Απόφαση 768 / 2018 (Β2, ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ)
Περίληψη
Επί παροχής εργασίας από άκυρη, για οποιονδήποτε λόγο, σύμβαση, ο εργοδότης υποχρεούται, ως καθιστάμενος αδικαιολόγητα πλουσιότερος, στην απόδοση της ωφέλειας που αποκόμισε (από την εργασία του μισθωτού), η οποία συνίσταται στον μισθό (αποδοχές) που αυτός θα κατέβαλλε, αν ήταν έγκυρη η σύμβαση, για την ίδια εργασία σε πρόσωπο με τις ικανότητες και τα προσόντα του ακύρως απασχοληθέντος και υπό τις αυτές συνθήκες (ΑΠ 790/2017, ΑΠ 950/2014, ΑΠ 5/2012) .
Οι αποδοχές και το επίδομα άδειας καθώς και τα επιδόματα εορτών, καταβάλλονται σε όλους τους μισθωτούς που απασχολούνται και με απλή σχέση εργασίας, καθόσον οι αξιώσεις τους αυτές θεμελιώνονται απευθείας στις ως άνω διατάξεις και όχι στις διατάξεις για τον αδικαιολόγητο πλουτισμό (ΑΠ 790/2017, ΑΠ 131/2015, 950/2014, 1824/2011), υπολογίζονται δε με βάση τις πράγματι καταβαλλόμενες (τακτικές) αποδοχές, που περιλαμβάνουν τον καταβαλλόμενο συμβατικό ή νόμιμο μισθό (ή ημερομίσθιο) και οποιαδήποτε άλλη παροχή τακτικά καταβαλλομένη ως αντάλλαγμα της εργασίας (ΑΠ 790/2017, ΑΠ 950/2014).
Εξάλλου από τις διατάξεις των άρθρων 1 παρ. 2, 5 παρ. 3, 6 παρ. 1, 8 και 9 παρ. 1 ν. 3198/1955 και εκείνες των άρθρων 1 και 3 του ν. 2112/1920 συνάγεται ότι και σε περίπτωση σχέσης εργασίας από άκυρη σύμβαση, ο εργοδότης, όταν θέλει να παύσει να δέχεται την εργασία που του προσφέρεται πρέπει να καταγγείλει τη σχέση και να πληρώσει την αποζημίωση που οφείλει κατά το ν. 2112/1920ανάλογα με το χρόνο διάρκειας της σχέσης.
Αριθμός 768/2018
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Β2’ Πολιτικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Πηνελόπη Ζωντανού, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Απόστολο Παπαγεωργίου – Εισηγητή, Γεώργιο Μιχολιά, Θεόδωρο Τζανάκη και Νικόλαο Πιπιλίγκα, Αρεοπαγίτες.
Συνεδρίασε δημόσια στο Κατάστημά του, στις 13 Φεβρουαρίου 2018, με την παρουσία και της γραμματέως Αγγελικής Ανυφαντή, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ:
Του αναιρεσείοντος: νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου με την επωνυμία “ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΣ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ ΕΛΕΥΘΕΡΩΝ ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΙΩΝ (Ο.Α.Ε.Ε.)”, καθολικού διαδόχου του νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου με την επωνυμία “ΤΑΜΕΙΟ ΑΣΦΑΛΙΣΕΩΣ ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΙΩΝ ΚΑΙ ΒΙΟΤΕΧΝΩΝ ΕΛΛΑΔΟΣ (Τ.Ε.Β.Ε.)”, στη θέση του οποίου έχει υπεισέλθει το Νομικό Πρόσωπο Δημοσίου Δικαίου με την επωνυμία “ΕΝΙΑΙΟΣ ΦΟΡΕΑΣ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ Ε.Φ.Κ.Α.”, ως καθολικός διάδοχος του, σύμφωνα με το 72/2017 πρακτικό του δικαστηρίου τούτου, το που εδρεύει στην … και εκπροσωπείται νόμιμα, το οποίο εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο του Ιωάννα Ζωγράφου, που δεν κατέθεσε προτάσεις.
