνω αποδεικτικά στοιχεία δεν αποδείχθηκε ότι η ενάγουσα κατά το χρονικό διάστημα των ετών 2001 έως 2005 ζήτησε καθ’ οιονδήποτε τρόπο τη χορήγηση σ’ αυτή της δικαιουμένης από αυτήν ετήσιας άδειας της, παρότι είχε ενημερωθεί για την αναγκαιότητα υποβολής τέτοιας αιτήσεως με σχετικά σημειώματα της Διευθύνσεως Ανθρωπίνου Δυναμικού της εναγομένης των ετών 2001 έως 2005, με τα οποία εκκαλούντο οι υπάλληλοί της όπως εντός ορισμένης προθεσμίας υποβάλουν σχετικές προς τούτο αιτήσεις, προκειμένου να μπορεί αυτή να προβαίνει στον αναγκαίο προγραμματισμό κανονικών αδειών των υπαλλήλων της του αντιστοίχου χρονικού διαστήματος. Ότι η ανυπαρξία δε τέτοιων αιτήσεων από μέρους της εναγομένης προκύπτει εμμέσως, πλην σαφώς, από την επικαλουμένη και προσκομιζομένη από αυτή από 26.10.2004 αίτησή της προς τη Διεύθυνση Προσωπικού της εναγομένης, με την οποία ζητεί την καταβολή σε αυτήν των αποδοχών αδείας των προηγουμένων της ως άνω χρονολογίας ετών και στην οποία συνομολογεί ότι η μη λήψη εκ μέρους της αδείας κατά τα έτη αυτά δεν κατέστη δυνατή λόγω φόρτου εργασίας και ειδικότερα της ανάγκης προωθήσεως των εργασιών αρχικώς και μέχρι 29.4.2003 του υποκαταστήματος της εναγομένης στην Πάρο και εν συνεχεία του αντιστοίχου υποκαταστήματος Πειραιώς (όπου αυτή υπηρετούσε), χωρίς να αναφέρει καθ’ οιονδήποτε τρόπο σ’ αυτή ότι καθ’ όλο το ανωτέρω χρονικό διάστημα είχε ζητήσει τη χορήγηση των κανονικών της αδειών και ότι η εναγομένη είχε αρνηθεί να τις χορηγήσει. Ότι δεν προκύπτει το αντίθετο από τις καταθέσεις των εξετασθέντων με επιμέλεια της ενάγουσας μαρτύρων που περιέχονται στις προσκομιζόμενες και επικαλούμενες από αυτή ένορκες βεβαιώσεις των, οι οποίοι χωρίς να έχουν ιδία γνώση, αν πράγματι υποβλήθηκε από την ενάγουσα τέτοια αίτηση, επαναλαμβάνουν απλώς το περιεχόμενο της ως άνω από 24.10.2004 αίτησης της και καταθέτουν ότι η ενάγουσα “δεν μπορούσε να λάβει την άδεια της” λόγω του ηυξημένου φόρτου εργασίας των πιο πάνω Υποκαταστημάτων, που υπηρετούσε και ότι για το λόγο αυτό η εναγομένη οφείλει να της καταβάλει τις αποδοχές της, που αντιστοιχούν σε 136 ημέρες μη χορηγηθείσας αδείας. Ότι με βάση όμως τα ως άνω περιστατικά είναι προφανές ότι, εφόσον δεν αποδείχθηκε ότι η ενάγουσα ζήτησε καθ’ οιονδήποτε τρόπο να της χορηγηθεί η κανονική της άδεια του ως άνω χρονικού διαστήματος και δη προ της λήξεως εκάστου ημερολογιακού έτους, παρέπεται ότι δεν υφίσταται υπαιτιότητα (αμέλεια) της εναγομένης για τη μη χορήγηση αυτής, η οποία κατά τα προεκτεθέντα συνιστά τυπική προϋπόθεση για την άσκηση του δικαιώματος του μισθωτού για τη λήψη αδείας μετ’ αποδοχών και δη της προσαυξήσεως αυτών κατά 100%. Ότι συνεπώς η αγωγή, με την οποία ζητείται να καταδικασθεί η εναγομένη να καταβάλει στην ενάγουσα για αποδοχές μη χορηγηθείσης σ’ αυτήν αδείας των ετών 2001 έως 2005 και προσαύξηση αυτών κατά 100% το ως άνω στη πρώτη σκέψη αναφερόμενο χρονικό ποσό, παρίσταται αβάσιμη στην ουσία της και απορριπτέα. Στη συνέχεια το δευτεροβάθμιο δικαστήριο, το οποίο προηγουμένως κατά παραδοχή σχετικού λόγου έφεσης της ενάγουσας και τότε εκκαλούσας είχε εξαφανίσει την εκκαλουμένη απόφαση του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου που είχε απορρίψει ως αόριστη την αγωγή αυτής, κρίνοντας ότι αυτή ήταν επαρκώς ορισμένη, αφού κράτησε την υπόθεση απέρριψε την αγωγή στο σύνολό της ως αβάσιμη κατ’ ουσία. Κατά τη διάταξη του άρθρου 559 παρ.1 εδ. α του ΚΠολΔ αναίρεση επιτρέπεται μόνο, αν παραβιάσθηκε κανόνας του ουσιαστικού δικαίου, στον οποίο περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί κανόνες των δικαιοπραξιών, αδιάφορο αν πρόκειται για νόμο ή έθιμο ελληνικό ή ξένο, εσωτερικού ή διεθνούς δικαίου. Ο κανόνας δικαίου παραβιάζεται αν δεν εφαρμοσθεί, ενώ συνέτρεχαν οι πραγματικές προϋποθέσεις για την εφαρμογή του, ή εάν εφαρμοσθεί, ενώ δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις αυτές, καθώς και εάν εφαρμοσθεί εσφαλμένα, η δε παραβίαση εκδηλώνεται είτε ως ψευδής ερμηνεία του κανόνα δικαίου, δηλαδή όταν το δικαστήριο της ουσίας προσέδωσε σε αυτόν έννοια διαφορετική από την αληθινή, είτε ως κακή εφαρμογή, ήτοι εσφαλμένη υπαγωγή σ’ αυτόν των περιστατικών της ατομικής περίπτωσης που καταλήγει σε εσφαλμένο συμπέρασμα με τη μορφή του διατακτικού (ΟλΑΠ 1/2016, Ολ
ΑΠ 2/2013, ΟλΑΠ 7/2006). Με τον παραπάνω λόγο αναίρεσης ελέγχονται τα σφάλματα του δικαστηρίου της ουσίας κατά την εκτίμηση της νομικής βασιμότητας της αγωγής και των ισχυρισμών (ενστάσεων) των διαδίκων, καθώς και τα νομικά σφάλματα του ανωτέρω δικαστηρίου κατά την έρευνα της ουσίας της διαφοράς. Στην τελευταία δε περίπτωση, η παραβίαση του κανόνα αυτού ελέγχεται από τον Άρειο Πάγο αποκλειστικώς και μόνο με βάση τα πραγματικά περιστατικά που δέχεται το δικαστήριο της ουσίας ότι αποδείχθηκαν ή ότι δεν αποδείχθηκαν (
