Κατατέθηκε η τροπολογία για τον εξωδικαστικό μηχανισμό.
Με την εν λόγω νομοθετική παρέμβαση τροποποιούνται – συμπληρώνονται διατάξεις του ν.4469/2017 σχετικά με τον εξωδικαστικό μηχανισμό ρύθμισης οφειλών επιχειρήσεων.
Ειδικότερα:
α. Μειώνονται τα ποσοτικά όρια, που προβλέπονται στο πρώτο εδάφιο της παρ. 6 του άρθρου 2 του ν.4469/2017, σχετικά με τη μη συμμετοχή πιστωτών στη διαδικασία του εξωδικαστικού μηχανισμού ρύθμισης οφειλών και τη μη δέσμευση τους από την σύμβαση αναδιάρθρωσης οφειλών. Συγκεκριμένα, οι απαιτήσεις, για κάθε πιστωτή ατομικά δεν πρέπει να υπερβαίνουν εφεξής το ποσό των πεντακοσίων χιλιάδων (500.000) ευρώ αντί των δύο εκατομμύριων (2.000.000) ευρώ που ισχύει και αθροιστικά το ποσό των πέντε εκατομμυρίων (5.000.000) ευρώ αντί των είκοσι εκατομμυρίων (20.000.000) που ισχύει.
β. Παρατείνεται κατά ένα έτος (έως την 31η Δεκεμβρίου 2019 αντί μέχρι την 31η Δεκεμβρίου 2018 που ισχύει σήμερα) το χρονικό διάστημα εντός του οποίου κάθε οφειλέτης μπορεί να υποβάλει αίτηση υπαγωγής στη διαδικασία του εξωδικαστικού μηχανισμού ρύθμισης οφειλών.
γ. Παρέχεται η δυνατότητα στους πιστωτές να εξαιρούν με δήλωσή τους, από την διαδικασία του εξωδικαστικού μηχανισμού ρύθμισης οφειλών, τις μη επιχειρηματικές οφειλές, εφόσον κρίνουν ότι η ρύθμισή τους δεν είναι απαραίτητη για την εξασφάλιση της βιωσιμότητας του οφειλέτη, συνεχίζοντας τη διαδικασία με τις λοιπές επιχειρηματικές οφειλές.
δ. Αναστέλλονται αυτοδικαίως τα μέτρα ατομικής ή συλλογικής αναγκαστικής εκτέλεσης κατά του οφειλέτη, για την ικανοποίηση των απαιτήσεων, των οποίων ζητείται η εξωδικαστική ρύθμιση, όταν η διαδικασία είναι εκκρεμής λόγω των παρατάσεων που έχουν δοθεί κατ’ εφαρμογή του ν.4469/2017.
ε. Αναστέλλεται, από την αποστολή πρόσκλησης από το συντονιστή, προς το Δημόσιο ή/και τους Φορείς Κοινωνικής Ασφάλισης και καθ’ όλη την διάρκεια της διαδικασίας διαπραγμάτευσης αναδιάρθρωσης οφειλών, η ποινική δίωξη για παράβαση των διατάξεων του ν. 1882/1990 και του α.ν. 86/1967 αντίστοιχα και
αναστέλλεται η παραγραφή των σχετικών αδικημάτων, χωρίς να ισχύει ο χρονικός περιορισμός της παρ. 3 του άρθρου 113 του Ποινικού Κώδικα.
στ. Παρέχεται, η δυνατότητα στο Δημόσιο και στους Φορείς Κοινωνικής Ασφάλισης να προτείνουν λύσεις ρύθμισης των οφειλών τόσο προς οφειλέτες που έχουν οφειλές προς το δημόσιο τομέα, που αντιπροσωπεύουν ποσοστό δεκαπέντε τοις εκατό (15%) επί του συνόλου των οφειλών, όσο και προς οφειλέτες των οποίων η σχετική αίτηση υπαγωγής στον εξωδικαστικό μηχανισμό απερρίφθη λόγω μη επίτευξης απαρτίας των πιστωτών.
