Η κατάργηση της καταβολής των επιδομάτων-δώρων εορτών και θερινής αδείας στους συνταξιούχους του Δημοσίου που λαμβάνουν μηνιαίως ποσό σύνταξης μεγαλύτερο των 2.500 ευρώ που έγινε στο πλαίσιο των μνημονίων, είναι συνταγματική, σύμφωνη με την Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και δεν παραβιάζει τον Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, αποφάνθηκε η Ολομέλεια του Ελεγκτικού Συνεδρίου και απέρριψε αίτηση στρατιωτικού συνταξιούχου.
Ο εν αποστρατεία ένστολος ενημερώθηκε από το Γενικό Λογιστήριο του Κράτους ότι δεν δικαιούται το επίδομα αδείας ούτε τα δώρα Χριστουγέννων και Πάσχα έτους 2010, γιατί, αν και είχε υπερβεί το 60ό έτος της ηλικίας του η σύνταξή του υπερβαίνει μηνιαίως τα 2.500 ευρώ.
Έτσι, προσέφυγε στο Ανώτατο Δημοσιονομικό Δικαστήριο και ζήτησε να υποχρεωθεί το Ελληνικό Δημόσιο να του καταβάλει με τους νόμιμούς τόκους τα ποσά του δώρου-επιδόματος εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα και του επιδόματος θερινής αδείας. Τα επιδόματα αυτά τα οποία ανέρχονται ετησίως σε 5.538,32 ευρώ, τα διεκδικούσε από 1.6.2010 μέχρι και την ημερομηνία εκδίκασης της αγωγής του.
Τώρα, η Ολομέλεια του Ελεγκτικού Συνεδρίου εισήγαγε την υπόθεση ως πρότυπη δίκη, καθώς τέθηκαν «ζήτημα γενικότερου ενδιαφέροντος που αφορά στην κατάργηση ή μείωση – υπό τις προϋποθέσεις που ορίζουν οι διατάξεις της παραγράφου 1 του άρθρου μόνου του ν. 3847/2010- του δώρου Χριστουγέννων και Πάσχα και του επιδόματος αδείας που καταβάλλονται ετησίως στους συνταξιούχους του Δημοσίου, το οποίο έχει συνέπειες για ευρύτερο κύκλο προσώπων, καθόσον αφορούν το σύνολο των συντάξεων που καταβάλλονται από το Δημόσιο και εκκρεμεί μεγάλος αριθμός υποθέσεων».
Κατόπιν αυτού, η Ολομέλεια του Ελεγκτικού Συνεδρίου εξέδωσε την υπ΄ αριθμ. 1388/2018 απόφασή της, στην οποία μεταξύ των άλλων αναφέρεται:
«Ο νομοθέτης έχει, κατ’ αρχήν την ευχέρεια, ενόψει της κατ’ άρθρο 25 παρ. 4 του Συντάγματος αξίωσής του για εκπλήρωση του χρέους εθνικής και κοινωνικής αλληλεγγύης προς διασφάλιση της δημοσιονομικής βιωσιμότητας, να επιβάλλει βάρη στις συνταξιοδοτικές παροχές των στρατιωτικών, υπαλλήλων και λειτουργών του δημοσίου, υπό την έννοια του άρθρου 4 παρ. 5 του Συντάγματος, με ποικίλες μορφές (περικοπή του ύψους της σύνταξης ή των παρακολουθημάτων αυτής, επιβάρυνση αυτών με εισφορές κ.ά.).
Πλην όμως οι αρχές της ισότητας ενώπιον του νόμου και της ισότητας στα δημόσια βάρη, που συνάγονται από τις διατάξεις του άρθρου 4 παρ. 1 και 5 του Συντάγματος, απαιτούν τα βάρη αυτά, που επιβάλλονται στο πλαίσιο της συνταξιοδοτικής σχέσης, να τελούν σε συνάφεια προς τον σκοπό που επιδιώκει η νομοθετική παρέμβαση, ενόψει και του γενικότερου κανονιστικού πλαισίου και να διασφαλίζουν την τήρηση μίας, κατ’ αρχήν δίκαιης, ισορροπίας μεταξύ του υπηρετούμενου σκοπού και των παρεμβάσεων στο ύψος της σύνταξης ή των παρακολουθημάτων αυτής».