ΑΠ 130/2016, ΑΠ 1420/2013). Για το ορισμένο του ανωτέρω από τον αριθμό 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ λόγου αναίρεσης πρέπει να διαλαμβάνονται στο αναιρετήριο τόσο η διάταξη του ουσιαστικού δικαίου που παραβιάσθηκε, όσο και το αποδιδόμενο στην προσβαλλομένη απόφαση νομικό σφάλμα κατά την ερμηνεία ή εφαρμογή του ουσιαστικού νόμου (ΟλΑΠ 1/2016, ΟλΑΠ 20/2005, ΟλΑΠ 1/1995, ΟλΑΠ 57/1990). Στη περίπτωση δε της κατ’ ουσίαν έρευνας της υπόθεσης πρέπει, πλην των ως άνω στοιχείων, να παρατίθενται στο αναιρετήριο οι παραδοχές της προσβαλλομένης απόφασης, δηλαδή τα πραγματικά περιστατικά που έγιναν δεκτά και υπό τα οποία συντελέσθηκε η επικαλουμένη παράβαση του κανόνα ουσιαστικού δικαίου (Ολ
ΑΠ 2/2013, ΟλΑΠ 20/2005), έστω και κατά τρόπο συνοπτικό. Στη προκειμένη περίπτωση με το πρώτο κατά το ένα σκέλος του από τον αριθμό 1 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ λόγο αναίρεσης, η αναιρεσείουσα, αφού διαλαμβάνει στο αναιρετήριο τις παραδοχές της προσβαλλομένης απόφασης και μάλιστα κατά λέξη, ισχυρίζεται ότι με τη προσθήκη στις προτάσεις της ενώπιον του δευτεροβαθμίου δικαστηρίου είχε περιλάβει αίτημα προσκόμισης από την εναγομένη των εγγράφων αιτήσεων αυτής για παροχή της ετήσιας αδείας της κατά το επίδικο χρονικό διάστημα, όπως προέβλεπε η σχετική ρύθμιση του άρθρου 23 παρ. 5 του έχοντος ισχύ νόμου Οργανισμού της εναγομένης και κατά συνέπεια η εκ μέρους της εναγομένης παραδοχή στις προτάσεις της τελευταίας ότι τέτοιες αιτήσεις ουδέποτε είχαν υποβληθεί, επάγεται δικαστική ομολογία της τελευταίας ότι δεν είχε χορηγήσει στην ενάγουσα τις ετήσιες άδειες αυτής (στο σύνολό τους) και κατά συνέπεια την ουσιαστική βασιμότητα της αγωγής της. Ως εκ τούτου η προσβαλλομένη απόφαση, απορρίπτοντας την αγωγή ως αβάσιμη κατ’ ουσία, παραβίασε τις ουσιαστικού δικαίου διατάξεις του άρθρου 23 παρ.5 του έχοντος ισχύ νόμου Οργανισμού της ….. ς Τράπεζας, αλλά και εκείνες των άρθρων 3, 174, 664, 679, 200, 288, 281 ΑΚ, 5 παρ.1 ΑΝ
539/1945, Ν. 4694/1930,
8 Ν.
2112/1920, 11 ΑΝ 547/1937, 680 ΑΚ, 2 παρ. 1, 3 παρ.1 και 25 παρ.2 του Ν. 3239/1955, των άρθρων 20 παρ.1, 2 παρ.1, 4 παρ. 1, 5 παρ.1, 17 παρ. 2, 22 παρ. 5 ισχύοντος Συντάγματος, της παρ. 1 του άρθρου 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ, του άρθρου 6 παρ. 1 της ΕΣΔΑ και των άρθρων 648 επ. ΑΚ. Με το περιεχόμενο αυτό ο ανωτέρω λόγος είναι αόριστος, αφού δεν αναφέρεται στο αναιρετήριο ποίο είναι το αποδιδόμενο στη προσβαλλομένη απόφαση συγκεκριμένο σφάλμα κατά την ερμηνεία ή κατά την εφαρμογή από τη προσβαλλομένη απόφαση διάταξης ή διατάξεων ουσιαστικού δικαίου από εκείνες που, κατά τα ήδη στη προηγούμενη σκέψη προεκτεθέντα, τυγχάνουν εφαρμογής επί αγωγής διωκούσης την καταβολή αποδοχών αδείας αυξημένων κατά 100%, λόγω μη παροχής στο μισθωτό της δικαιουμένης από αυτόν ετήσιας αδείας από υπαιτιότητα του εργοδότη. Επί πλέον δε ο λόγος αυτός τυγχάνει αλυσιτελής κατά το μέρος που αναφέρεται στις λοιπές διατάξεις ουσιαστικού δικαίου που διαλαμβάνονται σε αυτόν, οι οποίες δεν βρίσκουν έδαφος εφαρμογής σε δίκες με το πιο πάνω αντικείμενο και συνεπώς είναι κατά το μέρος αυτό απορριπτέος ως απαράδεκτος. Σε κάθε δε περίπτωση ο ανωτέρω λόγος, κατά το μέρος που υπό την επίφαση συνδρομής αναιρετικού λόγου, πλήττει την αναιρετικά ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας ότι κατά τη διάρκεια των αντιστοίχων ετών 2001 έως 2005 η αναιρεσείουσα έλαβε πράγματι μέρος της ετήσιας αδείας, ο λόγος αυτός είναι απαράδεκτος (άρθ. 561 παρ.1 του ΚΠολΔ). Ο δε ίδιος λόγος κατά το σκέλος που αναφέρεται στη συνδρομή περίπτωσης δικαστικής ομολογίας εκ μέρους της εναγομένης Τράπεζας ως προς τη μη λήψη από την ενάγουσα των ετησίων αδειών αυτής στο σύνολό τους, επαγομένη την ουσιαστική βασιμότητα των αξιώσεων αυτής, περί των οποίων η ένδικη αγωγή, δεν ιδρύει τον εκ του αριθμού 1 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ λόγο αναίρεσης λόγω παραβίασης των ανωτέρω διατάξεων ουσιαστικού δικαίου, αλλά εκείνον από τον αριθμό 11 περ. γ του άρθρου 559 του ΚΠολΔ (περί του οποίου όμως γίνεται κατωτέρω μνεία, κατά την έρευνα του τετάρτου λόγου αναίρεσης). Σημειώνεται ότι αλυσιτελώς η αναιρεσείουσα πειράται να υπαγάγει τις αυτές ως άνω διατάξεις του ουσιαστικού δικαίου στις από την ίδια επικαλούμενες πλημμέλειες, με περαιτέρω λόγους αναίρεσης εκ των αριθμών 9, 12, 11 γ και 20 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ, επικαλούμενη εκ νέου τις ίδιες διατάξεις σε κάθε προβαλλόμενο λόγο αναίρεσης, αφού οι πλημμέλειες που ιδρύουν τους αναιρετικούς αυτούς λόγους αφορούν παραβάσεις κανόνων του δικονομικού και όχι του ουσιαστικού δικαίου. Κατά το άρθρο 559 αριθ. 9 περ. γ Κ.Πολ.