Δικαστήριο ΕΕ: Τα όργανα αυτά έχουν την εξουσία να αφήσουν ανεφάρμοστη εθνική νομοθεσία η οποία δεν είναι σύμφωνη με το δίκαιο της Ένωσης
Με τη δημοσιευθείσα στις 4-12-2018 απόφασή του, το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης αποφαίνεται ότι ένα εθνικό όργανο που έχει συσταθεί με νόμο με σκοπό τη διασφάλιση της εφαρμογής του δικαίου της Ένωσης σε συγκεκριμένο τομέα πρέπει να έχει την αρμοδιότητα να αφήσει ανεφάρμοστο κανόνα του εθνικού δικαίου αντίθετο προς το δίκαιο της Ένωσης.
Επιπλέον, το ΔΕΕ επισημαίνει ότι τα όργανα αυτά, τα οποία είναι αρμόδια να εφαρμόζουν, στο πλαίσιο των αντίστοιχων αρμοδιοτήτων τους, το δίκαιο της Ένωσης, προκειμένου να διασφαλίσουν την πλήρη αποτελεσματικότητα του δικαίου αυτού, δεν υποχρεούνται να ζητούν ή να αναμένουν την προηγούμενη κατάργηση μίας εθνικής διατάξεως αντίθετης προς το δίκαιο αυτό διά της νομοθετικής οδού είτε διά οιασδήποτε άλλης συνταγματικώς προβλεπόμενης διαδικασίας.
Ιστορικό της υπόθεσης
Ο Ronald Boyle και δύο ακόμη πρόσωπα αποκλείστηκαν από τη διαδικασία προσλήψεως νέων αστυνομικών υπαλλήλων στο An Garda Síocháia (εθνικό σώμα αστυνομίας, Ιρλανδία) για τον λόγο ότι είχαν υπερβεί το ανώτατο όριο ηλικίας προσλήψεως που προβλέπεται από την κανονιστική απόφαση περί «προσλήψεων και διορισμών».
Κατά της αποφάσεως αυτής, οι R. Boyle κ.λπ. άσκησαν προσφυγή ενώπιον του Equality Tribunal (δικαστηρίου για θέματα ισότητας), υποστηρίζοντας ότι ο καθορισμός ανωτάτου ορίου ηλικίας προσλήψεως στο εθνικό σώμα αστυνομίας συνιστά δυσμενή διάκριση απαγορευόμενη τόσο από την οδηγία 2000/78/ΕΚ (για την ίση µεταχείριση στην απασχόληση και την εργασία) όσο και από τις διατάξεις του ιρλανδικού δικαίου για τη μεταφορά της εν λόγω οδηγίας στο εθνικό δίκαιο.
Ο Minister for Justice and Equality (Υπουργός Δικαιοσύνης και Ισότητας, Ιρλανδία) προέβαλε ένσταση αναρμοδιότητας του Equality Tribunal, για τον λόγο ότι το μέτρο που επέβαλλε ανώτατο όριο ηλικίας για τις προσλήψεις στις εθνικές αστυνομικές δυνάμεις αποτελούσε διάταξη του εθνικού δικαίου, οπότε μόνον τα δικαστήρια που είχαν συσταθεί βάσει του Ιρλανδικού Συντάγματος ήταν αρμόδια, κατά περίπτωση, να αποφασίσουν να μην εφαρμόσουν τέτοια διάταξη. Ωστόσο, το Equality Tribunal αποφάσισε να συνεχίσει την εξέταση της εν λόγω προσφυγής, διευκρινίζοντας εντούτοις ότι, στο πλαίσιο της διαδικασίας αυτής, θα εξετάσει και θα αποφανθεί επί του ζητήματος αρμοδιότητας που ήγειρε ο Υπουργός.
Κατόπιν αυτού, ο Υπουργός υπέβαλε στο High Court (ανώτερο δικαστήριο, Ιρλανδία) αίτηση με την οποία ζήτησε από το εν λόγω δικαστήριο να απαγορεύσει, με διαταγή απευθυνόμενη προς το Equality Tribunal, να ενεργήσει κατά τρόπο που θα ήταν ενδεχομένως παράνομος.
