Το Εφετείο απέρριψε την έφεση ενάγουσας/εφεσείουσας που ζητούσε να ακυρωθεί πρωτόδικη απόφαση που απέρριψε αίτημα αναβολής που υπέβαλε ο δικηγόρος της λόγω απουσίας της στο εξωτερικό για λόγους υγείας. (απόφαση της 5/12/2018- πολ.έφεση 509/2012). Η υπόθεση ήταν ορισμένη για ακρόαση στο Επ. Δικαστήριο Πάφου και η απούσα εφεσείουσα ήταν η μοναδική μάρτυρας για την πλευρά της, ενώ στο αίτημα δεν υπήρχε ένσταση από το συνήγορο της εφεσίβλητης-εναγόμενης.
Η απόφαση του πρωτόδικου δικαστηρίου
Το πρωτόδικο δικαστήριο απέρριψε το αίτημα αναβολής με το ακόλουθο σκεπτικό:
«Ο δικηγόρος της ενάγουσας στην παρούσα περίπτωση ζητά αναβολή γιατί η ενάγουσα ως ισχυρίζεται πήγε στο εξωτερικό για λόγους υγείας και να κάνει ιατρικές εξετάσεις, χωρίς να επισυνάπτει οποιοδήποτε ιατρικό πιστοποιητικό το οποίο να επιβεβαιώνει όσα έχει αναφέρει. Φαίνεται ότι οι δικηγόροι της ενάγουσας είχαν την καλή θέληση να ενημερώσουν το δικηγόρο της άλλης πλευράς όχι όμως το Δικαστήριο. Περαιτέρω ενώ γνώριζαν ότι η πελάτιδα τους έφυγε για το εξωτερικό για ιατρικούς λόγους ως ισχυρίζονται δεν προσκόμισαν τα απαραίτητα έγγραφα για επιβεβαίωση των θέσεων τους. Θεωρώ ότι η υπόθεση αυτή είναι πολύ παλιά, έχουν δοθεί σωρεία αναβολών και η υπόθεση είναι μια από τις παλαιότερες του Δικαστηρίου.
Ως εκ τούτου θεωρώ ότι η οποιαδήποτε έγκριση του αιτήματος θα καθιστούσε συνένοχο το Δικαστήριο σε περαιτέρω καθυστέρηση στην εκδίκαση της υπόθεσης .»
Κατόπιν αυτού το Δικαστήριο ενέκρινε το αίτημα του αντιδίκου, απόρριψης της αγωγής, και απέρριψε την αγωγή λόγω μη προώθησής της.
Η έφεση
Ο βασικός λόγος έφεσης αφορά στην εσφαλμένη, κατά την εφεσείουσα, άσκηση της διακριτικής εξουσίας του Δικαστηρίου να μην εγκρίνει το αίτημα για αναβολή και ακολούθως να απορρίψει την αγωγή. Όπως αναφέρεται στην εφετειακή απόφαση, το παράπονο αιτιολογείται στη βάση ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν έδωσε καμία σημασία στο γεγονός ότι ήταν η μοναδική μάρτυρας για την πλευρά της και η μαρτυρία της, ως επίσης τα τεκμήρια, ήταν έτοιμα να καταχωρηθούν στο Δικαστήριο, κάτι που ωστόσο δεν υποστηρίζεται από τα πρακτικά της πρωτόδικης διαδικασίας.
Περαιτέρω, εισηγείται η εφεσείουσα, ότι το Δικαστήριο παραγνώρισε ότι η αντίδικος της δεν είχε ένσταση στο αίτημα για αναβολή, ενώ έδωσε υπέρμετρη βαρύτητα στο ιστορικό της υπόθεσης, σύμφωνα με το οποίο η ακρόαση της αγωγής είχε αναβληθεί και στο παρελθόν για άλλους λόγους οι οποίοι, εν πάση περιπτώσει, είχαν κριθεί δικαιολογημένοι. Θέτει, η εφεσείουσα, και ζήτημα λανθασμένης ερμηνείας από το πρωτόδικο Δικαστήριο της υπόθεσης Παρίσση.
Με άλλο λόγο έφεσης προσβάλλεται και η επιδίκαση των εξόδων εναντίον της, στη βάση ότι οι λόγοι που προβάλλει σε σχέση με τον βασικό λόγο έφεσης θα έπρεπε να οδηγήσουν στην παραχώρηση της αναβολής χωρίς την καταδίκη της εφεσείουσας στα έξοδα, διαζευκτικά δε ότι το Δικαστήριο θα έπρεπε να επιδικάσει υπέρ της εφεσίβλητης μόνο τα έξοδα της αναβολής.
Η εφεσίβλητη θεωρεί ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο ενήργησε εντός των παραδεκτών πλαισίων της διακριτικής του ευχέρειας, εισηγούμενη πως με τον τρόπο που παρουσιάστηκε το αίτημα της εφεσείουσας, δεν καταδείχθηκε λόγος ικανός να δικαιολογήσει την απουσία της.