Δ. αναίρεση επιτρέπεται αν το δικαστήριο άφησε αίτηση αδίκαστη. Ως “αίτηση” κατά την έννοια της διατάξεως αυτής νοείται κάθε αυτοτελής αίτηση των διαδίκων με την οποία ζητείται η παροχή έννομης προστασίας υπό οποιαδήποτε νόμιμη μορφή αυτής, που δημιουργεί αντίστοιχη εκκρεμότητα δίκης (ΟλΑΠ 25/2003). Τέτοια αίτηση είναι ιδίως αυτή της αγωγής, της ανταγωγής, της κυρίας παρέμβασης, της αυτοτελούς πρόσθετης παρέμβασης, της ανακοπής, της τριτανακοπής και κάθε ενδίκου μέσου (ΑΠ 414/2016, ΑΠ 1741/2012). Ο λόγος αυτός απορρίπτεται ως αβάσιμος, εάν από την επισκόπηση της προσβαλλομένης απόφασης από τον Άρειο Πάγο προκύπτει ότι το δικαστήριο εξέτασε και απέρριψε την αίτηση δικαστικής προστασίας, για οποιοδήποτε λόγο, τυπικό ή ουσιαστικό (ΑΠ 1586/2008). Στη προκειμένη περίπτωση με τον δεύτερο από τον αριθμό 9 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ λόγο αναίρεσης, η αναιρεσείουσα προβάλλει την αιτίαση ότι η προσβαλλομένη απόφαση δεν αποφάνθηκε επί του αιτήματος καταβολής των αποδοχών αδείας της, πέραν της προσαύξησης του 100% επί αυτών, παρόλο που στην αγωγή της περιλαμβανόταν σχετικό αίτημα. Ο ανωτέρω λόγος πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος, διότι η προσβαλλομένη απόφαση με ρητή αναφορά στο σκεπτικό της απέρριψε την αγωγή και ως προς το ανωτέρω αίτημα καταβολής των αποδοχών αδείας. Συγκεκριμένα στη σελίδα 17 (φύλλο 8) αναγράφεται η φράση “Συνεπώς η αγωγή με την οποία ζητείται να καταδικασθεί η εναγομένη να καταβάλει στην ενάγουσα για αποδοχές μη χορηγηθείσης σ’ αυτήν αδείας των ετών 2001 έως 2005 και προσαύξηση αυτών κατά 100% το ως άνω στη πρώτη σκέψη αναφερόμενο χρονικό ποσό, παρίσταται αβάσιμη στην ουσία της και απορριπτέα”. Επισημαίνεται ότι η αναιρεσείουσα δεν πλήττει την κατ’ ουσίαν απόρριψη του σχετικού κεφαλαίου της αγωγής στο σύνολό του παρόλο που δέχθηκε ότι κατά τις ανωτέρω χρονικές περιόδους δεν χορηγήθηκε κατ’ έτος συγκεκριμένος αριθμός ημερών αδείας, με την επίκληση συγκεκριμένης κατά τον αριθμό 1 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ πλημμέλειας της προσβαλλομένης απόφασης. Από τις διατάξεις των άρθρων 450 παρ.2 και 451 παρ.1 του ΚΠολΔ προκύπτει ότι κάθε διάδικος υποχρεούται να επιδείξει τα έγγραφα, τα οποία κατέχει και μπορούν να χρησιμεύσουν για απόδειξη, ο δε αντίδικος του κατέχοντος το έγγραφο μπορεί να ζητήσει την επίδειξη, εφόσον δικαιολογεί έννομο συμφέρον. Η επίδειξη του εγγράφου μπορεί να ζητηθεί και με τις προτάσεις για πρώτη φορά ενώπιον του δευτεροβαθμίου δικαστηρίου (ΑΠ 414/2016), όχι όμως και με τη προσθήκη σε αυτές μετά τη συζήτηση της έφεσης. Και τούτο διότι κατά τη διάταξη του άρθρου 237 παρ. 4 του ΚΠολΔ, όπως ίσχυε πριν το Ν.
4335/2015, και εφαρμόζεται και στη κατ’ έφεση δίκη κατά το άρθρο 524 παρ.1 του ιδίου Κώδικα, η μετά τη συζήτηση της έφεσης προσθήκη στις προτάσεις των διαδίκων περιορίζεται στην αξιολόγηση των αποδείξεων και στην αντίκρουση των ισχυρισμών που προβλήθηκαν οψίμως κατά το άρθρο 269 παρ. 2 του ίδιου Κώδικος, και κατά συνέπεια δεν είναι παραδεκτή η με τη προσθήκη υποβολή νέου αιτήματος που κατά νόμο μπορούσε να υποβληθεί και με τις προτάσεις, όπως είναι το αίτημα προς επίδειξη εγγράφων. Εξ άλλου σε περίπτωση άρνησης του κατόχου του εγγράφου να το επιδείξει δεν τεκμαίρεται ότι το αντικείμενο της απόδειξης αποδείχθηκε, αλλά το δικαστήριο κρίνει ελευθέρως εάν αυτό πρέπει να θεωρηθεί αποδεδειγμένο ή όχι, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 366 του ΚΠολΔ, στην οποία παραπέμπει η διάταξη της παρ. 2 του άρθρου 452 του ΚΠολΔ (ΑΠ 835/1987). Η παράλειψη του δικαστηρίου της ουσίας να αποφανθεί επί αιτήσεως για επίδειξη εγγράφου θεμελιώνει τον ανωτέρω από τον αριθμό 9 περ. γ του άρθρου 559 του ΚΠολΔ λόγο αναίρεσης, υπό την προϋπόθεση όμως ότι η αίτηση επίδειξης ήταν παραδεκτή και σύννομη, ήτοι εφόσον υποβλήθηκε με παρεμπίπτουσα αγωγή ή με τις προτάσεις στο δικαστήριο της ουσίας, με αυτή γίνεται επίκληση της κατοχής του εγγράφου από τον αντίδικο του αιτούντος, προσδιορίζεται σαφώς το έγγραφο και το περιεχόμενό του και εκτίθενται περιστατικά από τα οποία προκύπτει το έννομο συμφέρον του αιτούντος, ότι δηλαδή το έγγραφο είναι πρόσφορο προς άμεση ή έμμεση απόδειξη λυσιτελούς ισχυρισμού του αιτούντος ή προς ανταπόδειξη τέτοιου ισχυρισμού του αντιδίκου του (ΑΠ 414/2016, ΑΠ 808/2015, ΑΠ 1045/2004). Έτσι, αν το δικαστήριο της ουσίας παραλείψει να αποφανθεί επί απαράδεκτης, αόριστης ή μη νόμιμης αίτησης για επίδειξη εγγράφου δεν υποπίπτει στην προβλεπόμενη από τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 9 περ. γ Κ.Πολ.