Η διατηρήσιμη επιστροφή του Ελληνικού Δημοσίου στις διεθνείς αγορές κρατικών ομολόγων θα είναι η ασφαλέστερη ένδειξη ότι η οικονομία έχει υπερβεί την κρίση. Αυτό αναφέρει η Ενδιάμεση Έκθεση της Τράπεζας της Ελλάδος για τη Νομισματική Πολιτική 2018, η οποία υποβλήθηκε σήμερα στον Πρόεδρο της Βουλής και το Υπουργικό Συμβούλιο.
Η παρούσα Ενδιάμεση Έκθεση της Τράπεζας της Ελλάδος για τη Νομισματική Πολιτική είναι η πρώτη που υποβάλλεται μετά την ολοκλήρωση του τρίτου προγράμματος προσαρμογής τον Αύγουστο του 2018. Η ολοκλήρωση του προγράμματος αποτελεί ένα σημαντικό ορόσημο, με θετικές επιδράσεις στο οικονομικό κλίμα και τις προοπτικές της ελληνικής οικονομίας. Ωστόσο, όπως είχε επισημάνει η Έκθεση της Τράπεζας της Ελλάδος για τη Νομισματική Πολιτική του Ιουλίου 2018, η διατηρήσιμη επιστροφή του Ελληνικού Δημοσίου στις διεθνείς αγορές κρατικών ομολόγων θα είναι η ασφαλέστερη ένδειξη ότι η οικονομία έχει υπερβεί την κρίση.
Στην Έκθεση επισημαίνεται ότι το υψηλό κόστος δανεισμού του δημόσιου τομέα διαχέεται και στον εγχώριο χρηματοπιστωτικό τομέα, με αποτέλεσμα να διατηρεί σε υψηλά επίπεδα το κόστος δανεισμού για τις ελληνικές επιχειρήσεις και τα νοικοκυριά. Συνεπώς, η βασική πρόκληση στο άμεσο μέλλον εξακολουθεί να είναι η αναχρηματοδότηση του δημόσιου χρέους με βιώσιμους όρους από τις διεθνείς αγορές.
Το υφιστάμενο ταμειακό απόθεμα ασφαλείας επιτρέπει στο Ελληνικό Δημόσιο να μην επιδιώξει άμεση επιστροφή στις διεθνείς αγορές μέσω νέων εκδόσεων ομολόγων. Ωστόσο, σε καμία περίπτωση δεν αποτελεί λόγο εφησυχασμού, τονίζεται στην Έκθεση. Είναι εξαιρετικά σημαντικό να αποκατασταθεί η εμπιστοσύνη των αγορών το συντομότερο δυνατόν και πολύ πριν περιοριστεί το διαθέσιμο ταμειακό απόθεμα ασφαλείας. Κάτι τέτοιο θα επιτρέψει τη χρήση του υπολειπόμενου ποσού για την εξαγορά χρέους. Επιπλέον, θα επιτρέψει την πρόσβαση του ιδιωτικού επιχειρηματικού τομέα και των τραπεζών στις διεθνείς αγορές με βιώσιμους όρους.
Προς το σκοπό αυτό, λαμβάνοντας υπόψη την επιβράδυνση της παγκόσμιας οικονομίας καθώς και τις σημαντικές προκλήσεις που αντιμετωπίζει η ελληνική οικονομία, θα πρέπει να συνεχιστεί με αποφασιστικότητα η υλοποίηση των μεταρρυθμίσεων.
Η ΤτΕ τονίζει επίσης τους σημαντικούς κινδύνους και αβεβαιότητες για τις προοπτικές της ελληνική οικονομίας. Σε ό,τι αφορά το εγχώριο περιβάλλον, η υπερβολική φορολόγηση και τυχόν ανάκληση ή καθυστερήσεις στην υλοποίηση των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων και του προγράμματος ιδιωτικοποιήσεων ενδέχεται να επηρεάσουν αρνητικά τις προοπτικές της ελληνικής οικονομίας. Σε ό,τι αφορά το εξωτερικό περιβάλλον, κίνδυνοι μπορεί να προκύψουν από
ενδεχόμενη επιβράδυνση της παγκόσμιας οικονομικής δραστηριότητας στο πλαίσιο της αύξησης του εμπορικού προστατευτισμού και αναταράξεων στις χρηματοπιστωτικές αγορές, ιδιαίτερα στην Ιταλία, και στις αγορές συναλλάγματος διεθνώς, καθώς και από μια αποτυχία έγκρισης από το βρετανικό κοινοβούλιο της συμφωνίας για την αποχώρηση του Ηνωμένου Βασιλείου από την ΕΕ.
