Σχεδόν το 1/4 του μέσου ετήσιου εισοδήματος των Ελλήνων πριν από την κρίση εξαϋλώθηκε την περίοδο 2008-2017, όπως δείχνει η τελευταία επικαιροποίηση των στοιχείων της Eurostat. Το κατά κεφαλήν Ακαθάριστο Εγχώριο Προϊόν (ΑΕΠ) συρρικνώθηκε στα 17.400 ευρώ πέρυσι, έναντι 22.600 ευρώ το 2008. Δηλαδή, τα τελευταία 9 χρόνια οι Έλληνες έγιναν φτωχότεροι κατά 5.200 ευρώ και βρέθηκαν στην «τρίτη ταχύτητα» της Ευρωπαϊκής Ένωσης, κοντά στα επίπεδα χωρών του πρώην Ανατολικού Μπλοκ. Άμεσο επακόλουθο ήταν να περιοριστεί η αγοραστική δύναμη και η κατά κεφαλήν κατανάλωση στη χώρα μας να υποχωρήσει πέρυσι στο 76% του μέσου όρου της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Πρόκειται για το ίδιο ποσοστό με την Πολωνία και τη Σλοβακία.
Σε αντίθεση με την Ελλάδα, τα υπόλοιπα 27 κράτη-μέλη της Ε.Ε. πέτυχαν αύξηση του κατά κεφαλήν ΑΕΠ τους την περίοδο 2000-2017. Πλέον, οι πολίτες της χώρας μας είναι σε χειρότερη μοίρα από τους Σλοβένους, που κέρδιζαν πέρυσι κατά μέσο όρο 2.000 ευρώ περισσότερα από τους Έλληνες, και σε οριακά καλύτερη θέση από τους Τσέχους, που κέρδιζαν 200 ευρώ λιγότερα.
Οι αλλεπάλληλες περικοπές μισθών, συντάξεων, επιδομάτων και κάθε άλλου είδους απολαβών στην εποχή των Μνημονίων και η υπερφορολόγηση ξαναγύρισαν το μέσο εισόδημα των πολιτών της χώρας μας στα επίπεδα του 2000 (17.600 ευρώ), όταν προσδοκούσαν να πετύχουν την πολυπόθητη και πολυδιαφημισμένη «σύγκλιση» με τις αμοιβές των Ευρωπαίων του «σκληρού πυρήνα» της ευρωζώνης. Πλέον η Ελλάδα κατατάσσεται 18η στην Ευρωπαϊκή Ένωση και 15η στην ευρωζώνη, με γνώμονα το ύψος του κατά κεφαλήν ΑΕΠ. Σε χειρότερη θέση βρίσκονται: η Τσεχία (17.200 ευρώ), η Σλοβακία (15.000 ευρώ), η Εσθονία (14.600 ευρώ), η Λιθουανία (12.700 ευρώ), η Ουγγαρία και η Πολωνία (11.800 ευρώ), η Λετονία (11.600 ευρώ), η Κροατία (11.500 ευρώ), η Ρουμανία (8.300 ευρώ) και η Βουλγαρία (6.300 ευρώ).
Σε σύγκριση με το 2008, η Ελλάδα κατρακύλησε τέσσερις θέσεις χαμηλότερα στην Ε.Ε., ενώ οι απώλειες ήταν μακράν οι μεγαλύτερες, φθάνοντας το 23%. Ακολούθησαν οι Κύπριοι, που έχασαν 2.000 ευρώ ή 8,1% του μέσου εισοδήματός τους την περίοδο 2008-2017 (22.700 ευρώ από 24.700), οι Ιταλοί, με απώλειες 1.800 ευρώ ή 6,4%, οι Λουξεμβουργιανοί, που είναι όμως οι πλουσιότεροι Ευρωπαίοι και το εισόδημα των 81.900 ευρώ το 2008 έπεσε 1.600 ευρώ χαμηλότερα το 2017 (μείωση 2%), και οι Φινλανδοί, οι οποίοι επίσης έχασαν 1.600 ευρώ (35.700 ευρώ από 37.300, δηλαδή απώλειες 4,3%). Όλες οι υπόλοιπες χώρες –ακόμα και η Ιρλανδία, η Πορτογαλία και η Ισπανία, που επίσης βίωσαν την περιπέτεια των Μνημονίων και της σκληρής λιτότητας– κατόρθωσαν είτε να αυξήσουν το κατά κεφαλήν ΑΕΠ τους, είτε τουλάχιστον να το διατηρήσουν σταθερό.