Δ. πλημμέλεια, ήτοι δεν αφήνει αίτηση αδίκαστη (ΑΠ 414/2016, ΑΠ 1625/2014). Στην προκειμένη περίπτωση με το τρίτο από τον αριθμό 9 του άρθρου 559 ΚΠολΔ λόγο αναίρεσης η αναιρεσείουσα προσάπτει στην προσβαλλόμενη απόφαση την πιο πάνω πλημμέλεια, ότι δηλαδή δεν απάντησε στο αίτημα επίδειξης εγγράφων και συγκεκριμένα προσκόμισης, άλλως επίδειξης α) επικυρωμένου αντιγράφου από το βιβλίο κανονικών αδειών του επίδικου χρονικού διαστήματος, με τις υπογραφές αυτής, προκειμένου να αποδειχθεί η χορήγηση ή μη της ετήσιας αδείας σε αυτήν της περιόδου 2001 – 2005 και β) των εκκαθαριστικών μισθοδοσίας με τις υπογραφές της κατά την ίδια χρονική περίοδο, προκειμένου να αποδειχθεί η καταβολή των αποδοχών αδείας της, διαφορετικά το δικαστήριο όφειλε να συνάγει ομολογία περί της βασιμότητας των αγωγικών αξιώσεών της (στο σύνολό τους), επικαλούμενη ότι την εν λόγω επίδειξη είχε αυτή ζητήσει προφορικά πρωτοδίκως και με την προσθήκη στις προτάσεις της ενώπιον του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου. Από την επισκόπηση των σχετικών διαδικαστικών εγγράφων προκύπτει ότι το αίτημα επίδειξης εγγράφων υποβλήθηκε για πρώτη φορά μετά τη συζήτηση στις 24 Ιανουαρίου 2012 της υπόθεσης στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο με τη προσθήκη στις προτάσεις της εκκαλούσας και ήδη αναιρεσείουσας. Τέτοιο αίτημα αντιθέτως δεν είχε υποβληθεί προφορικά από την ενάγουσα και ήδη αναιρεσείουσα κατά τη συζήτηση της αγωγής στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο, όπως προκύπτει από τα πρακτικά της πρωτοβάθμιας δίκης. Επομένως το αίτημα επίδειξης εγγράφως δεν υποβλήθηκε παραδεκτώς ενώπιον του δευτεροβαθμίου δικαστηρίου, εφόσον υποβλήθηκε για πρώτη φορά μετά τη συζήτηση της υπόθεσης στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο. Πέραν τούτου το ως άνω αίτημα ήταν και αόριστο, αφού σε αυτό δεν γινόταν ρητή επίκληση της κατοχής των ανωτέρω εγγράφων από την εφεσίβλητη Τράπεζα, ούτε μνεία τυχόν υπάρχουσας επιχειρησιακής πρακτικής συνισταμένης στην υπογραφή των εκκαθαριστικών μισθοδοσίας και του βιβλίου αδειών από το προσωπικό της εφεσίβλητης Τράπεζας κατά την σε αυτό πληρωμή των αποδοχών του και κατά τη λήψη της αδείας του αντιστοίχως, λαμβανομένου υπόψη ότι τόσο κατά τη διάταξη της
παρ. 1 του άρθρου 18 του Ν.
1082/1980, όσο και κατά τη διάταξη της
παρ.3 του άρθρου 4 του Α.Ν.
539/1945, όπως αυτές ίσχυαν την επίδικη χρονική περίοδο των ετών 2001 έως 2005, η υπογραφή του εργαζομένου κατά την πληρωμή των αποδοχών του ή κατά τη λήψη από αυτόν της ετήσιας αδείας του δεν αποτελούσαν κατά νόμο στοιχείο των εκκαθαριστικού σημειώματος μισθοδοσίας που μπορούσε άλλωστε να εκδοθεί και μηχανογραφικά, ούτε του βιβλίου αδειών. Το ως άνω στοιχείο της υπογραφής του μισθωτού στο βιβλίο αδειών θεσπίσθηκε σε μεταγενέστερο χρόνο με το άρθρο 6 του ισχύοντος από 15.5.2009 Ν.
3762/2009 (ΦΕΚ Α 75), με το οποίο αντικαταστάθηκε η παρ. 3 του άρθρου 4 του ΑΝ
539/1945 και καταργήθηκε εκ νέου με το
άρθρο πρώτο υποπαρ. ΙΑ.5 παρ.3 του Ν.
4254/2014 (ΦΕΚ Α 85), με το οποίο αντικαταστάθηκε εκ νέου η ανωτέρω ρύθμιση του ΑΝ
539/1945. Επομένως το δευτεροβάθμιο δικαστήριο δεν είχε κατά νόμο υποχρέωση να αποφανθεί επί του πιο πάνω αιτήματος επίδειξης εγγράφων και κατά συνέπεια ο περί του αντιθέτου τρίτος λόγος αναίρεσης πρέπει να απορριφθεί.
Κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 11 περίπτ. γ του ΚΠολΔ αναίρεση επιτρέπεται και εάν το δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη αποδεικτικά μέσα που οι διάδικοι επικαλέσθηκαν και προσκόμισαν. Μεταξύ των αποδεικτικών μέσων που ιδρύουν τον κατά τη διάταξη αυτή λόγο αναίρεσης είναι και η δικαστική ομολογία, ήτοι η παραδοχή πραγματικού γεγονότος επιβλαβούς για τον διάδικο που ομολογεί και η οποία κατά το άρθρο 352 του ΚΠολΔ αποτελεί πλήρη απόδειξη εναντίον του διαδίκου που ομολόγησε, ανεξαρτήτως της τηρητέας διαδικασίας. Ο ανωτέρω λόγος ιδρύεται όταν το δικαστήριο της ουσίας, καίτοι ο διάδικος επικαλέσθηκε ομολογία του αντιδίκου του περιεχομένη στις προτάσεις του, εν τούτοις παρέλειψε να την εκτιμήσει και να την λάβει υπόψη του, παρόλο που πράγματι περιείχε συγκεκριμένη παραδοχή ενός κρισίμου γεγονότος που αποτελούσε τη βάση ισχυρισμού του επικαλουμένου την ομολογία διαδίκου (ΑΠ 469/2009, ΑΠ 1336/2008). Εξ άλλου κατά τη διάταξη του εδαφίου β του άρθρου 261 του ΚΠολΔ, εφόσον δεν αμφισβητήθηκε η αλήθεια κάποιου πραγματικού ισχυρισμού, απόκειται στο δικαστή να κρίνει σε συνδυασμό με την τυχόν γενική άρνηση και το σύνολο των ισχυρισμών των διαδίκων, αν συνάγεται ομολογία ή άρνηση. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι προϋπόθεση συναγωγής της λεγόμενης έμμεσης ομολογίας του διαδίκου σε σχέση με συγκεκριμένο πραγματικό ισχυρισμό του αντιδίκου του είναι να μην αμφισβητήθηκε ειδικώς από εκείνον ο πραγματικός αυτός ισχυρισμός. Αν συντρέχει η αρνητική αυτή προϋπόθεση, η οποία και μόνο ελέγχεται από τον Άρειο Πάγο με επισκόπηση του δικογράφου των προτάσεων (άρθ. 561 παρ.2 ΚΠολΔ), το δικαστήριο της ουσίας δικαιούται να κρίνει, ανελέγκτως ως προς τούτο, αν από το σύνολο των ισχυρισμών και τη γενική άρνηση που προβάλλεται συνάγεται ή όχι έμμεση ομολογία (ΑΠ 369/2008, ΑΠ 119/2008). Αν αντιθέτως υπάρχει τέτοια ειδική αμφισβήτηση και παρά ταύτα το δικαστήριο της ουσίας συνήγαγε ομολογία, υποπίπτει στη πλημμέλεια του άρθρου 559 αριθ. 11 περ. β του ΚΠολΔ, δηλαδή εκείνη της παρά το νόμο λήψης απόδειξης που δεν προσκομίσθηκε. Στη προκειμένη περίπτωση με τον τέταρτο λόγο αναίρεσης αληθώς εκ του αριθμού 11 περ. γ του άρθρου 559 του ΚΠολΔ [και όχι εκ του αριθμού 12 