Απάντηση έδωσε η Κομισιόν, δια του Αντιπροέδρου της Βάλντις Ντομπρόβσκις, στην ερώτηση του Αντιπροέδρου του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και επικεφαλής της Ευρωομάδας του ΣΥΡΙΖΑ Δημήτρη Παπαδημούλη, αναφορικά με την προστασία των δανειοληπτών σε ελβετικό φράγκο. Σύμφωνα με τον Δημ. Παπαδημούλη, οι δανειολήπτες βρέθηκαν «σε δυσχερή θέση εξαιτίας της πολύ σημαντικής ανατίμησής του έναντι του ευρώ», του «σχετικά καθυστερημένου εντοπισμού του προβλήματος από την Επιτροπή» και «της συντηρητικής πρόβλεψης νομισματικής διακύμανσης κατά ποσοστό ίσο ή μεγαλύτερο του 20%», σύμφωνα με τον ευρωβουλευτή του ΣΥΡΙΖΑ.
Στην απάντησή του ο Β. Ντομπρόβσκιςτονίζει εκ μέρους της Κομισιόν ότι εναπόκειται στα κράτη-μέλη «να περιορίζουν τον συναλλαγματικό κίνδυνο τον οποίο αναλαμβάνουν οι καταναλωτές που συνάπτουν σύμβαση ενυπόθηκης πίστωσης», βάσει της οδηγίας 2014/17/ΕΕ, την οποία επικαλέστηκε ο Δημ. Παπαδημούλης στην ερώτησή του περί «θεσμοθέτησης εθνικών λύσεων για την περαίωση της μακροχρόνιας εκκρεμότητας των συγκεκριμένων δανείων, με γνώμονα την ενιαία και ολιστική αντιμετώπιση τραπεζών και δανειοληπτών στα πλαίσια της Τραπεζικής Ένωσης».
Ο Δημ. Παπαδημούλης εστιάζει -μεταξύ άλλων- στη μη πρόβλεψη αναδρομικής ισχύος της οδηγίας για την ενυπόθηκη πίστη για δάνεια πριν την 21η Μαρτίου 2016. Η Κομισιόν απαντά πως «αυτό δεν απαγορεύει στα εθνικά δικαστήρια να αξιολογήσουν τη νομιμότητα και τη συμμόρφωση με το ενωσιακό δίκαιο των δανειακών συμβάσεων που συνήφθησαν πριν από το 2016». «Ειδικότερα, εναπόκειται στα εθνικά δικαστήρια να αποφασίσουν εάν οι ειδικές ρήτρες των εν λόγω συμβάσεων συμμορφώνονται με την οδηγία 93/13/EEC και εάν οι εμπορικές πρακτικές των εμπορευομένων συμμορφώνονται με την οδηγία 2005/29/EC, λαμβάνοντας υπόψη τις ιδιαίτερες περιστάσεις, και να λάβουν κατάλληλα μέτρα για τη διόρθωση της κατάστασης, όπου απαιτείται», σημειώνει ο Β. Ντομπρόβσκις.
Ο Επίτροπος Ντομπρόβσκις συνεχίζει, λέγοντας ότι «τα εθνικά δικαστήρια οφείλουν να εφαρμόζουν τη νομολογία του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης», που «επιβεβαίωσε συγκεκριμένα ότι εναπόκειται στα εθνικά δικαστήρια να εξετάσουν αυτεπαγγέλτως τον ενδεχομένως καταχρηστικό χαρακτήρα συμβατικής ρήτρας, εφόσον διαθέτουν τα απαραίτητα προς τούτο νομικά και πραγματικά στοιχεία».
«Στο πλαίσιο της εν λόγω εκτίμησης, το Δικαστήριο έκρινε, μεταξύ άλλων, ότι τα εθνικά δικαστήρια πρέπει να αποφασίσουν εάν μια ρήτρα, που έχει τεθεί σε σύμβαση δανείου συνομολογηθέντος σε ξένο νόμισμα και που επιρρίπτει όλο τον συναλλαγματικό κίνδυνο στον καταναλωτή, δημιουργεί «σημαντική ανισορροπία» μεταξύ των δικαιωμάτων και των υποχρεώσεων των συμβαλλομένων και, ως εκ τούτου, εάν μπορεί να θεωρηθεί καταχρηστική», καταλήγει η Κομισιόν.