Της αναιρεσίβλητης: Δ. συζ. Ε. Κ., κατοίκου …, η οποία εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο της Ροδόπη Στέφα, με δήλωση κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ., που κατέθεσε προτάσεις.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 21/12/2009 αγωγή της ήδη αναιρεσίβλητης, που κατατέθηκε στο Ειρηνοδικείο Αθηνών.
Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 697/2011 του ίδιου Δικαστηρίου και 4828/2014 του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών.
Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί το αναιρεσείον νομικό πρόσωπο με την από 17/10/2014 αίτησή του.
Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω.
Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης Απόστολος Παπαγεωργίου ανέγνωσε την από 12/10/2015 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε την παραδοχή της κρινόμενης αίτησης αναίρεσης.
Η πληρεξούσια του αναιρεσείοντος ζήτησε την παραδοχή της αίτησης και την καταδίκη της αντιδίκου του στη δικαστική δαπάνη του.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
]1 Με την από 23-10-2014 αίτηση αναίρεσης προσβάλλεται η 4828/2014 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, που εκδόθηκε κατόπιν έφεσης του εναγομένου ΝΠΔΔ κατά της 697/2011 απόφασης του Ειρηνοδικείου Αθηνών. Το τελευταίο, δικάζοντας κατά τη διαδικασία των εργατικών διαφορών, δέχθηκε εν μέρει κατ’ ουσίαν την αγωγή και υποχρέωσε το εναγόμενο ΝΠΔΔ να καταβάλει στην ενάγουσα και ήδη αναιρεσίβλητη το ποσό των 7.180,11 ευρώ για δώρα Πάσχα και Χριστουγέννων, αποδοχές αδείας, διαφορές αποδοχών και αποζημίωση απόλυσης. Η προσβαλλόμενη απόφαση απέρριψε την έφεση κατ’ ουσία. Η αίτηση ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρα 552, 553, 556, 558, 564, 566 147 παρ. 7 και 144 παρ. 1 ΚΠολΔ). Είναι συνεπώς παραδεκτή (άρθρ. 577 ΚΠολΔ) και πρέπει να ερευνηθεί ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της (άρθρο 577 ΚΠολΔ).
2. Με το άρθρο 51 παρ. 1 του ν. 4387/2016 (Α’ 85) συνεστήθη, ως νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου, ο Ενιαίος Φορέας Κοινωνικής Ασφάλισης (Ε.Φ.Κ.Α.) με χρόνο έναρξης λειτουργίας την 1η Ιανουαρίου 2017, στον οποίο προβλέφθηκε η αυτοδίκαιη ένταξη, μεταξύ άλλων, και του Κλάδου Κύριας Ασφάλισης του Οργανισμού Ασφάλισης Ελευθέρων Επαγγελματιών (Ο.Α.Ε.Ε.) (άρθρο 53 παρ. 1 περιπτ. Δ) και ο οποίος, σύμφωνα με το άρθρο 70 παρ. 9 του ίδιου ως άνω νόμου, συνεχίζει τις εκκρεμείς δίκες που αφορούν διαφορές ή υποθέσεις των εντασσομένων σ’ αυτόν φορέων κύριας ασφάλισης.
Συνεπώς, νομίμως παρέστη και συνεχίζει την παρούσα δίκη, νομιμοποιούμενος πλέον ενεργητικώς ως διάδικος ο Ε.Φ.Κ.Α.