ζ. Αυξάνεται σε τριακόσιες χιλιάδες (300.000) ευρώ, από πενήντα χιλιάδες (50.000) ευρώ που ισχύει σήμερα, το ανώτατο όριο του ποσού, το οποίο δεν πρέπει να ξεπερνούν οι συνολικές προς ρύθμιση οφειλές προκειμένου με κ.υ.α. να υιοθετηθεί μια απλοποιημένη διαδικασία ρύθμισης των οφειλών αυτών.
ΑΙΤΙΟΛΟΓΙΚΗ ΕΚΘΕΣΗ
Άρθρο …
Τροποποίηση διατάξεων του ν. 4469/17 (Α’ 62)
Με το ν. 4469/2017 θεσπίστηκε ο εξωδικαστικός μηχανισμός ρύθμισης οφειλών των επιχειρήσεων ως αναγκαίο μέτρο για την ανακούφιση των επιχειρήσεων από οφειλές. Η εφαρμογή του θεσμού στην πράξη κατέδειξε την ανάγκη για βελτιώσεις προς το σκοπό μείωσης της γραφειοκρατίας και τη διευκόλυνση πρόσβασης των επιχειρήσεων στην αίτηση για την υπαγωγή σε αυτό. Σκοπός των διατάξεων που εισάγονται προς ψήφιση είναι ακριβώς αυτή η περαιτέρω βελτίωση του μηχανισμού, με την απλοποίηση όσο είναι δυνατόν των διαδικασιών και την αντιμετώπιση ζητημάτων που ανέκυψαν ήδη κατά το πρώτο χρονικό διάστημα εφαρμογής του εν λόγω μέτρου.
Πιο συγκεκριμένα, με τις παρ. 1 και 4 αντιμετωπίζεται το μεγάλο ζήτημα των μη επιχειρηματικών οφειλών, η ύπαρξη των οποίων πολλές φορές οδηγούσε τους πιστωτές σε μη συμμετοχή στη διαδικασία, η οποία λόγω ακριβώς της μη συμμετοχής, αυτή απέβαινε άκαρπη. Με τη σκοπούμενη διάταξη, δίδεται η δυνατότητα στον πιστωτή να εξαιρέσει αυτή την μη επιχειρηματική οφειλή, εφόσον κρίνει ότι η ρύθμισή της δεν είναι απαραίτητη για την εξασφάλιση της βιωσιμότητας του οφειλέτη, και να συνεχίσει τη διαδικασία με τις λοιπές επιχειρηματικές οφειλές του οφειλέτη, προκειμένου να συζητήσει την αναδιάρθρωση αυτών.
Με την παρ. 2 επιδιώκεται η τροποποίηση της υπάρχουσας διάταξης αναφορικά με τους μικρούς πιστωτές, οι οποίοι ηθελημένα έχουν μείνει εκτός ρύθμισης του εξωδικαστικού προκειμένου να αποφύγουν απομείωση των απαιτήσεών τους. Η πράξη κατέδειξε ότι τα τεθέντα όρια είναι πολύ υψηλά, αφήνοντας εκτός εξωδικαστικού απαιτήσεις υψηλές. Με τη σκοπούμενη διάταξη επιδιώκεται η μείωση ων ορίων αυτών, προς όφελος του αιτούντος οφειλέτη, καθώς θα μπορεί να βάλει στη ρύθμιση και απαιτήσεις άνω των πεντακοσίων χιλιάδων ευρώ, προστατεύοντας παράλληλα τις τυχόν απαιτήσεις εργαζομένων από αναδιάρθρωση, καθότι συνήθως είναι μικρότερες.