Σε όρους αγοραστικής δύναμης
Ακόμα πιο απογοητευτική είναι η εικόνα που προκύπτει από τα στοιχεία της Eurostat για την κατά κεφαλήν κατανάλωση και το κατά κεφαλήν ΑΕΠ σε όρους Μονάδων Αγοραστικής Δύναμης, δηλαδή με βάση την πραγματική αξία των χρημάτων που διαθέτουμε. Οι Μονάδες Αγοραστικής Δύναμης είναι ένα τεχνητό «νόμισμα», που διευκολύνει τις συγκρίσεις τιμών μεταξύ χωρών, καθώς με μία Μονάδα αγοράζει κανείς την ίδια ποσότητα προϊόντων και υπηρεσιών σε όλες τις χώρες. Με αυτόν τον τρόπο υπολογισμού, τόσο το μέσο εισόδημα των Ελλήνων όσο και η μέση κατανάλωσή τους είναι από τα χαμηλότερα στην Ε.Ε. και στην ευρωζώνη.
Ειδικότερα, η κατά κεφαλήν κατανάλωση στην Ελλάδα περιορίστηκε στο 76% του μέσου όρου της Ε.Ε. το 2017, από 77% το 2016 και 79% το 2015. Στο ίδιο επίπεδο βρίσκονται η Πολωνία και η Σλοβακία. Ωστόσο, η μεν πρώτη έχει βελτιώσει τις επιδόσεις της, η δε δεύτερη είναι σταθερή. Η υψηλότερη κατά κεφαλήν κατανάλωση σε Μονάδες Αγοραστικής Δύναμης κατεγράφη στο Λουξεμβούργο (132% του κοινοτικού μέσου όρου), στη Γερμανία (122%) και στην Αυστρία (117%).
Όσον αφορά στο κατά κεφαλήν ΑΕΠ σε Μονάδες Αγοραστικής Δύναμης, υποχώρησε στο 67% του μέσου όρου της Ε.Ε. πέρυσι, από 68% το 2016 και 69% το 2015. Λίγο πριν από το ξέσπασμα της κρίσης είχε φτάσει στο 93% του κοινοτικού μέσου όρου. Πέρυσι η Εσθονία, η Σλοβακία, η Πολωνία και η Ουγγαρία είχαν μακράν καλύτερες επιδόσεις από την Ελλάδα (79%, 76%, 70% και 68% αντιστοίχως), που βρισκόταν στο ίδιο επίπεδο με τη Λετονία και υπερτερούσε μόνο έναντι της Ρουμανίας (63%), της Κροατίας (62%) και της Βουλγαρίας (49%). «Πρωταθλητής» με το υψηλότερο κατά κεφαλήν ΑΕΠ σε Μονάδες Αγοραστικής Δύναμης αναδείχθηκε το Λουξεμβούργο (253%) και ακολούθησαν η Κύπρος (181%), η Δανία και η Ολλανδία (με 124% η καθεμία).
Η θηλιά του ιδιωτικού χρέους
Η κρίση κατασπάραξε το διαθέσιμο εισόδημα των νοικοκυριών και εκτίναξε το χρέος τους, όπως και εκείνο των επιχειρήσεων. Σύμφωνα με τα τελευταία στοιχεία που έδωσε χθες στη δημοσιότητα το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο (ΔΝΤ), το ιδιωτικό χρέος στην Ελλάδα έφθασε το 131,21% του ΑΕΠ το 2017, δηλαδή περίπου 236 δισ. ευρώ.
Το 2000 οι οφειλές επιχειρήσεων και νοικοκυριών ανέρχονταν μόλις στο 66,31% του ΑΕΠ, ενώ στην αρχή της κρίσης, το 2008, είχαν σχεδόν διπλασιαστεί, φθάνοντας το 126,27% του ΑΕΠ. Η χειρότερη χρονιά ήταν το 2012, όταν εκτινάχθηκαν στο 147%.
Σύμφωνα με το ΔΝΤ, το χρέος των νοικοκυριών ανερχόταν πέρυσι στο 62,81% του ΑΕΠ, δηλαδή περί τα 113 δισ. ευρώ, ενώ οι εταιρικές εκκρεμότητες υπολογίζονταν στο 68,40%, δηλαδή σχεδόν 123 δισ. ευρώ.