3. Από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 3, 174, 180, 904 και 908 ΑΚ, 1 παρ. 1 ν. 1082/1980, 1 παρ. 1 και 2 και 3 παρ. 1 και 2 της ΚΥΑ 19040/1981, 1 παρ. 1, 2 και 3 α.ν. 539/1945, 3 παρ. 16 ν. 4504/1966, άρθρου μόνου του ν. 133/1975 που κύρωσε την από 26.2.1975 ΕΓΣΣΕ, 1 ν. 435/1976, 6 της από 14.2.1984 ΕΓΣΣΕ (που δημοσιεύθηκε με την ΥΑ 11770/1984, ΦΕΚ Β’ 81) και 4 ν. 2874/2000, όπως το τελευταίο ίσχυσε μετά την αντικατάστασή του με το άρθρο 1 του ν. 3385/2005 από 1.10.2005 και πριν οι παράγραφοί του 1, 3 και 5 αντικατασταθούν και πάλι, με την παράγραφο 10 του άρθρου 74 του ν. 3863/2010, που ενδιαφέρει εν προκειμένω, προκύπτουν τα εξής:
1) Επί παροχής εργασίας από άκυρη, για οποιονδήποτε λόγο, σύμβαση, ο εργοδότης υποχρεούται, ως καθιστάμενος αδικαιολόγητα πλουσιότερος, στην απόδοση της ωφέλειας που αποκόμισε (από την εργασία του μισθωτού), η οποία συνίσταται στον μισθό (αποδοχές) που αυτός θα κατέβαλλε, αν ήταν έγκυρη η σύμβαση, για την ίδια εργασία σε πρόσωπο με τις ικανότητες και τα προσόντα του ακύρως απασχοληθέντος και υπό τις αυτές συνθήκες (ΑΠ 790/2017, ΑΠ 950/2014, ΑΠ 5/2012) και
2) Οι αποδοχές και το επίδομα άδειας καθώς και τα επιδόματα εορτών, καταβάλλονται σε όλους τους μισθωτούς που απασχολούνται και με απλή σχέση εργασίας, καθόσον οι αξιώσεις τους αυτές θεμελιώνονται απευθείας στις ως άνω διατάξεις και όχι στις διατάξεις για τον αδικαιολόγητο πλουτισμό (ΑΠ 790/2017, ΑΠ 131/2015, 950/2014, 1824/2011), υπολογίζονται δε με βάση τις πράγματι καταβαλλόμενες (τακτικές) αποδοχές, που περιλαμβάνουν τον καταβαλλόμενο συμβατικό ή νόμιμο μισθό (ή ημερομίσθιο) και οποιαδήποτε άλλη παροχή τακτικά καταβαλλομένη ως αντάλλαγμα της εργασίας (ΑΠ 790/2017, ΑΠ 950/2014).
Εξάλλου από τις διατάξεις των άρθρων 1 παρ. 2, 5 παρ. 3, 6 παρ. 1, 8 και 9 παρ. 1 Ν. 3198/1955 και εκείνες των άρθρων 1 και 3 του ν. 2112/1920συνάγεται ότι και σε περίπτωση σχέσης εργασίας από άκυρη σύμβαση, ο εργοδότης, όταν θέλει να παύσει να δέχεται την εργασία που του προσφέρεται πρέπει να καταγγείλει τη σχέση και να πληρώσει την αποζημίωση που οφείλει κατά το ν. 2112/1920 ανάλογα με το χρόνο διάρκειας της σχέσης.
Η αποζημίωση αυτή οφείλεται στον εργαζόμενο αμέσως από το νόμο και όχι κατά τις διατάξεις για αδικαιολόγητο πλουτισμό (ΟλΑΠ 192/1962, ΑΠ 790/2017, ΑΠ 131/2015, 892/2003, 1435/1991), υπολογίζεται δε βάσει των, κατά την ανωτέρω έννοια, τακτικών αποδοχών του κατά τον τελευταίο μήνα υπό καθεστώς πλήρους απασχόλησης, δηλαδή του μισθού και κάθε άλλης παροχής, η οποία χορηγείται σταθερά και μόνιμα ως συμβατικό ή νόμιμο αντάλλαγμα της παρεχόμενης εργασίας (ΑΠ 790/2017, ΑΠ 1254/2013, ΑΠ 194/2011, ΑΠ 1033/2008).