Με την παρ. 3 επιδιώκεται η παράταση του χρονικού διαστήματος ισχύος του εξωδικαστικού μηχανισμού από 31.12.2018 σε ένα ακόμη έτος (μέχρι 31.12.2019), προκειμένου να επιτρέψει την πρόσβαση σε περισσότερες επιχειρήσεις.
Με την παρ. 5 αντιμετωπίζεται το ζήτημα της επιβολής μέτρων αναγκαστικής εκτέλεσης από πιστωτές μεσούσης της διαδικασίας του εξωδικαστικού μηχανισμού, και ενώ είναι ακόμα σε εκκρεμότητα λόγω της λήψης αλλεπάλληλων παρατάσεων επί των προθεσμιών του νόμου. Έτσι, με τη σκοπούμενη διάταξη επιδιώκεται η απαγόρευση λήψης μέτρων αναγκαστικής εκτέλεσης επί περιουσιακών στοιχείων του οφειλέτη από πιστωτή, όταν η διαδικασία είναι εκκρεμής λόγω των παρατάσεων που ο ίδιος ο πιστωτής έχει ζητήσει.
Με τις παρ. 6, 7 και 8 επιδιώκεται η απαλλαγή του οφειλέτη από τυχόν ανατροπές της σύμβασης και συνακόλουθα τον κίνδυνο αναβίωσης των οφειλών του προς το Δημόσιο και τους Φορείς Κοινωνικής Ασφάλισης όταν έχει ικανοποιήσει πλήρως τους πιστωτές αυτούς στο πλαίσιο της σύμβασης αναδιάρθρωσης που επετεύχθη μέσω του εξωδικαστικού συμβιβασμού.
Με τις παρ. 9 και 10 ορίζεται ότι η ποινική δίωξη για το αδίκημα του άρθρου 25 ν. 1882/90 ή για τα αδικήματα του α.ν. 86/67, αναστέλλεται υποχρεωτικά όταν έχει ξεκινήσει η διαδικασία διαπραγμάτευσης. Η ρύθμιση αποσκοπεί στη διασφάλιση ομαλού κλίματος διαπραγμάτευσης, το οποίο θα διακυβευόταν, αν παράλληλα με τη διαδικασία διαπραγμάτευσης εξελισσόταν ποινική διαδικασία σε βάρος του οφειλέτη, αναφορικά με τις προς ρύθμιση οφειλές.
Με την παρ. 11 επιδιώκεται η επέκταση της δυνατότητας περισσότερων οφειλετών όπως ρυθμίσουν διμερώς τις οφειλές τους προς το Δημόσιο και τους Φορείς Κοινωνικής Ασφάλισης. Έτσι, επεκτείνεται το πεδίο εφαρμογής του νόμου και καταλαμβάνει τόσο τους οφειλέτες που έχουν οφειλές προς το δημόσιο τομέα οι οποίες αντιπροσωπεύουν τουλάχιστον το δεκαπέντε τοις εκατό (15%) επί του συνόλου των οφειλών τους, όσο και οφειλέτες οι οποίοι υπέβαλαν αίτημα για την συνολική εξωδικαστική διευθέτηση των οφειλών τους κατά το άρθρο 4, αλλά η διαδικασία διαπραγμάτευσης απέβη άκαρπη λόγω μη επίτευξης απαρτίας των πιστωτών και συγκεκριμένα λόγω άρνησης συμμετοχής σε αυτόν από πιστωτές του ιδιωτικού τομέα.
Με την παρ. 12 επιδιώκεται η αύξηση των ορίων του ποσού των οφειλών για τις οποίες μπορεί να τηρηθεί απλοποιημένη διαδικασία ρύθμισης, με τυποποιημένη πρόταση ρύθμισης και τυποποιημένη αξιολόγηση βιωσιμότητας. Με τον τρόπο αυτό επιτυγχάνεται η παροχή ρυθμίσεων μέσω του εξωδικαστικού συμβιβασμού προς περισσότερους αιτούντες οφειλέτες και με ταχύτερους ρυθμούς, αφού έτσι εξοικονομούνται πόροι, που θα έπρεπε να δαπανήσουν οι πιστωτές για την εξατομικευμένη εξέταση του αιτήματος ρύθμισης.
