Ζητούμενο παραμένει στη χώρα μας η ενίσχυση των επιχειρήσεων του κλάδου, που αντιμετωπίzουν την αδιαφορία του κράτους, το υψηλό ενεργειακό κόστος, την υπέρογκη φορολογία και την αδυναμία χρηματοδότησης
Από τον
Φώτη Κόλλια
Το τυπικό «λουκέτο», μετά τη διακοπή της ηλεκτροδότησής της, της Χαλυβουργικής, που ούτως ή άλλως είχε σταματήσει την παραγωγή της από το 2012, φέρνει στην επικαιρότητα την ανάγκη ενίσχυσης της ελληνικής βιομηχανίας. Παρά τις βαρύγδουπες εξαγγελίες συνεχόμενων κυβερνήσεων και τις μεμονωμένες προσπάθειες μικρών ή μεγάλων επιχειρήσεων για την ενίσχυση της διεθνούς παρουσίας, στα σχεδόν 10 χρόνια της κρίσης η ενίσχυση της ελληνικής βιομηχανίας έμεινε ζητούμενο.
Η Ελλάδα βρίσκεται στην τελευταία θέση της Ευρωπαϊκής Ενωσης (αν εξαιρεθούν η Κύπρος και το Λουξεμβούργο) με βάση το μερίδιο της βιομηχανίας στο ΑΕΠ (8,7%). Παράλληλα, φαίνεται ότι η χώρα μας δεν αξιοποίησε τα υποτιθέμενα οφέλη του Μνημονίου, όπως το χαμηλότερο μισθολογικό κόστος (στην ουσία ισοσκελίστηκε από την αύξηση του ενεργειακού κόστους και την αδυναμία πρόσβασης των ελληνικών βιομηχανιών σε φθηνά κεφάλαια), για να ενισχύσει τη βιομηχανία της.
Το μερίδιο της ελληνικής βιομηχανίας στο ΑΕΠ μεταξύ 2009 και 2017 μειώθηκε από 9% στο 8,7%, την ίδια στιγμή που στη Σλοβακία αυξήθηκε την ίδια περίοδο από 22,5% σε 34,6% και στην Τσεχία από 29,2% σε 35,4%. Στην Ελλάδα καταγράφεται, πάντως, μικρή βελτίωση από το 2015, καθώς εκείνη τη χρονιά η ελληνική βιομηχανία «έπιασε πάτο», με το μερίδιό της επί του ΑΕΠ να έχει υποχωρήσει στο 8,1%.
Αντίστοιχα βελτιωμένη είναι και η εικόνα του δείκτη βιομηχανικής παραγωγής κατά την τελευταία τριετία, χωρίς να αλλάζει, όμως, τη συνολική αρνητική εικόνα για την περίοδο της κρίσης. Από το 2009 έως το 2017 χάθηκαν περίπου 162.300 θέσεις εργασίας στις ελληνικές βιομηχανίες, αρκετές από τις οποίες δεν άντεξαν τις επιπτώσεις της πολυετούς ύφεσης και δεν κατάφεραν να αντιδράσουν, ενισχύοντας την εξαγωγική παρουσία τους.
Τα συμπεράσματα μιας πρόσφατης μελέτης του Ιδρύματος Οικονομικών και Βιομηχανικών Ερευνών (ΙΟΒΕ), που έγινε με την υποστήριξη της πρωτοβουλίας «Ελληνική Παραγωγή – Συμβούλιο Βιομηχανιών για την Ανάπτυξη», είναι ενδεικτικά. Οπως αναφέρεται, «μετά από μια οξεία και παρατεταμένη κρίση η εγχώρια μεταποίηση ανακάμπτει σταθερά τα τελευταία χρόνια, ταχύτερα από το σύνολο της οικονομίας. Το συνολικό αποτύπωμα και η πολλαπλασιαστική επίδρασή της στην ελληνική οικονομία παραμένουν ισχυρά. Ομως η βελτίωση αυτή είναι εύθραυστη και ανεπαρκής σε σχέση με την ανάγκη της χώρας να επανέλθει σε διατηρήσιμη και μακροπρόθεσμη ανάπτυξη. Τα ζητήματα του ενεργειακού κόστους, της φορολογίας, του μη μισθολογικού κόστους, της αδειοδότησης και της χρηματοδότησης της εγχώριας μεταποίησης φαίνεται ακόμα να επηρεάζουν αρνητικά την ανταγωνιστικότητα της εγχώριας μεταποίησης και αποτελούν σημαντικά εμπόδια έτσι ώστε να αξιοποιήσει πλήρως το δυναμικό της και να το διευρύνει».