Κατ’ ακολουθία συνεχίζει η Ολομέλεια του Ελεγκτικού Συνεδρίου:
«Σε περιπτώσεις εξαιρετικά δυσμενών δημοσιονομικών συνθηκών ο νομοθέτης δύναται, κατ’ αρχήν, να λάβει μέτρα συνιστάμενα μεταξύ άλλων σε μείωση ή περικοπή των συνταξιοδοτικών παροχών που καταβάλλονται στους συνταξιούχους στρατιωτικούς, υπαλλήλους η δημοσίους λειτουργούς. Στις εξαιρετικές, όμως, αυτές περιπτώσεις, η δυνατότητα του νομοθέτη να μειώνει ή περικόπτει τις συνταξιοδοτικές παροχές δεν είναι απεριόριστη, αλλά οριοθετείται κατά πρώτον από τις αρχές της κοινωνικής αλληλεγγύης (άρθρο 25 παρ. 4 του Συντάγματος) και της ισότητας στα δημόσια βάρη (άρθρο 4 παρ. 5 του Συντάγματος), οι οποίες επιτάσσουν να κατανέμεται εξ ίσου το βάρος της δημοσιονομικής προσαρμογής μεταξύ όλων των πολιτών, καθώς και από την αρχή της αναλογικότητας (άρθρο 25 παρ. 1 του Συντάγματος), που προϋποθέτει στάθμιση από τον ίδιο τον νομοθέτη του υπηρετούμενου από τα θεσπιζόμενα μέτρα σκοπού αφενός και της επέμβασής του στα δικαιώματα και τις νόμιμες προσδοκίες των συνταξιούχων, αφετέρου, κατά τρόπο ώστε να δικαιολογείται ότι το συγκεκριμένο μέτρο είναι πράγματι πρόσφορο και αναγκαίο για την αντιμετώπιση του προβλήματος, κατ’ αποκλεισμό άλλων λιγότερο επαχθών εναλλακτικών λύσεων.
Σε κάθε δε περίπτωση, η περικοπή των συντάξεων, ακόμα και αν δεν παραβιάζει τα όρια που θέτουν οι ανωτέρω συνταγματικές διατάξεις, δεν μπορεί να παραβιάζει την θεσπιζόμενη από το άρθρο 2 παρ. 1 του Συντάγματος αρχή της αξιοπρέπειας του ανθρώπου, τη χορήγηση δηλαδή στον συνταξιούχο παροχών τέτοιων που να του επιτρέπουν να διαβιώνει με αξιοπρέπεια, εξασφαλίζοντας τους όρους όχι μόνο της φυσικής του υπόστασης, αλλά και της συμμετοχής του στην κοινωνική ζωή με τρόπο που δεν αφίσταται, πάντως, ουσιωδώς από τις αντίστοιχες συνθήκες του εργασιακού του βίου. Στο πλαίσιο αυτό, οι όποιες νομοθετικές παρεμβάσεις πρέπει ενόψει των αρχών του κράτους δικαίου και της ασφάλειας δικαίου να αιτιολογούνται».
Πέρα όμως από όλα αυτά, η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δημοσιονομικού Δικαστηρίου επισημαίνει ότι «η θεσπισθείσα από τη διάταξη του άρθρου μόνου του ν. 3847/2010 κατάργηση της καταβολής των επιδομάτων εορτών και αδείας στους συνταξιούχους του Δημοσίου που λαμβάνουν μηνιαίως ποσό σύνταξης μεγαλύτερο των 2.500 ευρώ συνιστά μέτρο που συνάδει με την επίτευξη του υπέρτερου σκοπού δημοσίου συμφέροντος, η επίτευξη δε του σκοπού αυτού δεν στηρίχθηκε μόνο στη μείωση των δαπανών για τις συνταξιοδοτικές παροχές, αλλά και στη λήψη κατά την επόμενη τριετία διάφορων δημοσιονομικών, διαρθρωτικών και χρηματοπιστωτικών μέτρων, η συνδυασμένη εφαρμογή των οποίων εκτιμήθηκε από τον νομοθέτη ότι θα συμβάλει στην έξοδο της χώρας από την κρίση και στη βελτίωση των δημοσιονομικών της μεγεθών».
Εξάλλου, αναφέρουν οι σύμβουλοι του Ελεγκτικού Συνεδρίου, η περικοπή αυτή «δεν δύναται να θεωρηθεί stricto sensu δυσανάλογη, υπό την έννοια ότι επιβάλλει στη συγκεκριμένη κατηγορία συνταξιούχων ένα ιδιαίτερα επαχθές βάρος, που υπερακοντίζει τον επιδιωκόμενο ως άνω σκοπό».
Κατόπιν όλων αυτών, έκρινε το Ελεγκτικό Συνέδριο ότι οι επίμαχες περικοπές:
- Δεν αντίκειται στα άρθρα 2 παρ. 1, 4 παρ. 1 και 5, 15 παρ. 1, 17, 22, 25 παρ. 1 και 3, 28 παρ. 1 και 2, 31 παρ. 1 και 36 παρ. 2 του Συντάγματος,
- Δεν αντίκειται στο άρθρο 1 του Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ,
- Δεν έχουν εφαρμογή οι διατάξεις του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης,
- Δεν παραβιάζει τη νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (Ε.Δ.Δ.Α.).