Το High Court δέχθηκε την αίτηση του Υπουργού με διάταξη απαγορεύουσα στο Equality Tribunal να αποφανθεί επί της προσφυγής των R. Boyle κ.λπ., καθώς έκρινε ότι το Equality Tribunal δεν είχε την αρμοδιότητα να εκδώσει νομικά δεσμευτική απόφαση διαπιστώνουσα τη μη συμβατότητα του εθνικού δικαίου με το δίκαιο της Ένωσης, δεδομένου ότι η αρμοδιότητα αυτή ανήκει ρητώς μόνο στο High Court δυνάμει του Ιρλανδικού Συντάγματος.
Το Equality Tribunal άσκησε αναίρεση κατά της διατάξεως αυτής ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, ήτοι του Supreme Court (Ανωτάτου Δικαστηρίου, Ιρλανδία).
Το Supreme Court επισημαίνει ότι, κατά το εθνικό δίκαιο, το Equality Tribunal, το οποίο έχει στο μεταξύ μετονομασθεί σε Workplace Relations Commission, δεν έχει αρμοδιότητα να αφήσει ανεφάρμοστες διατάξεις του εθνικού δικαίου που θεωρεί αντίθετες προς το δίκαιο της Ένωσης. Μόνον το High Court έχει την αρμοδιότητα αυτή και μπορεί, ως εκ τούτου, να επιληφθεί εγκύρως ένδικης διαφοράς η οποία, εφόσον γίνει δεκτή η προσφυγή, θα σήμαινε ότι αφήνεται ανεφάρμοστη διάταξη του εθνικού δικαίου, με την επιφύλαξη ασκήσεως εφέσεως ενώπιον του Court of Appeal (εφετείου, Ιρλανδία) ή αιτήσεως αναιρέσεως ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου.
Το Supreme Court θεωρεί επομένως ότι, κατά το εθνικό δίκαιο, η αρμοδιότητα εκδικάσεως υποθέσεων που αφορούν την ισότητα στην απασχόληση είναι επιμερισμένη μεταξύ, αφενός, της Workplace Relations Commission, η οποία είναι αρμόδια στην πλειονότητα των περιπτώσεων, και, αφετέρου, του High Court, οσάκις η αποδοχή μιας αιτήσεως στον τομέα αυτόν απαιτεί, μεταξύ άλλων, τη μη εφαρμογή κανόνων του εθνικού δικαίου που δεν είναι σύμφωνοι με το δίκαιο της Ένωσης. Το εν λόγω δικαστήριο φρονεί επίσης ότι, κατά το εθνικό δίκαιο και προκειμένου να διασφαλιστεί η συμμόρφωση με το δίκαιο της Ένωσης, το High Court είναι αρμόδιο να λαμβάνει τα μέτρα που είναι αναγκαία για την προάσπιση των δικαιωμάτων που απονέμονται από το δίκαιο της Ένωσης.
Ωστόσο, η Workplace Relations Commission υποστηρίζει ότι, ως φορέας που υπέχει τη γενική υποχρέωση να διασφαλίζει την τήρηση του εθνικού δικαίου και του δικαίου της Ένωσης σχετικά με την ίση μεταχείριση στην απασχόληση, πρέπει να διαθέτει όλες τις εξουσίες που είναι αναγκαίες για τον σκοπό αυτό. Θεωρεί, επομένως, ότι η κατανομή των αρμοδιοτήτων μεταξύ του High Court (ανώτερου δικαστηρίου) και της ίδιας δεν είναι σύμφωνη με το δίκαιο της Ένωσης, στον βαθμό που η κατανομή αυτή δεν της επιτρέπει να εκπληρώσει την εν λόγω υποχρέωση.
Υπ’ αυτές τις συνθήκες, το Supreme Court αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να ερωτήσει, κατ’ ουσίαν, το Δικαστήριο αν το δίκαιο της Ένωσης, και ειδικότερα η αρχή της υπεροχής του δικαίου αυτού, πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι αντιτίθεται σε εθνική ρύθμιση, όπως η επίμαχη στην κύρια δίκη, σύμφωνα με την οποία ένα εθνικό όργανο το οποίο έχει συσταθεί με νόμο με σκοπό τη διασφάλιση της εφαρμογής του δικαίου της Ένωσης σε συγκεκριμένο τομέα δεν έχει αρμοδιότητα να αποφασίσει να αφήσει ανεφάρμοστο εθνικό κανόνα δικαίου αντίθετο προς το δίκαιο της Ένωσης.