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ ο οποίος αφορά τη περίπτωση παραβίασης των ορισμών του νόμου σχετικά με την αποδεικτική δύναμη ληφθέντος (και όχι μη ληφθέντος) αποδεικτικού μέσου], ως και με τον περί τούτου συναφή πρώτο κατά ένα μέρος λόγο αναίρεσης, η αναιρεσείουσα ισχυρίζεται ότι η προσβαλλομένη απόφαση υπέπεσε στη πλημμέλεια της μη λήψης υπόψη της δικαστικής ομολογίας της εφεσίβλητης Τράπεζας περί της βασιμότητας του ισχυρισμού της ότι κατά την επίδικη χρονική περίοδο των ετών 2001 έως 2002 δεν έλαβε τις ετήσιες άδειες της στο σύνολό τους, η οποία (ομολογία) συνήγετο από τη ρητή παραδοχή στις προτάσεις της εφεσίβλητης Τράπεζας ότι η εκκαλούσα – ενάγουσα ουδέποτε υπέβαλε έγγραφη αίτηση για τη χορήγηση της ετήσιας αδείας της, παρόλο που τούτο προβλεπόταν από την περί τούτου ρύθμιση του άρθρου 23 παρ. 5 του έχοντος ισχύ νόμου Οργανισμού του Προσωπικού αυτής, την οποία (δικαστική ομολογία) προέβαλε με τη προσθήκη στις προτάσεις της σε αντίκρουση των ισχυρισμών της αντιδίκου της. Οι ανωτέρω λόγοι είναι απορριπτέοι ως αβάσιμοι, διότι από την επισκόπηση των προτάσεων της εφεσίβλητης στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο προκύπτει ότι η τελευταία ρητώς ισχυρίσθηκε στις προτάσεις της ότι η αναιρεσείουσα έλαβε τον αριθμό ημερών αδείας που επιθυμούσε κατά την επίδικη χρονική περίοδο και συνεπώς αμφισβήτησε τη βασιμότητα του ισχυρισμού της αναιρεσείουσας για τη (παντελή) μη χορήγηση της ετήσιας αδείας σε αυτήν κατά την ιδία χρονική περίοδο, ο δε ισχυρισμός αυτός δεν αντιβαίνει κατά λογική ακολουθία σε προηγούμενη παραδοχή στις προτάσεις της αναιρεσίβλητης ότι η αναιρεσείουσα ουδέποτε υπέβαλε αίτηση για τη χορήγηση της ετήσιας άδειας σε αυτήν. Συνακόλουθα το δευτεροβάθμιο δικαστήριο ορθώς δεν συνήγαγε από τις προτάσεις της αναιρεσίβλητης δικαστική ομολογία περί της μη χορήγησης του συνόλου των ημερών ετήσιας αδείας στην αναιρεσείουσα κατά το επίδικο διάστημα, εκ μόνης της παραδοχής σε αυτές (προτάσεις) της αναιρεσίβλητης της έλλειψης εγγράφων αιτήσεων της αναιρεσείουσας για την παροχή της ετήσιας άδειας. Κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 19 του ΚΠολΔ αναίρεση επιτρέπεται αν η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση και ιδίως αν δεν έχει καθόλου αιτιολογίες ή έχει αιτιολογίες αντιφατικές ή ανεπαρκείς σε ζήτημα που ασκεί ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης. Από τη διάταξη αυτή, η οποία αποτελεί κύρωση της παράβασης του άρθρου 93 παρ. 3 εδ. α του Συντάγματος που επιτάσσει ότι κάθε δικαστική απόφαση πρέπει να είναι ειδικά και εμπεριστατωμένα αιτιολογημένη, προκύπτει ότι ο προβλεπόμενος από αυτή λόγος αναίρεσης ιδρύεται όταν στην ελάσσονα πρόταση του δικανικού συλλογισμού δεν εκτίθενται καθόλου πραγματικά περιστατικά “έλλειψη αιτιολογίας”, ή όταν τα εκτιθέμενα δεν καλύπτουν όλα τα στοιχεία που απαιτούνται βάσει του πραγματικού του εφαρμοστέου κανόνα ουσιαστικού δικαίου για την επέλευση της έννομης συνέπειας που απαγγέλθηκε ή την άρνησή της “ανεπαρκής αιτιολογία”, ή όταν αντιφάσκουν μεταξύ τους “αντιφατική αιτιολογία” (ΟλΑΠ 1/1999). Ειδικότερα αντιφατικές αιτιολογίες έχει η απόφαση, όταν τα πραγματικά περιστατικά που αναγράφονται σε αυτήν και στηρίζουν το αποδεικτικό πόρισμα της για κρίσιμο ζήτημα, δηλαδή για ζήτημα αναφορικά με ισχυρισμό των διαδίκων που τείνει στη θεμελίωση ή κατάλυση του επιδίκου δικαιώματος, συγκρούονται μεταξύ τους και αλληλοαναιρούνται, αποδυναμώνοντας έτσι τη κρίση της απόφασης για την υπαγωγή η μη της συγκεκριμένης ατομικής περίπτωσης στο πραγματικό συγκεκριμένου κανόνα ουσιαστικού δικαίου, που συνιστά και το νομικό χαρακτηρισμό της ατομικής περίπτωσης. Αντίστοιχα ανεπάρκεια αιτιολογίας υπάρχει όταν από την απόφαση δεν προκύπτουν σαφώς τα περιστατικά που είτε είναι κατά νόμο αναγκαία για τη στοιχειοθέτηση στη συγκεκριμένη περίπτωση της διάταξης ουσιαστικού δικαίου που εφαρμόσθηκε, είτε αποκλείουν την εφαρμογή της, όχι όμως όταν υφίστανται ελλείψεις στην ανάλυση, στάθμιση και γενικώς στην εκτίμηση των αποδείξεων, εφόσον το πόρισμα από την εκτίμηση των αποδείξεων εκτίθεται με σαφήνεια και πληρότητα (ΟλΑΠ 15/2006). Το κατά νόμο αναγκαίο περιεχόμενο της ελάσσονος πρότασης προσδιορίζεται από τον εκάστοτε εφαρμοστέο κανόνα ουσιαστικού δικαίου, του οποίου το πραγματικό πρέπει να καλύπτεται πλήρως από τις παραδοχές της απόφασης στο αποδεικτικό της πόρισμα και να μην καταλείπονται αμφιβολίες. Ελλείψεις αναγόμενες μόνο στην ανάλυση και στάθμιση των αποδεικτικών μέσων και γενικότερα ως προς την αιτιολόγηση του αποδεικτικού πορίσματος, αν αυτό διατυπώνεται σαφώς, δεν συνιστούν ανεπαρκείς αιτιολογίες. Δηλαδή μόνο το τι αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε είναι ανάγκη να εκτίθεται στην απόφαση πλήρως και σαφώς και όχι γιατί αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε. Τα επιχειρήματα δε του δικαστηρίου που σχετίζονται με την εκτίμηση των αποδείξεων