Με τις παρ. 13, 14, και 15 ορίζεται η έναρξης ισχύος των επιμέρους διατάξεων του παρόντος άρθρου και ρυθμίζεται κατά περίπτωση η εφαρμογή τους σε εκκρεμείς κατά την έναρξη ισχύος τους αιτήσεις.
Προτεινόμενες διατάξεις
Άρθρο …
Τροποποίηση διατάξεων του ν. 4469/17 (Α’ 62)
1. Στην περίπτ. στ της παρ. 2 του άρθρου 1 του ν. 4469/2017 (Α’ 62) η φράση «σύμφωνα με τις παραγράφους 4, 6 και 7 του άρθρου 2 και το έκτο εδάφιο της παραγράφου 3 του άρθρου 4» αντικαθίσταται από τη φράση «σύμφωνα με τις παρ. 4, 6 και 7 του άρθρου 2, το έκτο εδάφιο της παρ. 3 του άρθρου 4, και την παρ. 3α του άρθρου 7.»
2. Το πρώτο εδάφιο της παρ. 6 του άρθρου 2 αντικαθίσταται ως εξής: «Πιστωτές οι απαιτήσεις των οποίων: (α) δεν υπερβαίνουν ατομικά για κάθε πιστωτή το ποσό των πεντακοσίων χιλιάδων (500.000) ευρώ και ποσοστό ενάμισι τοις εκατό (1,5%) του συνολικού χρέους του οφειλέτη και (β) δεν υπερβαίνουν αθροιστικά το ποσό των πέντε εκατομμυρίων (5.000.000) ευρώ και ποσοστό δεκαπέντε τοις εκατό (15%) του συνολικού χρέους του οφειλέτη, δεν συμμετέχουν στη διαδικασία του παρόντος νόμου και δεν δεσμεύονται από τη σύμβαση αναδιάρθρωσης οφειλών.»
3. Στο πρώτο εδάφιο της παρ. 1 του άρθρου 4 οι λέξεις «έως την 31Π Δεκεμβρίου 2018» αντικαθίστανται από τις λέξεις: «έως την 31η Δεκεμβρίου 2019».
4. Μετά την παρ. 3 του άρθρου 7 προστίθεται παρ. 3α ως εξής: «3α. Σε περίπτωση ύπαρξης οφειλών που δεν προέρχονται από την άσκηση επιχειρηματικής δραστηριότητας αλλά αποτελούν οφειλές από άλλη αιτία, όταν ο πιστωτής αυτών δεν κρίνει τη ρύθμισή τους ως απαραίτητη για την εξασφάλιση της βιωσιμότητας του οφειλέτη, σύμφωνα με τα αναφερόμενα στην παρ. 1 του άρθρου 1, δύναται όπως με δήλωσή του εξαιρέσει αυτές από τη διαδικασία του παρόντος νόμου. Για το λόγο αυτό, ο συντονιστής, πριν κοινοποιήσει το απόσπασμα της αίτησης στο σύνολο των πιστωτών, σύμφωνα με την παρ. 2, ειδοποιεί τον πιστωτή ή τους πιστωτές έναντι των οποίων υφίστανται οι οφειλές αυτές και τους καλεί εντός πέντε (5) ημερών να δηλώσουν αν συναινούν στην ένταξη των οφειλών αυτών στη διαδικασία εξωδικαστικής ρύθμισης οφειλών. Αν ο πιστωτής ή οι πιστωτές των ανωτέρω οφειλών συναινέσουν, ο συντονιστής κινεί τη διαδικασία της παρ. 2 για όλους τους πιστωτές. Αν δεν συναινέσουν, ο συντονιστής ενημερώνει τον οφειλέτη, του τάσσει προθεσμία πέντε ημερών για την τροποποίηση της πρότασης της περ. γ’ της παρ. 1 του άρθρου 5, και στη συνέχεια κινεί τη διαδικασία της παρ. 2 για τους υπόλοιπους πιστωτές με κοινοποίηση χωριστής ενημέρωσης για την εξαίρεση των ανωτέρω οφειλών και για την αδυναμία ρύθμισης τους με τη σύμβαση αναδιάρθρωσης οφειλών».