Ο κ. Μιχάλης Στασινόπουλος της Viohalco S.A., του ισχυρότερου βιομηχανικού ομίλου της χώρας με σημαντική εξαγωγική παρουσία, υποστήριξε κατά την παρουσίαση της μελέτης πως «επί δεκαετίες ο μεταποιητικός τομέας εγκαταλείφθηκε. Λείπει ο σύμμαχος, λείπει ο συνομιλητής και ο διάλογος με το κράτος». Πρόσθεσε πως «την ώρα που η Ευρώπη στηρίζει την επαναβιομηχάνιση, για την Ελλάδα η μετάβαση σε ένα ισόρροπο μοντέλο ανάπτυξης με μια εύρωστη και ανταγωνιστική παραγωγική βάση θα έπρεπε να είναι σήμερα, έμπρακτα, η απόλυτη εθνική προτεραιότητα».
Κατά τον κ. Στασινόπουλο, το νέο παραγωγικό υπόδειγμα πρέπει να βασίζεται στη συνέργεια όλων των παραγωγικών τομέων της χώρας, στη σύνδεση της παραγωγής με την Παιδεία, αλλά και σε έναν διαρκή διάλογο με την Πολιτεία, που σήμερα λείπει. Επανέλαβε δε ότι είναι απαραίτητη η δημιουργία αυτόνομου υπουργείου Βιομηχανίας.
Τα στοιχεία του ΙΟΒΕ δείχνουν ότι το 2009 περίπου 5.940 επιχειρήσεις εντάσσονταν στον κλάδο της μεταποίησης με μέσο κύκλο εργασιών 8.300.000 ευρώ, ενώ το 2016 ο αριθμός τους περιορίστηκε σε 4.560 με μέσο ετήσιο έσοδο 9.460.000 ευρώ. Το πρόβλημα, ωστόσο, είναι ότι πολλές επιχειρήσεις του κλάδου παραμένουν υπερδανεισμένες, με προβλήματα ρευστότητας και αδυναμία πρόσβασης σε φθηνή χρηματοδότηση, παρά τη βελτιωμένη εικόνα κατά την τελευταία τριετία.
Περιορισμένες οι εξαγωγές και μειωμένο το εμπορικό ισοζύγιο!
Ενα άλλο χαρακτηριστικό της ελληνικής βιομηχανίας, που παραλείπουν να επισημάνουν όσοι πανηγυρίζουν για τις επιδόσεις των τελευταίων ετών, είναι ότι οι εξαγωγές της Ελλάδας αφορούν κυρίως τα πετρελαιοειδή (τα δύο διυλιστήρια της χώρας) και τις πρώτες ύλες, είναι, δηλαδή, περιορισμένες οι εξαγωγές προϊόντων προστιθέμενης αξίας, υψηλής τεχνολογίας κ.ά., που έχουν και μεγαλύτερα περιθώρια κέρδους. Μάλιστα, από το 2015 καταγράφεται επιδείνωση του εμπορικού ισοζυγίου παρά το γεγονός ότι το 2017 σημειώθηκε ρεκόρ εξαγωγών της μεταποίησης στα 25,4 δισ. ευρώ. Οι περισσότεροι κλάδοι της βιομηχανίας είναι ελλειμματικοί, δηλαδή εισάγουμε περισσότερα προϊόντα απ’ ό,τι εξάγουμε, με εξαίρεση τα προϊόντα διύλισης πετρελαίου (πλεόνασμα 5,6 δισ. ευρώ το 2017), τα βασικά μέταλλα (πλεόνασμα μόλις 400.000.000 ευρώ το 2017) και τα λατομικά προϊόντα (πλεόνασμα 30.000.000 ευρώ).
Κορυφαία προϊόντα, εξαιρουμένων των πετρελαιοειδών, σε εξαγωγικές επιδόσεις, βάσει του μεριδίου τους, αλλά και του συγκριτικού πλεονεκτήματός τους (RCA), για την περίοδο 2015-2017 αναδεικνύονται το αλουμίνιο, τα φρούτα και τα λαχανικά, το τσιμέντο και τα μάρμαρα. Βασικός εμπορικός εταίρος της ελληνικής μεταποίησης είναι η ΕΕ-28, όπου κατευθύνονται οι μισές εξαγωγές (ή το 65%, εξαιρουμένων των πετρελαιοειδών).
Η μείωση του ενεργειακού κόστους, της φορολογίας και του μη μισθολογικού εργατικού κόστους παραμένει ζητούμενο, όπως υποστήριξαν οι εκπρόσωποι του κλάδου στην πρόσφατη παρουσίαση της μελέτης του ΙΟΒΕ. Οσο για τον στόχο της Ε.Ε. ώστε η βιομηχανία να συνεισφέρει το 20% του ΑΕΠ έως το 2020, αν δεν υπάρξουν σοβαρές πρωτοβουλίες στη χώρα μας, θα βρεθεί πολύ μακριά.