δεν συνιστούν παραδοχές επί τη βάσει των οποίων διαμορφώνεται το αποδεικτικό πόρισμα και ως εκ τούτου δεν αποτελούν “αιτιολογία”, ώστε στο πλαίσιο της διάταξης του αριθμού 19 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ να επιδέχονται μομφή για αντιφατικότητα ή ανεπάρκεια. Ούτε εξ άλλου ιδρύεται ο ανωτέρω λόγος αναίρεσης του αριθμού 19 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ εξ αιτίας του ότι το δικαστήριο δεν αναλύει ιδιαιτέρως και διεξοδικά τα μη συνιστώντα αυτοτελείς ισχυρισμούς επιχειρήματα των διαδίκων (ΑΠ 1420/2013, ΑΠ 1703/2009, ΑΠ 1202/2008, ΑΠ 520/1995). Για να είναι ορισμένος ο λόγος αναίρεσης, με τον οποίο αποδίδεται ότι η προσβαλλομένη απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση εξαιτίας ανεπαρκών ή αντιφατικών αιτιολογιών, πρέπει στο αναιρετήριο, πλην της αναφοράς στη διάταξη του ουσιαστικού δικαίου που παραβιάσθηκε και του προταθέντος ουσιώδους αυτοτελούς ισχυρισμού και των θεμελιούντων αυτόν πραγματικών περιστατικών, να αναφέρονται οι ουσιαστικές παραδοχές της προσβαλλομένης απόφασης και να εξειδικεύονται οι ανεπάρκειες ή οι αντιφάσεις που προσάπτονται στις ως άνω παραδοχές, δηλαδή να διαλαμβάνεται ποίες επιπλέον αιτιολογίες έπρεπε να περιλαμβάνει η απόφαση του δικαστηρίου της ουσίας ή που εντοπίζονται οι αντιφάσεις (ΟλΑΠ 20/2005, ΑΠ 1184/2015). Στη προκειμένη περίπτωση με τον πέμπτο εκ του αριθμού 19 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ λόγο αναίρεσης η αναιρεσείουσα επικαλούμενη την στον προηγούμενο λόγο μη λήψη υπόψη της δικαστικής ομολογίας της εφεσίβλητης Τράπεζας προσάπτει στη προσβαλλομένη απόφαση τη πλημμέλεια ότι περιέχει μη νόμιμη και αντιφατική αιτιολογία. Με το περιεχόμενο αυτό ο ανωτέρω λόγος είναι αόριστος, αφού δεν αναφέρεται στο αναιρετήριο ποίες είναι οι αποδιδόμενες στη προσβαλλομένη απόφαση αντιφάσεις. Σημειώνεται ότι η εκ μέρους της αναιρεσείουσας παράλειψη της υποβολής έγγραφης αίτησης για τη χορήγηση της ετήσιας άδειας, παρά τη σχετική πρόβλεψη του άρθρου 23 παρ.5 εδ. β του έχοντος ισχύ νόμου Οργανισμού Προσωπικού της …ς Τράπεζας που προβλέπει την με μέριμνα των Προϊσταμένων των Καταστημάτων και των Υπηρεσιών συλλογή κατά μήνα Ιανουάριο κάθε έτους των σχετικών αιτήσεων των υπαλλήλων για τη χορήγηση της αδείας, προκειμένου να καταρτισθεί το πρόγραμμα των αδειών, δεν αποκλείει κατά λογική ακολουθία τη χορήγηση της ετήσιας αδείας ή έστω μέρους αυτής στο εν λόγω προσωπικό, ιδία των κατεχόντων θέση επικεφαλής καταστήματος, ενόψει μάλιστα και των διατάξεων της εργατικής νομοθεσίας ότι η υποβολή σχετικής αίτησης δεν συνιστά τυπική προϋπόθεση για τη χορήγηση της ετήσιας άδειας, στις οποίες ρητώς άλλωστε παραπέμπει ο εν λόγω οργανισμός, και επομένως δεν ενέχει αντίφαση. Κατά τη διάταξη του εδαφίου β του αριθμού 1 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ η παράβαση των διδαγμάτων κοινής πείρας αποτελεί λόγο αναίρεσης μόνο αν τα διδάγματα αυτά αφορούν την ερμηνεία κανόνων δικαίου ή την υπαγωγή των πραγματικών γεγονότων σ’ αυτούς. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι ο σχετικός αναιρετικός λόγος δεν ιδρύεται όταν τα διδάγματα της κοινής πείρας χρησιμεύουν για την εκτίμηση των αποδείξεων (ΑΠ 1652/2009). Ειδικότερα τα διδάγματα της κοινής πείρας, δηλαδή οι γενικές και αφηρημένες αρχές για την εξέλιξη των πραγμάτων που συνάγονται από τη παρατήρηση του καθημερινού βίου, την επιστημονική έρευνα και την εν γένει επαγγελματική ενασχόληση, μπορούν να χρησιμοποιηθούν είτε για να εξακριβωθεί η βασιμότητα των πραγματικών περιστατικών, που αποτελούν το αντικείμενο της απόδειξης (άρθρο 336 παρ. 4 ΚΠολΔ), είτε να γίνει μετά την εξακρίβωση της βασιμότητας αυτών η υπαγωγή σε νομικούς κανόνες (άρθρο 559 αριθ.1 του ΚΠολΔ). Αν στη πρώτη περίπτωση, χρησιμοποιώντας τα διδάγματα της κοινής πείρας ή τα πορίσματα της επιστήμης αντίθετα προς τις αρχές της λογικής, το δικαστήριο διαγνώσει εσφαλμένως ότι συνέτρεξαν ή όχι τα περιστατικά που στηρίζουν το δικαίωμα, δεν υπάρχει παραβίαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου και συνακόλουθα δεν ιδρύεται ο εκ του αριθμού 1 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ λόγος αναίρεσης. Αν πάλι το δικαστήριο παραλείψει εντελώς να τα χρησιμοποιήσει, η παράλειψη αυτή δεν ελέγχεται ούτε από τον αριθμό 11 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ, καθόσον, όπως συνάγεται από τα άρθρα 336 παρ. 4 και 339 του ΚΠολΔ, τα διδάγματα της κοινής πείρας δεν καταλέγονται στα αποδεικτικά μέσα (ΟλΑΠ 5/2008). Εξάλλου από τις διατάξεις των άρθρων 335, 338 έως 340 και 346 του ιδίου Κώδικα συνάγεται ότι το δικαστήριο της ουσίας, προκειμένου να διαγνώσει την αλήθεια των πραγματικών ισχυρισμών που ασκούν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης, αφενός μεν υποχρεούται να λάβει υπόψη του όλα τα αποδεικτικά μέσα που νόμιμα επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι, τα οποία κατά νόμο