Απόφαση του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης
Με αυτή την απόφασή του, το Δικαστήριο υπογραμμίζει, καταρχάς, ότι πρέπει να γίνεται διάκριση μεταξύ της εξουσίας μη εφαρμογής, σε μια συγκεκριμένη περίπτωση, διατάξεως του εθνικού δικαίου αντίθετης προς το δίκαιο της Ένωσης και της εξουσίας ακυρώσεως μιας τέτοιας διατάξεως η οποία έχει ως –ευρύτερο– αποτέλεσμα το ανίσχυρο της διατάξεως αυτής.
Επιπλέον, το Δικαστήριο επισημαίνει ότι απόκειται στα κράτη μέλη να καθορίζουν τα δικαστήρια και/ή τα όργανα που είναι αρμόδια για τον έλεγχο του κύρους εθνικής διατάξεως και να προβλέπουν τα ένδικα βοηθήματα και τις διαδικασίες για την αμφισβήτηση του κύρους αυτού και, σε περίπτωση που η προσφυγή είναι βάσιμη, για την ακύρωση της εν λόγω διατάξεως καθώς και, ενδεχομένως, για τον προσδιορισμό των συνεπειών της ακυρώσεως αυτής.
Εντούτοις, το Δικαστήριο, υπενθυμίζει την πάγια νομολογία του, κατά την οποία η αρχή της υπεροχής του δικαίου της Ένωσης συνεπάγεται ότι τα εθνικά δικαστήρια τα οποία είναι επιφορτισμένα με την εφαρμογή, στο πλαίσιο των αντίστοιχων αρμοδιοτήτων τους, των διατάξεων του δικαίου της Ένωσης έχουν την υποχρέωση να διασφαλίζουν την πλήρη αποτελεσματικότητα των διατάξεων αυτών, αφήνοντας εν ανάγκη, αυτεπαγγέλτως, ανεφάρμοστη κάθε αντίθετη εθνική διάταξη, χωρίς να υποχρεούνται να ζητούν ή να αναμένουν την προηγούμενη κατάργησή της διά της νομοθετικής οδού είτε διά οιασδήποτε άλλης συνταγματικώς προβλεπόμενης διαδικασίας. Διευκρινίζει δε, με βάση πάλι τη νομολογία του, ότι το καθήκον να αφήνουν ανεφάρμοστη εθνική νομοθεσία αντίθετη προς το δίκαιο της Ένωσης δεν βαρύνει μόνον τα εθνικά δικαστήρια αλλά και όλα τα κρατικά όργανα, συμπεριλαμβανομένων των διοικητικών αρχών, τα οποία είναι επιφορτισμένα με την εφαρμογή, στο πλαίσιο των αντίστοιχων αρμοδιοτήτων τους, των διατάξεων του δικαίου της Ένωσης.
Κατά συνέπεια, σύμφωνα με το Δικαστήριο, η αρχή της υπεροχής του δικαίου της Ένωσης επιβάλλει όχι μόνο στα δικαστήρια αλλά σε όλες τις αρχές του κράτους μέλους να διασφαλίζουν την πλήρη αποτελεσματικότητα των κανόνων της Ένωσης.
Στη συνέχεια, το Δικαστήριο επισημαίνει ότι από την ίδια την οδηγία 200/78/ΕΚ προκύπτει ότι στα κράτη μέλη απόκειται να καθορίζουν τις διαδικασίες που αποσκοπούν στην τήρηση των υποχρεώσεων που απορρέουν από αυτή την οδηγία.
Όσον αφορά την υπόθεση εν προκειμένω, το Δικαστήριο παρατηρεί ότι, όπως προκύπτει από τα στοιχεία που περιλαμβάνονται στην αίτηση προδικαστικής αποφάσεως, ο Ιρλανδός νομοθέτης επέλεξε να απονείμει ειδική αρμοδιότητα για τη διασφάλιση της τηρήσεως της οδηγίας 2000/78/ΕΚ στην Workplace Relations Commission. Έτσι, η Workplace Relations Commission είναι όργανο συσταθέν από τον Ιρλανδό νομοθέτη προς εκπλήρωση της υποχρεώσεως που υπέχει η Ιρλανδία κατά την εν λόγω οδηγία.