Η απόφαση του Εφετείου
Όπως επισημαίνει το Εφετείο, «το δικονομικό πλαίσιο για την αναβολή της ακρόασης παρέχεται από την Δ.33, θ.6 των περί Πολιτικής Δικονομίας Διαδικαστικών Κανονισμών. Σύμφωνα δε με τη νομολογία, το κατά πόσο θα αναβληθεί μια υπόθεση είναι θέμα το οποίο ανάγεται στη διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου που επιλαμβάνεται του αιτήματος, η οποία ασκείται δικαστικά στη βάση των δεδομένων της κάθε υπόθεσης, σε συνάρτηση πάντα με τους λόγους επί των οποίων το αίτημα εδράζεται. Το Δικαστήριο, κατά την άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του ευχέρειας καλείται να ισορροπήσει τα εκατέρωθεν δικαιώματα των διαδίκων και της απόδοσης δικαιοσύνης σε εύλογο χρόνο ώστε να εξυπηρετηθεί κατά τον καλύτερο δυνατό τρόπο το συμφέρον της δικαιοσύνης. Όπως τέθηκε το θέμα στην υπόθεση Fregata Holdings Limited v Petrolina (Holdings) Public Ltd (2012) 1 AAΔ 579:
«Το κατοχυρωμένο με το Άρθρο 30.3(γ) του Συντάγματος δικαίωμα προσαγωγής μαρτυρίας, παραβίαση του οποίου ισχυρίζονται οι εφεσείοντες, συμβαδίζει με το επίσης κατοχυρωμένο συνταγματικά δικαίωμα του διαδίκου, δικαίωμα το οποίο εγγυάται και το Άρθρο 6(1) της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, να τύχει διάγνωσης των αστικών του δικαιωμάτων και υποχρεώσεων μέσα σε εύλογο χρόνο (Άρθρο 30.2 του Συντάγματος). Όπως πολύ εύστοχα επισημαίνεται στην υπόθεση Θεοδώρου ν. Θεοδώρου (1996) 1 Α.Α.Δ. 66:
“Το Άρθρο 30.3 παρέχει τη διαδικαστική δομή και προσφέρει μια επεξεργασμένη θεσμική βάση της δίκαιης δίκης χωρίς, όπως έχει λεχθεί, να εξαντλείται στα καθοριζόμενα από το Άρθρο 30.3 στοιχεία. Κατά την άποψή μου η προβληματική της δίκαιης δίκης εντοπίζεται ανάμεσα σε δύο πόλους: την παροχή των εχέγγυων που διασφαλίζουν το δικαίωμα ακρόασης αφενός και την ανάγκη απόδοσης δικαιοσύνης σε εύλογο χρόνο (Άρθρο 30.2). Η εξισορρόπηση ανάμεσα σε αυτές τις συνταγματικές αρχές είναι λεπτό έργο, αλλά μπορεί να επιτευχθεί λαμβάνοντας πάντοτε υπόψη και τα δεδομένα της κάθε περίπτωσης.»
Στη Fatsita ν. Fatsita and Another (1988) 1 C.L.R. 210 υπογραμμίστηκε από το Εφετείο ότι η εντός ευλόγου χρόνου διεκπεραίωση υποθέσεων δεν αποτελεί μόνο δικαίωμα των διαδίκων δυνάμει του Άρθρου 30.2 του Συντάγματος αλλά και συμφέρον γενικότερα της πολιτείας με βάση το αξίωμα “interest reipublicae ut sit finis litium”.
Ειδικότερα για το ιστορικό μιας υπόθεσης ενώπιον του Δικαστηρίου, λέχθηκε στην Χριστοφίδη ν. Λουκά (1998) 1 ΑΑΔ 389 ότι, «Όσα συνθέτουν το ιστορικό μπορεί να είναι, και συνήθως είναι, σχετικά. Όχι όμως ως αυτοτελείς παράγοντες αλλά στο βαθμό που βοηθούν στην αντιμετώπιση του αιτήματος που εξετάζεται στη σωστή του διάσταση.» Βέβαια, ως έχει αναφερθεί, το κάθε αίτημα για αναβολή εξετάζεται στη βάση των γεγονότων που το συνθέτουν και τα δεδομένα της υπόθεσης. Στην προκειμένη περίπτωση, πλείστες από τις αναβολές της ακρόασης παραχωρηθήκαν κατόπιν έγκρισης σχετικού αιτήματος της εφεσείουσας – λόγω άλλων επαγγελματικών ενασχολήσεων του δικηγόρου της – οι οποίες, όμως, εφόσον θεωρήθηκαν αιτιολογημένες, δεν επενεργούν αρνητικά στο αίτημα για αναβολή εάν αυτό κατά τα άλλα είναι αιτιολογημένο, (βλ.Παρίσση (ανωτέρω))».