Όσον αφορά το δημοσιονομικό πεδίο, η Τράπεζα της Ελλάδος εκτιμά ότι η μη εφαρμογή των θεσμοθετημένων περικοπών στις συντάξεις το 2019, σε συνδυασμό με την εφαρμογή των αποφάσεων της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας οι οποίες έκριναν αντισυνταγματικές προγενέστερες περικοπές στις συντάξεις, δρουν επιβαρυντικά στην ανάλυση βιωσιμότητας του δημόσιου χρέους, καθώς οδηγούν σε προς τα άνω αναθεώρηση της συνταξιοδοτικής δαπάνης, και αποτελούν το σημαντικότερο δημοσιονομικό κίνδυνο μεσοπρόθεσμα.
Θετικές καταγράφονται οι εξελίξεις στον δημοσιονομικό τομέα. Το πρωτογενές αποτέλεσμα της γενικής κυβέρνησης το 2017, όπως υπολογίζεται σύμφωνα με τον ορισμό του προγράμματος, διαμορφώθηκε σε πλεόνασμα 4,1% του ΑΕΠ, υπερβαίνοντας σημαντικά το στόχο για πλεόνασμα 1,75% του ΑΕΠ, για τρίτο συνεχές έτος. Η υπέρβαση του δημοσιονομικού στόχου που παρατηρείται τα τελευταία έτη συμβάλλει στη συγκράτηση του δημόσιου χρέους και ενισχύει την εμπιστοσύνη των αγορών, όσον αφορά την αποτελεσματικότητα της δημοσιονομικής διαχείρισης αλλά και την αποφασιστικότητα των ελληνικών αρχών να επιτύχουν τους καθορισμένους δημοσιονομικούς στόχους. Ωστόσο, η δημοσιονομική υπεραπόδοση επιφέρει αρνητική επίδραση στην πραγματική οικονομία, καθώς βασίζεται στην αυξημένη φορολογική επιβάρυνση και στην περικοπή των επενδυτικών δαπανών, με αποτέλεσμα την αποθάρρυνση των επενδύσεων, την αποδυνάμωση του ρυθμού αύξησης του ΑΕΠ, αλλά και την αύξηση της παραοικονομίας.
Η ΤτΕ προβλέπει ότι η οικονομική δραστηριότητα θα αυξηθεί κατά 2,1% το 2018, 2,3% το 2019 και 2,2% το 2020.
Οι κυριότερες προκλήσεις
Οι κυριότερες προκλήσεις είναι το υψηλό δημόσιο χρέος ως ποσοστό του ΑΕΠ, του οποίου η βιωσιμότητα έχει διασφαλιστεί μεσοπρόθεσμα, το υψηλό απόθεμα μη εξυπηρετούμενων δανείων, το μεγάλο ποσοστό ανεργίας, η μετανάστευση εξειδικευμένου εργατικού δυναμικού κατά τη διάρκεια της κρίσης, το μεγάλο επενδυτικό κενό και το σχετικά υψηλό ποσοστό φτώχειας στον πληθυσμό. Η διαρθρωτική ανταγωνιστικότητα εξακολουθεί να είναι πολύ χαμηλή σε σύγκριση με άλλες ευρωπαϊκές χώρες και έχει μάλιστα υποχωρήσει τα τελευταία δύο χρόνια.
Μακροπρόθεσμα, η προβλεπόμενη μείωση του πληθυσμού (λόγω της δημογραφικής γήρανσης) αναμένεται να ασκήσει καθοδική πίεση στη δυνητική ανάπτυξη. Επίσης, η υπόθεση της διατήρησης μεγάλων πρωτογενών πλεονασμάτων για μια παρατεταμένη χρονική περίοδο συνιστά κίνδυνο στην ανάλυση της βιωσιμότητας του δημόσιου χρέους, καθώς η Τράπεζα της Ελλάδος εκτιμά ότι κάτι τέτοιο θα επιβραδύνει την ανάπτυξη. Η περιοριστική επίδραση των μεγάλων πρωτογενών πλεονασμάτων θα είναι σημαντικά εντονότερη αν συνοδεύεται από υψηλή φορολογία.