Συνεπώς, κατά το Δικαστήριο, σε περίπτωση που η Workplace Relations Commission, ως όργανο στο οποίο έχει ανατεθεί από τον εθνικό νομοθέτη η αρμοδιότητα να διασφαλίζει την εφαρμογή της αρχής της απαγορεύσεως των διακρίσεων στην απασχόληση και την εργασία, όπως αυτή εξειδικεύεται με την οδηγία 2000/78/ΕΚ και τους νόμους περί ίσης μεταχειρίσεως, επιλαμβάνεται διαφοράς που αφορά την τήρηση της αρχής αυτής, η αρχή της υπεροχής του δικαίου της Ένωσης επιβάλλει σε αυτή να διασφαλίσει, εντός των ορίων των αρμοδιοτήτων της, την έννομη προστασία την οποία αντλούν οι ιδιώτες από το δίκαιο της Ένωσης και να εγγυηθεί την πλήρη αποτελεσματικότητα του εν λόγω δικαίου αφήνοντας εν ανάγκη ανεφάρμοστη κάθε τυχόν αντίθετη διάταξη της οικείας εθνικής ρύθμισης.
Πρόσθετα, το Δικαστήριο διευκρινίζει ότι, αν ένα όργανο όπως η Workplace Relations Commission, που έχει επιφορτισθεί με την αποστολή να μεριμνά, μεταξύ άλλων, για την τήρηση των υποχρεώσεων που απορρέουν από την εφαρμογή της οδηγίας 2000/78/ΕΚ, δεν μπορεί να διαπιστώσει ότι εθνική διάταξη είναι αντίθετη προς την εν λόγω οδηγία και, κατά συνέπεια, δεν μπορεί να αποφασίσει να αφήσει τη διάταξη αυτή ανεφάρμοστη, η πρακτική αποτελεσματικότητα των κανόνων της Ένωσης σχετικά με την ίση μεταχείριση στην απασχόληση και την εργασία θα υπονομευόταν.
Το Δικαστήριο, λοιπόν, συνάγει ότι από την αρχή της υπεροχής του δικαίου της Ένωσης, όπως έχει αυτή ερμηνευθεί από το Δικαστήριο με τη νομολογία του, απορρέει ότι τα όργανα που είναι αρμόδια να εφαρμόζουν, στο πλαίσιο των αντίστοιχων αρμοδιοτήτων τους, το δίκαιο της Ένωσης έχουν την υποχρέωση να λαμβάνουν όλα τα αναγκαία μέτρα προκειμένου να διασφαλίσουν την πλήρη αποτελεσματικότητα του δικαίου αυτού, αφήνοντας εν ανάγκη ανεφάρμοστη κάθε αντίθετη προς το δίκαιο αυτό εθνική διάταξη ή νομολογία. Τούτο σημαίνει ότι τα όργανα αυτά, προκειμένου να διασφαλίσουν την πλήρη αποτελεσματικότητα του δικαίου της Ένωσης, δεν υποχρεούνται να ζητούν ή να αναμένουν την προηγούμενη κατάργηση μιας τέτοιας διατάξεως διά της νομοθετικής οδού είτε διά οιασδήποτε άλλης συνταγματικώς προβλεπόμενης διαδικασίας.
Εκ των ανωτέρω, το Δικαστήριο αποφαίνεται ότι το δίκαιο της Ένωσης και, ειδικότερα, η αρχή της υπεροχής του δικαίου αυτού πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι αντιτίθεται σε εθνική ρύθμιση, όπως η επίμαχη στην κύρια δίκη, σύμφωνα με την οποία ένα εθνικό όργανο το οποίο έχει συσταθεί με νόμο με σκοπό τη διασφάλιση της εφαρμογής του δικαίου της Ένωσης σε συγκεκριμένο τομέα δεν έχει αρμοδιότητα να αποφασίσει να αφήσει ανεφάρμοστο εθνικό κανόνα δικαίου αντίθετο προς το δίκαιο της Ένωσης.
Το πλήρες κείμενο της αποφάσεως είναι διαθέσιμο στην ιστοσελίδα CURIA