είναι ισοδύναμα, αφετέρου δε απόκειται σε αυτό να κρίνει την αποδεικτική βαρύτητα καθενός (ΑΠ 479/2010, ΑΠ 81/2007), ενόψει της κατά το άρθρο 340 του ΚΠολΔ αρχής της ελεύθερης εκτίμησης των αποδείξεων, με την επιφύλαξη των περιπτώσεων που ο νόμος προσδίδει σε ορισμένα αποδεικτικά μέσα αυξημένη αποδεικτική δύναμη, όπως η δικαστική ομολογία (άρθρο 352 ΚΠολΔ) ή έγγραφα που παράγουν πλήρη απόδειξη (άρθ. 438 επ. 445 ΚΠολΔ). Επομένως στη περίπτωση που το δικαστήριο της ουσίας δώσει μεγαλύτερη ή μικρότερη βαρύτητα ή αξιοπιστία σε ένα από τα ισοδύναμα αποδεικτικά μέσα, στο πλαίσιο της ελεύθερης εκτίμησης των αποδείξεων (άρθ. 340 του ΚΠολΔ) δεν ιδρύεται αναιρετικός λόγος και δη εκείνος από τον αριθμό 12 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ (ΑΠ 593/2014, ΑΠ 1311/2010, ΑΠ 1417/2009). Στη προκειμένη περίπτωση με τον έκτο κατά ένα σκέλος εκ του αριθμού 1 περ. β του άρθρου 559 του ΚΠολΔ λόγο αναίρεσης και αληθώς και εκ του αριθμού 12 του ιδίου άρθρου, ως και με το συναφή κατά ένα μέρος έβδομο λόγο αναίρεσης, η αναιρεσείουσα προσάπτει στην προσβαλλομένη απόφαση τη πλημμέλεια ότι αυτή παραβίασε τα διδάγματα της κοινής πείρας, αφού χωρίς να προσκομισθεί το επίσημο κατά την εργατική νομοθεσία βιβλίο αδειών, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η αναιρεσείουσα έλαβε αριθμό ημερών αδείας κατά το επίδικο χρονικό διάστημα, σύμφωνα με τα διαλαμβανόμενα στο από 5.2.2007 έγγραφο της Διεύθυνσης Ανθρωπίνου Δυναμικού της εφεσίβλητης Τράπεζας προς τη Διεύθυνση Νομικών Υπηρεσιών αυτής και τις χωρίς ημερομηνία και αριθμό πρωτοκόλλου μηχανογραφικές καταστάσεις της ως άνω Διεύθυνσης, τα οποία δεν έχουν καμία αποδεικτική βαρύτητα. Οι ανωτέρω λόγοι είναι αβάσιμοι, διότι ο σχετικός λόγος αναίρεσης δεν ιδρύεται από τυχόν παραβίαση των διδαγμάτων της κοινής πείρας κατά την αξιολόγηση του αποδεικτικού υλικού. Οι ίδιοι λόγοι κατά το μέρος που πλήττουν τη προσβαλλομένη απόφαση ως προς την αξιολόγηση της αποδεικτικής βαρύτητας των πιο πάνω εγγράφων είναι απαράδεκτοι. Κατά τη διάταξη του αριθμού 20 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ αναίρεση επιτρέπεται και εάν το δικαστήριο παραμόρφωσε το περιεχόμενο εγγράφου με το να δεχθεί πραγματικά γεγονότα προφανώς διαφορετικά από εκείνα που αναφέρονται στο έγγραφο αυτό. Ο ανωτέρω λόγος ιδρύεται μόνο όταν το δικαστήριο της ουσίας υπέπεσε, ως προς το έγγραφο, σε διαγνωστικό λάθος αναγόμενο στην ανάγνωση του εγγράφου (σφάλμα ανάγνωσης), με τη παραδοχή ότι περιέχει περιστατικά προδήλως διαφορετικά από εκείνα που πράγματι το έγγραφο αυτό περιελάμβανε, όχι δε και όταν από το περιεχόμενο του εγγράφου, το οποίο σωστά ανέγνωσε, συνάγει αποδεικτικό πόρισμα διαφορετικό από εκείνο που ο αναιρεσείων θεωρεί ορθό. Στην τελευταία περίπτωση πρόκειται για παράπονο αναφερόμενο στην εκτίμηση πραγματικών γεγονότων, που εκφεύγει κατά το άρθρο 561 παρ 1 του ιδίου Κώδικα του αναιρετικού ελέγχου. Πάντως για να θεμελιωθεί ο προαναφερόμενος λόγος αναίρεσης θα πρέπει το δικαστήριο της ουσίας να έχει στηρίξει το αποδεικτικό του πόρισμα αποκλειστικά ή κατά κύριο λόγο στο έγγραφο που φέρεται ότι παραμορφώθηκε, όχι δε όταν το έχει συνεκτιμήσει απλώς, μαζί με άλλα αποδεικτικά μέσα, χωρίς να εξαίρει το έγγραφο, αναφορικά με το πόρισμα στο οποίο κατέληξε για την ύπαρξη ή μη του αποδεικτέου γεγονότος (ΟλΑΠ 2/2008). Για να είναι ορισμένος και συνεπώς παραδεκτός ο ανωτέρω λόγος αναίρεσης πρέπει να αναγράφονται στο αναιρετήριο α) το έγγραφο που παραμορφώθηκε, κατά τρόπο που να προκύπτει η ταυτότητά του, β) το αληθινό περιεχόμενο του εγγράφου (κατά λέξη παρατιθέμενο), γ) το διαφορετικό περιεχόμενο που το δικαστήριο της ουσίας δέχθηκε ότι έχει το έγγραφο αυτό, ούτως ώστε από τη σύγκριση του αληθινού περιεχομένου του εγγράφου με εκείνο που φέρεται να δέχθηκε η προσβαλλομένη απόφαση να υπάρχει η δυνατότητα κρίσης από τον Άρειο Πάγο περί της ύπαρξης διαγνωστικού σφάλματος κατά την ανάγνωση του εγγράφου, δ) έστω και εμμέσως, ο ουσιώδης ισχυρισμός , για την απόδειξη ή ανταπόδειξη του οποίου χρησιμοποιήθηκε το έγγραφο, ε) η επιρροή που είχε η λανθασμένη ανάγνωση του εγγράφου στο διατακτικό της απόφασης, δηλαδή το επιζήμιο για τον αναιρεσείοντα συμπέρασμα, στο οποίο κατέληξε το δικαστήριο εξαιτίας της παραμόρφωσης του εγγράφου (ΑΠ 333/2011, ΑΠ 113/2010, ΑΠ 1573/2006). Στη προκειμένη περίπτωση με τον έβδομο κατά το ένα σκέλος του εκ του αριθμού 20 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ λόγο αναίρεσης η αναιρεσείουσα προσάπτει στη προσβαλλομένη απόφαση τη πλημμέλεια ότι με το να δεχθεί ότι από τα προσκομιζόμενα και επικαλούμενα από την ενάγουσα έντυπα προγραμματισμού κανονικών αδειών μονάδων της εναγομένης Τράπεζας των ετών 1997 έως 2005, καθώς και από τις προσκομιζόμενες και επικαλούμενες καταστάσεις της Διευθύνσεως Ανθρωπίνου Δυναμικού και τέλος από το από 5.2.2007 έγγραφο της αυτής Διευθύνσεως προς την Διεύθυνση Νομικών Υπηρεσιών