Το τραπεζικό σύστημα
Οι βελτιωμένες προοπτικές για την οικονομία ενίσχυσαν το οικονομικό κλίμα, συμβάλλοντας στην αύξηση των καταθέσεων του μη χρηματοπιστωτικού ιδιωτικού τομέα, και βελτίωσαν την πιστοληπτική ικανότητα της Ελλάδος, με αποτέλεσμα τον περιορισμό της εξάρτησης των τραπεζών από το μηχανισμό έκτακτης ενίσχυσης σε ρευστότητα της Τράπεζας της Ελλάδος. Η ενίσχυση της ρευστότητας των τραπεζών και η βελτίωση του κλίματος εμπιστοσύνης επέτρεψαν την άρση των περισσότερων περιορισμών στην κίνηση κεφαλαίων.
Παρά τις θετικές αυτές εξελίξεις στον χρηματοπιστωτικό τομέα, το απόθεμα των μη εξυπηρετούμενων δανείων των τραπεζών παραμένει εξαιρετικά υψηλό. Η ετήσια μεταβολή της τραπεζικής χρηματοδότησης προς το μη χρηματοπιστωτικό ιδιωτικό τομέα παραμένει αρνητική και το μέσο επιτόκιο των τραπεζικών χορηγήσεων προς τον τομέα αυτό αυξήθηκε ελαφρά τους τέσσερις τελευταίους μήνες. Επιπλέον, οι αποδόσεις των ελληνικών κρατικών ομολόγων παραμένουν σε υψηλά επίπεδα, κυρίως λόγω αναταράξεων στις διεθνείς αγορές και της ανησυχίας σχετικά με το ενδεχόμενο ανατροπής νομοθετημένων μέτρων πολιτικής και μεταρρυθμίσεων που είχαν συμφωνηθεί στο πλαίσιο του προγράμματος. Τα παραπάνω συνεπάγονται ότι οι ελληνικές επιχειρήσεις και τα νοικοκυριά εξακολουθούν να αντιμετωπίζουν υψηλό κόστος δανεισμού.
Η ΤτΕ επισημαίνει ότι η κερδοφορία των τραπεζών πριν από φόρους παρέμεινε αδύναμη και σημαντικά χαμηλότερη από ό,τι την αντίστοιχη περίοδο του 2017, ενώ, μετά από φόρους και μη επαναλαμβανόμενες δραστηριότητες, το εννεάμηνο του 2018 καταγράφονται ζημίες μεγαλύτερες από ό,τι την αντίστοιχη περίοδο του 2017.
Όσον αφορά την κεφαλαιακή επάρκεια, ο Δείκτης Κεφαλαίου Κοινών Μετοχών (Common Equity Tier 1 – CET1) και ο Δείκτης Κεφαλαιακής Επάρκειας σε ενοποιημένη βάση παραμένουν σε ικανοποιητικό επίπεδο (15,6% και 16,2% αντίστοιχα στο τέλος Σεπτεμβρίου 2018). Στο πλαίσιο της άσκησης προσομοίωσης ακραίων καταστάσεων που διενεργήθηκε στις αρχές του έτους, δεν εντοπίστηκε κεφαλαιακό έλλειμμα στις τέσσερις σημαντικές ελληνικές τράπεζες. Τα αποτελέσματα ανά τράπεζα συνεκτιμώνται από τον Ενιαίο Εποπτικό Μηχανισμό μέσω της διαδικασίας εποπτικού ελέγχου και αξιολόγησης, στο πλαίσιο των απαιτήσεων του Πυλώνα ΙΙ. Σκοπός της άσκησης ήταν να αξιολογηθεί η ανθεκτικότητα των τραπεζών σε οικονομικές και χρηματοπιστωτικές διαταραχές για την τριετία 2018-2020, με σημείο αναφοράς τα μεγέθη της 31ης Δεκεμβρίου 2017, αναμορφωμένα για την επίπτωση του Διεθνούς Προτύπου Χρηματοοικονομικής Πληροφόρησης 9 (ΔΠΧΠ 9).