Σημειώνει περαιτέρω το Δικαστήριο: «Πέραν των εξηγήσεων του δικηγόρου της εφεσείουσας περί απουσίας της στο εξωτερικό για ιατρικές εξετάσεις, κανέναν σχετικό στοιχείο δεν τέθηκε ενώπιον του Δικαστηρίου προς αιτιολόγηση του λόγου αναβολής, ιδιαίτερα ως προς το χρόνο που προέκυψε το θέμα μετάβασης της εφεσείουσας στο εξωτερικό και κατά πόσο αυτό οφειλόταν σε έκτακτη και αδήριτη ανάγκη, καθιστούσα αδύνατη την παρουσία της ενώπιον του Δικαστηρίου κατά την ημερομηνία που η υπόθεση ήταν ορισμένη για ακρόαση. Στοιχεία θεωρούμε αναγκαία προς υποστήριξη του αιτήματος και προς υποβοήθηση του Δικαστηρίου στην άσκηση της διακριτικής του ευχέρειας. Η υπόθεση δε που είχε ενώπιον του το Δικαστήριο ήταν πράγματι παλιά και βαρύνετο με πολλές αναβολές με ανάλογη καθυστέρηση στην εκδίκασή της η οποία, σε περίπτωση έγκρισης του αιτήματος, θα επιμηκυνόταν περαιτέρω. Το γεγονός ότι από πλευράς της εφεσίβλητης δεν υπήρχε ένσταση ήταν ουδέτερος παράγοντας. Όπως επισημάνθηκε στην υπόθεση Κωνσταντίνος Σάσκαρος κ.ά ν Άννας Μ. Μιχαηλίδη, Πολ. Έφεση 182/2014, ημερομηνίας 18.7.2017:
«Tο ζήτημα .δεν τίθεται στη βάση μη ύπαρξης ένστασης εκ μέρους του αντιδίκου, είτε προς αναβολή ακρόασης είτε προς επαναφορά της αγωγής . Εναπόκειται σε κάθε περίπτωση στο εκδικάζον δικαστήριο η εξέταση θέματος αναβολής ή επαναφοράς υπό το φως των συγκεκριμένων λόγων που προβάλλονται σε κάθε περίπτωση και της υποχρέωσης που έχει για διεκπεραίωση του δικαστικού του έργου σε εύλογο χρονικό διάστημα, προς διασφάλιση της αποτελεσματικότητας και αξιοπιστίας του δικαστικού έργου. Υπό το πρίσμα αυτό, το δικαίωμα του κάθε διαδίκου να ακουστεί η υπόθεσή του, που διασφαλίζεται με το ΄Αρθρο 30.3(β) και (γ) του Συντάγματος, θα πρέπει να εξετάζεται σε συνδυασμό με το δικαίωμα της διεξαγωγής μιας ακρόασης σε εύλογο χρονικό διάστημα, σύμφωνα με τις πρόνοιες του ΄Αρθρου 30.2 του Συντάγματος.».
Το Εφετείο επεμβαίνει στην άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου μόνο εκεί όπου διαπιστώνεται ότι δεν ασκήθηκε δικαστικά, όταν για παράδειγμα, στην άσκηση της υπεισήλθαν εξωγενείς παράγοντες ή η άσκηση της οδηγεί σε πασιφανή αδικία. Υπό τις συνθήκες που έχουν εκτεθεί ανωτέρω, δεν παρέχεται η δυνατότητα επέμβασης του Εφετείου στον τρόπο που το πρωτόδικο Δικαστήριο άσκησε τη διακριτική του ευχέρεια. Η απουσία της εφεσείουσας ουσιαστικά ήταν αδικαιολόγητη και δεν μπορεί να την επικαλείται για να ισχυριστεί ότι λόγω άρνησης του πρωτόδικου Δικαστηρίου να εγκρίνει το αίτημα της για αναβολή «απώλεσε το δικαίωμα της να ακουστεί σε πλήρη ακροαματική διαδικασία».
Όσον αφορά το παράπονο της εφεσείουσας για την επιδίκαση των εξόδων της αγωγής εναντίον της, δεν έχει υποστηριχθεί με οποιαδήποτε επιχειρηματολογία, ούτε διαπιστώνεται οποιοσδήποτε λόγος που να μπορούσε να δικαιολογήσει απόκλιση από τον κανόνα αναφορικά με τα έξοδα, που εφάρμοσε εν προκειμένω το πρωτόδικο Δικαστήριο, σύμφωνα με τον οποίο τα έξοδα ακολουθούν το αποτέλεσμα της αγωγής».
Ενόψει των παραπάνω το Εφετείο απέρριψε την έφεση με €1.500 έξοδα εις βάρος της εφεσείουσας. (δημοσίευση απόφασης: cylaw.org)