της εναγομένης προκύπτει ότι η ενάγουσα κατά το επίδικο χρονικό διάστημα των ετών 2001 έως 2005 δεν έλαβε κάθε έτος ολόκληρη την ετήσια άδεια αναψυχής, αλλά μέρος αυτής, προέβη στην παραμόρφωση των ως άνω εγγράφων. Με αυτό το περιεχόμενο ο ανωτέρω λόγος είναι αόριστος, αφού δεν διαλαμβάνεται σε αυτόν το αληθινό κατά λέξη περιεχόμενο των πιο πάνω εγγράφων, ούτε το περιεχόμενο που έγινε δεκτό ότι έχουν τα έγγραφα αυτά με τη προσβαλλομένη απόφαση. Μάλιστα η αναιρεσείουσα ταυτίζει το αληθινό κατ’ αυτήν περιεχόμενο των πιο πάνω εγγράφων με τις παραδοχές της προσβαλλομένης απόφασης (βλ. σελ. 83 του αναιρετηρίου). Κατά την διάταξη του άρθ. 559 αριθ. 11 περ. α’ ΚΠολΔ αναίρεση επιτρέπεται και εάν το δικαστήριο έλαβε υπόψη αποδεικτικά μέσα που ο νόμος δεν επιτρέπει. Εξ άλλου κατά τη διάταξη του άρθ. 671 παρ. 1 εδ. α’ ΚΠολΔ, που εφαρμόζεται και στην κατ’ έφεση δίκη, σύμφωνα με το άρθ. 674 παρ. 2 του ίδιου Κώδικα, όπως αυτές ίσχυαν πριν το Ν. 4335/2015, προκύπτει ότι στις υποθέσεις που εκδικάζονται κατά την ειδική διαδικασία των άρθ. 663 επ. αυτού (διαδικασία εργατικών διαφορών) λαμβάνονται υπόψη τόσο στη πρωτοβάθμια, όσο και στη δευτεροβάθμια δίκη, προς απόδειξη ή ανταπόδειξη ασκούντος ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης ισχυρισμού, και αποδεικτικά μέσα που δεν πληρούν τους όρους του νόμου, όπως και έγγραφα αχρονολόγητα, ανεπικύρωτα ή άκυρα ή ανυπόγραφα ή ιδιωτικά υπέρ του εκδότη τους, και γενικότερα κάθε είδους έγγραφα (ΑΠ 389/2015, ΑΠ 633/1994). Κατ’ εξαίρεση δεν λαμβάνονται μόνο υπόψη πλαστά ή μη γνήσια έγγραφα, γιατί δεν συγχωρείται η χρησιμοποίηση ψευδών αποδεικτικών στοιχείων, ως και ένορκες βεβαιώσεις για τις οποίες δεν τηρήθηκε η καθορισμένη διαδικασία (ΟλΑΠ 15/2003). Στη προκειμένη περίπτωση με τον όγδοο και ένατο αληθώς εκ του αριθμού 11 εδ.α του άρθρου 559 ΚΠολΔ λόγους αναίρεσης (και όχι εκ του αριθμού 1 του ιδίου άρθρου που αφορά παραβιάσεις κανόνων ουσιαστικού και όχι δικονομικού δικαίου, ούτε εκ του αριθμού 11 εδ. γ του ιδίου άρθρου που αφορά τη μη λήψη υπόψη αποδεικτικών μέσων που οι διάδικοι είχαν νόμιμα επικαλεσθεί και προσκομίσει και όχι τη λήψη υπόψη κατά νόμο μη επιτρεπτών αποδεικτικών μέσων που διαλαμβάνεται ως εδάφιο α στη διάταξη αυτή), ως και με το συναφή έκτο κατά ένα μέρος του, η αναιρεσείουσα προσάπτει στη προσβαλλομένη απόφαση τη πλημμέλεια ότι προκειμένου να καταλήξει στο συμπέρασμα ότι η αναιρεσείουσα έλαβε μέρος των ημερών κανονικής της αδείας κατά τη χρονική περίοδο 2001 – 2005, έλαβε υπόψη της τα προσκομιζόμενα και επικαλούμενα από την ενάγουσα έντυπα προγραμματισμού κανονικών αδειών μονάδων της εναγομένης Τράπεζας των ετών 1997 έως 2005, καθώς και τις προσκομιζόμενες και επικαλούμενες καταστάσεις της Διευθύνσεως Ανθρωπίνου Δυναμικού και τέλος το από 5.2.2007 έγγραφο της αυτής Διευθύνσεως προς την Διεύθυνση Νομικών Υπηρεσιών της εναγομένης, από τα οποία τα προσκομισθέντα με επίκληση από την εναγομένη Τράπεζα έγγραφα ήταν μηχανογραφημένες καταστάσεις, που δεν έφεραν ούτε βέβαιη χρονολογία, ούτε ημερομηνία, ούτε αριθμό πρωτοκόλλου και ως εκ τούτου έλαβε υπόψη της άκυρα και ανυπόστατα έγγραφα, προκειμένου αυτή να καταλήξει στο αποδεικτικό της πόρισμα. Οι ανωτέρω λόγοι, ανεξαρτήτως του ότι οι επικαλούμενες ελλείψεις δεν καθιστούν άκυρα τα έγγραφα αυτά, είναι αβάσιμοι, διότι στην εργατική διαδικασία λαμβάνονται υπόψη προς απόδειξη ή ανταπόδειξη κάθε είδους έγγραφα, με εξαίρεση πλαστά ή μη γνήσια έγγραφα, περί των οποίων δεν πρόκειται. Σημειωτέον ότι με τον ένατο λόγο αναίρεσης, καίτοι η αναιρεσείουσα επικαλείται το περιεχόμενο του άρθρου 559 αριθ.11 εδ. γ του ΚΠολΔ, που αφορά τη μη λήψη υπόψη αποδεικτικών μέσων που νόμιμα επικαλέσθηκαν και προσκομίσθηκαν από τους διαδίκους, δεν διαλαμβάνει στο σχετικό λόγο κάποιο παράπονο εάν κάποια από τα έγγραφα που με επίκληση προσκομίσθηκαν στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο δεν ελήφθησαν από αυτό υπόψη και ποία ήταν τα έγγραφα αυτά και επομένως κατά τούτο ο σχετικός λόγος είναι απορριπτέος ως αόριστος. Μη υπάρχοντος άλλου λόγου αναίρεσης, πρέπει η αίτηση αναίρεσης να απορριφθεί στο σύνολό της και να καταδικασθεί η αναιρεσείουσα, λόγω της ήττας της (άρθρ. 176 και 183 του ΚΠολΔ), στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων της αναιρεσίβλητης Τράπεζας, που παρέστη και κατέθεσε προτάσεις.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 27.5.2015 αίτηση αναίρεσης της υπ’ αριθ. 2686/2012 απόφασης του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών.
Καταδικάζει την αναιρεσείουσα στη πληρωμή των δικαστικών εξόδων της αναιρεσίβλητης, τα οποία ορίζει στο ποσό των χιλίων οκτακοσίων (1.800) ευρώ.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 13 Ιουνίου 2017.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 29 Ιουνίου 2017.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ
Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