Το ΕΔΔΑ ασχολήθηκε με τις περιπτώσεις δύο Τούρκων δασκάλων που απολύθηκαν διότι έστειλαν βιογραφικά ένταξης στην οργάνωση και αποφάνθηκε πως η παραγραφή του αδικήματος ταυτίζεται με την αθώωση!
Στην κομβική παραδοχή πως η παραγραφή του αδικήματος -και συνεπώς η απαλλαγή ενός κατηγορουμένου- ταυτίζεται με αθώωσή του, έφτασε με μια ιδιαίτερα σημαντική απόφασή του το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου. Το δικαστήριο ασχολήθηκε με την περίπτωση δύο Τούρκων δασκάλων οι οποίοι ελέγχθηκαν πειθαρχικά και ποινικά και εντέλει απολύθηκαν από τις δουλειές τους με την με την κατηγορία της συμμετοχής τους στη Χεζμπολάχ, όταν τα βιογραφικά τους ανακαλύφθηκαν στο κρησφύγετο της οργάνωσης στην Κωνσταντινούπολη.
Οι δύο δάσκαλοι όμως τελικά απαλλάχθηκαν από τις ποινικές κατηγορίες της ένταξης σε τρομοκρατική οργάνωση διότι το 2007 το αδίκημα υπέπεσε σε 5ετή παραγραφή. Προηγουμένως όμως, οι δάσκαλοι απολύθηκαν βάση της πειθαρχικής διαδικασίας, η οποία στηρίχθηκε σε όσα η ποινική δικογραφία ανέφερε. Σε αυτή την απόφαση απόλυσης μάλιστα, αναφέρεται πως τουλάχιστον ο δεύτερος κατηγορούμενος ήταν μέλος της Χεζμπολάχ, έκανε δηλαδή κρίση ενοχής ενώ υπήρχε σε εκκρεμότητα ποινική διαδικασία η οποία κατέληξε σε απαλλαγή λόγω παραγραφής.
Ταύτιση
Κατά το δικαστήριο μάλιστα, υπάρχει ταύτιση της παραγραφής του αδικήματος με την αθώωση για την εφαρμογή του τεκμηρίου της αθωότητας. Κι αυτό γιατί η λεκτική διατύπωση που χρησιμοποιείται από τα δικαστήρια, δεν πρέπει να προσδιορίζει ποινική ευθύνη του κρινόμενου για το παράπτωμα που του προσάπτεται κατά την πειθαρχική διαδικασία όταν μάλιστα δεν υπάρχει αμετάκλητη καταδικαστική απόφαση.
Σύμφωνα με το ΕΔΔΑ, η αναφορά του Διοικητικού Δικαστηρίου ότι ο πρώτος προσφεύγων δάσκαλος απέστειλε το βιογραφικό του σημείωμα στην οργάνωση και παρακολούθησε μαθήματα, δεν είχε παραβιάσει το τεκμήριο αθωότητας.
Παραβιάστηκε όμως το τεκμήριο της αθωότητας για την αναφορά της δικαστικής απόφασης ότι ο δεύτερος προσφεύγων ήταν μέλος της τρομοκρατικής οργάνωσης Χεζμπολάχ και ως εκ τούτου ένοχος ποινικού αδικήματος.
Οι δάσκαλοι
Όπως αναφέρει το echrcaselaw.com, οι προσφεύγοντες, Cemal και Ahmet Urat, είναι αδέλφια. Πρόκειται για Τούρκους υπηκόους οι οποίοι γεννήθηκαν το 1964 και 1962 αντίστοιχα. Ζουν στο Mardin (Τουρκία). Προσέφυγαν στο δικαστήριο του Στρασβούργου, διότι το 2000 ασκήθηκαν ποινικές διώξεις εναντίον των δύο αδελφών με την με την κατηγορία της συμμετοχής τους στη Χεζμπολάχ, μια παράνομη οργάνωση, όταν τα βιογραφικά τους ανακαλύφθηκαν στο κρησφύγετο της οργάνωσης στην Κωνσταντινούπολη. Η κατηγορία προσδιορίστηκε στη συνέχεια ως συμμετοχή σε εγκληματική οργάνωση. Η ποινική δίωξη έπαυσε το 2007 σε βάρος τους λόγω πενταετούς παραγραφής.
Εν τω μεταξύ, ασκήθηκε πειθαρχική δίωξη εναντίον τους και τέθηκαν σε διαθεσιμότητα. Μετά από έρευνα, το Ανώτατο Πειθαρχικό Συμβούλιο τους απέλυσε το 2001.
Οι προσφεύγοντες αμφισβήτησαν τις απολύσεις τους ενώπιον των διοικητικών δικαστηρίων, χωρίς επιτυχία. Και οι δύο ισχυρίστηκαν ειδικότερα, ότι η απόλυσή τους χωρίς αμετάκλητη καταδίκη παραβίαζε το τεκμήριο της αθωότητας. Όσον αφορά τον Cemal Urat, το 2005 τα δικαστήρια έκριναν ότι είχε διαπράξει πειθαρχικό αδίκημα δίνοντας το βιογραφικό του στη Χεζμπολάχ και παρακολουθώντας μαθήματα και συναντήσεις της οργάνωσης. Όσον αφορά τον Ahmet Urat, το 2008 τα δικαστήρια δήλωσαν ότι ορισμένα στοιχεία του ποινικού του μητρώου αποδείκνυαν ότι ήταν μέλος της Χεζμπολάχ.
Βασιζόμενοι στο άρθρο 6 § 2 (τεκμήριο αθωότητας), και οι δύο προσφεύγοντες διαμαρτυρήθηκαν ότι είχαν απολυθεί παρά το γεγονός ότι ποτέ δεν καταδικάστηκαν.