Τέλος κατά τη διάταξη του άρθρου 560 αρ.1 (559 αρ.1) του ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται αν παραβιάσθηκε κανόνας του ουσιαστικού δικαίου (ημεδαπού ή αλλοδαπού) στους οποίους περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί κανόνες των δικαιοπραξιών. Ο κανόνας δικαίου παραβιάζεται, αν δεν εφαρμοσθεί ενώ συντρέχουν οι πραγματικές προϋποθέσεις για την εφαρμογή του, ή αν εφαρμοσθεί ενώ δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις αυτές, καθώς και αν εφαρμοστεί εσφαλμένα, η δε παραβίαση εκδηλώνεται είτε με ψευδή ερμηνεία, είτε με κακή εφαρμογή, δηλαδή με εσφαλμένη υπαγωγή (ΟλΑΠ 7/2006, ΟλΑΠ 4/2005). Με τον άνω λόγο αναίρεσης ελέγχονται τα σφάλματα του δικαστηρίου κατά την εκτίμηση του νόμω βάσιμου της αγωγής ή των ισχυρισμών των διαδίκων, καθώς και τα νομικά σφάλματα κατά την έρευνα της ουσίας της διαφοράς. Ελέγχεται, δηλαδή αν αγωγή, ένσταση κ.λπ. ορθώς απορρίφθηκε ως μη νόμιμη ή αν, κατά παράβαση ουσιαστικού κανόνα δικαίου, έγινε δεκτή ως νόμιμη ή απερρίφθη ή έγινε δεκτή κατ’ ουσίαν (ΟλΑΠ 10/2011, ΑΠ 1388/2015, ΑΠ 1318/2015 ).
Στην προκειμένη περίπτωση, με την προσβαλλομένη απόφασή του, το Μονομελές Πρωτοδικείο, δικάσαν ως Εφετείο, δέχθηκε, κατά την ανέλεγκτη ουσιαστική του κρίση, ως προς τα για το ενδιαφέροντα εδώ θέματα, τα ακόλουθα: Η ενάγουσα προσελήφθη από το εναγόμενο ΝΠΔΔ, προκειμένου να προσφέρει τις υπηρεσίες της ως καθαρίστρια στα γραφεία αυτού, την 1η Σεπτεμβρίου του έτους 1987, απασχολήθηκε δε, δυνάμει απλής σχέσης εξαρτημένης εργασίας, λόγω ακυρότητας αυτής καθόσον δεν τηρήθηκε ο απαιτούμενος κατά νόμο έγγραφο τύπος (άρθρο 84 εδάφια α, γ και δ του ν.δ 321/1969 Περί Κώδικας Δημοσίου Λογιστικού), μέχρι την 15η Ιουλίου 2009, οπότε το εναγόμενο, την απέλυσε με εξώδικη καταγγελία της μεταξύ τους συμβατικής σχέσης. Καθόλο το χρονικό διάστημα της απασχόλησής της, εργάσθηκε καθημερινώς και αδιαλείπτως επί εξάωρο ημερησίως (ήτοι από 13.30 έως 19.30 ) στα γραφεία του ΤΕΒΕ στην περιοχή …, αντί καταβαλλόμενων μηνιαίων αποδοχών για το επίδικο χρονικό διάστημα ετών 2008 και 2009 ‚ποσού 570,17 μεικτά και 365,38 ευρώ καθαρά, το ύψος των οποίων δεν αμφισβητεί ειδικά το εναγόμενο…. Βάσει λοιπόν της ανωτέρω έννομης σχέσης, ήτοι της απλής σχέσης εργασίας, το εναγόμενο οφείλει στην ενάγουσα τις αιτούμενες αποδοχές για το ένδικο χρονικό διάστημα…. Ως εκ τούτου οι σχετικώς προβαλλόμενοι λόγοι έφεσης, ερειδόμενοι στο ότι η ενάγουσα συνδεόταν με σύμβαση έργου και όχι με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας‚ τυγχάνουν στο σύνολό τους απορριπτέοι ως αβάσιμοι. Περαιτέρω, από τις διατάξεις των άρθρων 1 παρ. 2, 5 παρ. 3, 6 παρ. 1,8 και 9 παρ. 1 του Ν.3198/1955 ‚συνάγεται ότι και σε περίπτωση σχέσης εργασίας από άκυρη σύμβαση ο μισθωτός δικαιούται την αποζημίωση που προβλέπει για την καταγγελία ο Ν 2112/1920 ή το β. δ της 16/18-7-1920 ανάλογα