5. Στην παρ. 1 του άρθρου 13 προστίθενται τελευταία εδάφια ως εξής: «Η αναστολή του πρώτου εδαφίου της παρούσας εξακολουθεί να ισχύει και μετά την πάροδο του εκεί προβλεπομένου χρονικού διαστήματος και μέχρι τη σύνταξη πρακτικού περαίωσης της διαδικασίας του εξωδικαστικού, εφόσον η μη ολοκλήρωση της διαδικασίας εντός του διαστήματος του ως άνω εδαφίου οφείλεται σε λήφη από πιστωτές παρατάσεων των προθεσμιών για ενέργειες, και μόνο έναντι των πιστωτών αυτών. Αν ζητηθεί παράταση προθεσμίας μετά τη λήξη του χρονικού διαστήματος των 90 ημερών, η αναστολή του πρώτου εδαφίου ισχύει έναντι του πιστωτή που ζήτησε την παράταση και για όσο χρονικό διάστημα διαρκεί η παράταση αυτή.».
-2.6-
6. Στο τέλος της παρ. 2 του άρθρου 14 προστίθεται εδάφιο, ως εξής: «Κατ’ εξαίρεση, η ακύρωση της σύμβασης δεν ασκεί επίδραση στη νομική θέση πιστωτών οι απαιτήσεις των οποίων έχουν ήδη ικανοποιηθεί πλήρως σύμφωνα με τους όρους της σύμβασης αναδιάρθρωσης κατά το χρόνο έκδοσης της απόφασης ακύρωσης αυτής».
7. Στην παρ. 6 του άρθρου 14 οι λέξεις «στις εξής περιπτώσεις» αντικαθίστανται από τις λέξεις: «αν κατά τη διάρκεια τις περιόδου αποπληρωμής των οφειλών προς αυτούς συντρέχει μία από τις εξής περιπτώσεις:».
8. Στο τελευταίο εδάφιο της παρ. 7 του άρθρου 15 οι λέξεις «προς κάθε πιστωτή» αντικαθίστανται από τις λέξεις «προς το Δημόσιο».
9. Στο τέλος της παρ. 11 του άρθρου 15, όπως τροποποιήθηκε με την αρ.3 του άρθρου 53 του ν. 4549/2018, προστίθεται εδάφιο ως εξής:
«Από την αποστολή της πρόσκλησης από το συντονιστή προς το Δημόσιο και καθ’ όλη τη διάρκεια της διαδικασίας διαπραγμάτευσης αναστέλλεται η ποινική δίωξη για το αδίκημα του άρθρου 25 του ν. 1882/1990 αναφορικά με τις οφειλές, των οποίων ζητείται η ρύθμιση. Κατά το χρονικό διάστημα της αναστολής της ποινικής δίωξης αναστέλλεται η παραγραφή του αδικήματος, χωρίς να ισχύει ο χρονικός περιορισμός της παραγράφου 3 του άρθρου 113 του Π.Κ.».
10. Στο τέλος της παρ. 19 του άρθρου 15 προστίθεται εδάφιο ως εξής:
«Από την αποστολή της πρόσκλησης από το συντονιστή προς το Φορέα Κοινωνικής Ασφάλισης και καθ’ όλη τη διάρκεια της διαδικασίας διαπραγμάτευσης αναστέλλεται η ποινική δίωξη για τα αδικήματα του α.ν. 86/1967 αναφορικά με τις οφειλές, των οποίων ζητείται η ρύθμιση. Κατά το χρονικό διάστημα της αναστολής της ποινικής δίωξης αναστέλλεται η παραγραφή του αδικήματος, χωρίς να ισχύει ο χρονικός περιορισμός της παραγράφου 3 του άρθρου 113 του Π.Κ.».
