Δυσκολότερες γίνονται από τις αρχές του χρόνου οι νέες πιστώσεις από τις τράπεζες, οι οποίες θα πρέπει να ακολουθούν αυστηρά κριτήρια για τις χορηγήσεις ενόψει και της εφαρμογής του λογιστικού προτύπου 9, που τις υποχρεώνει σε εξαιρετικά λεπτομερή αποτίμηση του κινδύνου που αναλαμβάνουν και σε αυξημένες προβλέψεις για τις καθυστερήσεις δανείων, ακόμη και για τα δάνεια με εξασφαλίσεις.
Ενδεικτικό της αυστηρότητας που θα διέπει τα πιστοδοτικά κριτήρια είναι ότι κατά την αποτίμηση του ρίσκου οι τράπεζες θα πρέπει να λαμβάνουν υπόψη τους έναν ευρύ φάσμα πληροφοριών που αφορούν ιστορικά στοιχεία για το ποσοστό αθέτησης δανείων, αλλά και προβλέψεις για το μέλλον, λαμβάνοντας υπόψη παράγοντες όπως οι μεταβολές στις προοπτικές του κλάδου, τους ρυθμούς ανάπτυξης των επιχειρηματικών δραστηριοτήτων, τις οικονομικές προβλέψεις για τα επιτόκια, τα ποσοστά ανεργίας και τις τιμές των βασικών εμπορευμάτων, την υποβάθμιση ενός δανειολήπτη από αναγνωρισμένο οργανισμό πιστοληπτικής αξιολόγησης καθώς ακόμη και… την ψυχολογία των καταναλωτών.
Σε ό,τι αφορά τους δανειολήπτες, είτε είναι νοικοκυριά είτε επιχειρήσεις, η τράπεζα θα πρέπει να λαμβάνει υπόψη της τις σταθερές πηγές εισοδήματος που διαθέτουν για την προγραμματισμένη καταβολή των δόσεων, τη συνολική έκθεσή τους στον δανεισμό, τα κίνητρα ή την προθυμία τους να εκπληρώσουν τις υποχρεώσεις τους, τα βάρη που έχουν οι εξασφαλίσεις και οι αλλαγές που μπορεί να επέλθουν στην αξία των εξασφαλίσεων αυτών, καθώς και πιθανά έκτακτα γεγονότα που μπορούν να επηρεάσουν την ικανότητά τους να εκπληρώσουν τις συμβατικές τους υποχρεώσεις προς την τράπεζα.
Οι κανόνες αυτοί περιγράφονται στη «νέα πράξη» της ΤτΕ, σε εφαρμογή των επιταγών της Ευρωπαϊκής Αρχής Τραπεζών για τις πρακτικές διαχείρισης του πιστωτικού κινδύνου και τη λογιστική καταγραφή των αναμενόμενων ζημιών, και υποχρεώνουν τις τράπεζες να διαθέτουν αποτελεσματικά συστήματα εσωτερικού ελέγχου για τον συστηματικό προσδιορισμό επαρκών προβλέψεων.
Με δεδομένο ότι οι νέοι κανόνες τίθενται σε εφαρμογή ύστερα από μακρά περίοδο πιστωτικής συρρίκνωσης για τη χώρα μας, εκτιμάται ότι θα οδηγήσουν σε ένα αυστηρότερο καθεστώς χορηγήσεων, προκειμένου να αποφευχθεί η δημιουργία μιας νέας γενιάς μη εξυπηρετούμενων δανείων, καθιστώντας τις νέες πιστώσεις εξαιρετικά φειδωλές. Είναι χαρακτηριστικό ότι από το 2010 τα δάνεια των τραπεζών προς τις επιχειρήσεις και τα νοικοκυριά μειώθηκαν από τα 257,5 δισ. ευρώ, που ήταν στα τέλη του 2009, στα 174,5 δισ. ευρώ το 2018, καταγράφοντας πτώση κατά 32% μέσα σε εννιά χρόνια. Η μείωση των δανείων αφορά τις επιχειρήσεις, οι πιστώσεις προς τις οποίες έχουν υποχωρήσει από τα 123,2 δισ. ευρώ στα 84,3 δισ. ευρώ, ενώ ο δανεισμός των νοικοκυριών έχει υποχωρήσει από τα 117,7 δισ. ευρώ στα 78,2 δισ. ευρώ.
Να σημειωθεί ότι, με βάση τη συμφωνία που επιτεύχθηκε αυτή την εβδομάδα μεταξύ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και της Επιτροπής για τους νέους κανόνες που θα ισχύσουν για τα κόκκινα δάνεια, από τη στιγμή που ένα δάνειο με εμπράγματες εξασφαλίσεις, δηλαδή ακίνητα, καταστεί ληξιπρόθεσμο, η τράπεζα έχει προθεσμία εννέα χρόνια για να βρει τα απαραίτητα κεφάλαια και να καλύψει την επισφάλεια στον ισολογισμό της, ενώ για τα δάνεια που έχουν ως εξασφάλιση κινητά περιουσιακά στοιχεία, η προθεσμία είναι τα επτά χρόνια. Πιο στενό είναι το χρονικό περιθώριο που δίνεται για τα δάνεια χωρίς εξασφαλίσεις, καθώς μόλις ένα δάνειο χωρίς εμπράγματες εξασφαλίσεις θεωρηθεί κόκκινο, τότε η τράπεζα υποχρεούται μέσα στην πρώτη διετία να έχει συγκεντρώσει τα κεφάλαια που θα καλύπτουν τουλάχιστον το 35% του ύψους του, ενώ εντός τριετίας πρέπει να έχει εξασφαλίσει το κεφάλαιο για το σύνολο του δανείου.