με το χρόνο διάρκειας της σχέσης εργασίας, αφού μάλιστα η αποζημίωση αυτή, κατά το Ν. 2112/1920 ή το ως άνω β. δ, που αποσκοπεί στην εξασφάλιση των στοιχειωδών μέσων συντήρησης του εργαζομένου μέχρις ανεύρεσης από αυτόν νέας εργασίας, συνιστά μέτρο πρόνοιας, που είναι συγγενές προς τα λοιπά τοιαύτα, τα οποία, ως αποβλέποντα στην προστασία του εργαζομένου, προσήκον στον ίδιο τόσο εφόσον τελεί υπό έγκυρη σύμβαση εργασίας, όσο και εφόσον τελεί σε απλή σχέση εργασίας. Έτσι, λοιπόν, η ως άνω αποζημίωση οφείλεται στον εργαζόμενο αμέσως από το νόμο και όχι κατά τις διατάξεις από τον αδικαιολόγητο πλουτισμό, γι’ αυτό και αρκεί για τη νόμιμη θεμελίωση του σχετικού αιτήματος η επίκληση της σχέσης εργασίας και η διάρκεια της, ως και η δια καταγγελίας λύση της, χωρίς να είναι κρίσιμο το κύρος της σύμβασης εργασίας (ΑΠ 1401/2011). Επομένως στην προκειμένη περίπτωση, το εναγόμενο, υποχρεούται‚ ως εργοδότης, να καταβάλει τη νόμιμη αποζημίωση λόγω απόλυσης, η οποία‚ προσαυξημένη κατά 1/6 για αναλογία επιδόματος, αδείας και δώρων‚ υπολογιζόμενη σε ημερομίσθια λόγω της ιδιότητάς της ως καθαρίστριας και δεδομένου ότι εργαζόταν στον αυτό εργοδότη (πρώην ΤΕΒΕ, νυν ΟΑΕΕ) πέραν των 21 ετών και δη από 1-9-1987, ανέρχεται στο ποσόν των 2.793 ευρώ, ως ορθώς έκρινε και η εκκαλούμενη, απορριπτόμενου του σχετικού λόγου έφεσης ως αβάσιμου. Με βάση τις παραδοχές αυτές το Μονομελές Πρωτοδικείο, επικύρωσε, με απόρριψη της έφεσης, την πρωτόδικη απόφαση, που είχε κρίνει ομοίως και είχε επιδικάσει επιδόματα εορτών, αποδοχών αδείας και επιδόματα αδείας καθώς και αποζημίωση απόλυσης ως οφειλόμενα στην αναιρεσίβλητη απασχολούμενη με απλή σχέση εργασίας Με την κρίση του αυτή το Μονομελές Πρωτοδικείο δεν παραβίασε τις προαναφερόμενες ουσιαστικού δικαίου διατάξεις Επομένως, ο μοναδικός λόγος αναίρεσης, από το άρθρο 560 αριθμ. 1 ΚΠολΔ, είναι αβάσιμος. 4. Κατ’ ακολουθία των ανωτέρω πρέπει η κρινόμενη αίτηση αναίρεσης ν’ απορριφθεί. Τέλος πρέπει να καταδικασθεί το ΝΠΔΔ με την επωνυμία “Ενιαίος Φορέας Κοινωνικής Ασφάλισης” (Ε.Φ.Κ.Α.), ως καθολικό διάδοχο του ΟΑΕΕ, λόγω της ήττας του, στα δικαστικά έξοδα της αναιρεσίβλητης, σύμφωνα με το σχετικό αίτημα της τελευταίας (άρθρα 176, 183 και 191 παρ. 2 ΚΠολΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 17-10-2014 αίτηση για αναίρεση της 4828/2014 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών,
Και
Καταδικάζει το ΝΠΔΔ με την επωνυμία “Ενιαίος Φορέας Κοινωνικής Ασφάλισης” (Ε.Φ.Κ.Α.), στα δικαστικά έξοδα της αναιρεσίβλητης, τα οποία ορίζει στο ποσό των χιλίων οκτακοσίων (1.800) ευρώ
ΚΡΙΘΗΚΕ και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 20 Μαρτίου 2018.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΤΗΚΕ στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση, στο ακροατήριό του, στις 24 Απριλίου 2018.
Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