11. Το πρώτο εδάφιο της παρ. 21 του άρθρου 15 αντικαθίσταται ως εξής:
«21.Ύστερα από αίτηση οφειλετών του Δημοσίου ή Φορέων Κοινωνικής Ασφάλισης, οι οποίοι, σωρευτικά ή διαζευκτικά:
α) εξαιρούνται από το πεδίο εφαρμογής του παρόντος νόμου επειδή, σωρευτικά ή διαζευκτικά: αα) δεν εμπίπτουν στην περίπτωση β’ της παραγράφου 1 του άρθρου 2, ββ) εμπίπτουν στην περίπτωση ε* της παραγράφου 2 του άρθρου 2,
γγ) εμπίπτουν στην παράγραφο 5 του άρθρου 2 ή οφειλές τους προς αυτούς ανήκουν στο υπολειπόμενο ποσοστό του έως δέκα πέντε τοις εκατό (15%) των συνολικών οφειλών τους,
δδ) είναι φυσικά πρόσωπα, τα οποία αποκτούν εισόδημα από επιχειρηματική δραστηριότητα, σύμφωνα με τον ν. 4172/2013, αλλά δεν έχουν πτωχευτική ικανότητα,
β) δεν κατόρθωσαν να εξασφαλίσουν απαρτία πιστωτών, σύμφωνα με τα οριζόμενα στο τελευταίο εδάφιο της παραγράφου 2 του άρθρου 8 χωρίς το Δημόσιο ή αντίστοιχα ο Φορέας Κοινωνικής Ασφάλισης να έχει δηλώσει την πρόθεσή του να μην συμμετάσχει στην διαδικασία,
το Δημόσιο και οι Φορείς Κοινωνικής Ασφάλισης μπορούν να προτείνουν στους εν λόγω οφειλέτες λύσεις ρύθμισης των οφειλών τους προς αυτούς, με ανάλογη εφαρμογή της παρ. 3 του παρόντος.».
12. Η παρ. 3 του άρθρου 16 αντικαθίσταται ως εξής: «Με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομίας και Ανάπτυξης, Οικονομικών και Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης μπορεί να θεσπισθεί απλοποιημένη διαδικασία ρύθμισης των οφειλών για πρόσωπα των οποίων οι συνολικές προς ρύθμιση οφειλές δεν ξεπερνούν το ποσό των τριακοσίων χιλιάδων (300.000) ευρώ, κατά την οποία η πρόταση ρύθμισης, καθώς και η αξιολόγηση της βιωσιμότητας του οφειλέτη παράγονται με τυποποιημένο τρόπο.».
13. Η ισχύς των παρ. 1, 2, 4 και 11 του παρόντος αρχίζει τρεις (3) μήνες μετά τη δημοσίευσή του στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως. Με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομίας και Ανάπτυξης και Οικονομικών μπορεί να ορίζεται συντομότερος χρόνος έναρξης ισχύος μέρους ή του συνόλου των διατάξεων των παρ. 1, 2, 4 και 11. Οι παρ. 1, 2 και 4 εφαρμόζονται μόνο στις αιτήσεις που υποβάλλονται μετά την έναρξη ισχύος τους.
14. Οι διατάξεις των παρ. 5, 9, 10 και 11 έχουν άμεση εφαρμογή και σε αιτήσεις που είναι εκκρεμείς κατά την έναρξη ισχύος τους.
15. Οι διατάξεις των παρ. 6, 7 και 8 εφαρμόζονται και σε συμβάσεις ρύθμισης οφειλών που έχουν συναφθεί πριν την έναρξη ισχύος τους.