Τα μη εξυπηρετούμενα ανοίγματα
Οι τράπεζες σημείωσαν αξιόλογη πρόοδο στη μείωση των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων τους. Τα μη εξυπηρετούμενα ανοίγματα (ΜΕΑ) ανήλθαν στο τέλος Σεπτεμβρίου 2018 σε 84,7 δισεκ. ευρώ, μειωμένα κατά περίπου 9,7 δισεκ. ευρώ συγκριτικά με το τέλος Δεκεμβρίου 2017 και κατά περίπου 22,5 δισεκ. ευρώ (δηλ. περισσότερο από 20%) έναντι του Μαρτίου 2016, οπότε είχε καταγραφεί και το υψηλότερο επίπεδο ΜΕΑ. Η υποχώρηση του αποθέματος των ΜΕΑ κατά τη διάρκεια του 2018 οφείλεται κυρίως σε διαγραφές (4,4 δισεκ. ευρώ) και πωλήσεις (5,2 δισεκ. ευρώ) μη εξυπηρετούμενων δανείων. Βελτίωση εμφανίζουν και οι εισπράξεις από ρευστοποιήσεις, καθώς οι ηλεκτρονικοί πλειστηριασμοί παράγουν τα πρώτα αποτελέσματα. Ωστόσο, το συνολικό ποσό που ανακτήθηκε από τις τράπεζες με αυτόν τον τρόπο παραμένει χαμηλό. Συνολικά, παρά τις βελτιώσεις στο οικονομικό και θεσμικό περιβάλλον, οι εισπράξεις μέσω ενεργητικής διαχείρισης των ΜΕΑ παραμένουν περιορισμένες. Επιπροσθέτως, οι νέες ροές μη εξυπηρετούμενων δανείων που δημιουργήθηκαν κατά τη διάρκεια του εννεαμήνου εξακολουθούν να υπερβαίνουν τις πιστώσεις που επιστρέφουν σε τακτική εξυπηρέτηση.
Συνολικά, και με βάση τις τάσεις που παρατηρούνται τα τελευταία δύο τουλάχιστον χρόνια, ο ρυθμός μείωσης των ΜΕΑ, αν και εμφανίζεται βελτιωμένος, δεν είναι ικανός ώστε να επιτευχθεί σύντομα μία σημαντική αποκλιμάκωση του υπολοίπου τους. Οι ελληνικές τράπεζες έχουν ήδη υποβάλει αναθεωρημένους επιχειρησιακούς στόχους για τα ΜΕΑ, οι οποίοι καλύπτουν το διάστημα μέχρι το 2021. Κατά την προσεχή περίοδο, αυξημένη συμβολή στη μείωση των ΜΕΑ αναμένεται να έχουν οι πωλήσεις δανείων, οι εισπράξεις δανείων, η ρευστοποίηση εξασφαλίσεων και οι επιτυχείς ρυθμίσεις δανείων, ούτως ώστε το ποσοστό των ΜΕΑ στο σύνολο των ανοιγμάτων να υποχωρήσει σε περίπου 20% ή χαμηλότερα μέχρι το 2021. Στη βάση αυτή θα πρέπει να εξεταστούν και άλλες λύσεις που θα διευκόλυναν τη μεταφορά των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων από τους ισολογισμούς των τραπεζών σε άλλες οντότητες, για παράδειγμα σε μια κεντρική εταιρία διαχείρισης περιουσιακών στοιχείων, χωρίς να δημιουργηθούν πρόσθετοι δημοσιονομικοί κίνδυνοι και αφού έχουν ληφθεί υπόψη οι ενδεχόμενες επιπτώσεις στην κεφαλαιακή βάση των τραπεζών. Στο πλαίσιο αυτό, η Τράπεζα της Ελλάδος, στην πρόσφατη Επισκόπηση του Ελληνικού Χρηματοπιστωτικού Συστήματος, παρουσίασε την πρότασή της για τη δημιουργία Εταιρίας Ειδικού Σκοπού (Special Purpose Vehicle) που θα απορροφήσει μη εξυπηρετούμενα δάνεια ύψους 40 δισεκ. ευρώ περίπου, με την παράλληλη χρήση αναβαλλόμενου φόρου ύψους 7,5 δισεκ. ευρώ.