Ρυθμίσεις σχετικά με θέματα συνεταιριστικών μερίδων των αστικών συνεταιρισμών (Ν. 4583/2018)
Αλλαγές στη νομοθεσία περί αστικών συνεταιρισμών (Ν. 1667/1986)
Ρυθμίσεις σχετικά με θέματα συνεταιριστικών μερίδων των αστικών συνεταιρισμών του ν. 1667/1986 περιλαμβάνει, μεταξύ άλλων, ο πρόσφατα ψηφισθείς Νόμος 4583/2018.
Όπως αναφέρεται στην αιτιολογική έκθεση, με την εν λόγω ρύθµιση, προτείνεται όπως καθοριστεί η αξία της µερίδας που αποδίδεται στους συνεταίρους λόγω αποχώρησης, αποκλεισµού, µεταβίβασης ή κληρονοµιάς, στην ονοµαστική της αξία και όχι στην πραγµατική, αφού η συνεταιριστική µερίδα δεν αναπροσαρµόζει την αξία της βάσει των αποτελεσµάτων ή της καθαρής περιουσίας του συνεταιρισµού, όπως συµβαίνει στις κεφαλαιουχικές εταιρείες, έχει σταθερή αξία και αυτή είναι ίση µε την ονοµαστική της αξία και εποµένως ίση µε το δεδοµένο καταβληθέν χρηµατικό ποσό που εισέφερε το µέλος.
Με την προτεινόµενη διάταξη επιδιώκεται όπως η συνεταιριστική µερίδα να µην αποτελεί αντικείµενο επένδυσης, αποθησαυρισµού ή κερδοσκοπίας, γεγονός το οποίο είναι αντίθετο µε τα συνεταιριστικά ιδεώδη.
Τέλος, επιδιώκεται να αποφευχθούν κρούσµατα ταµειακών ελλειµµάτων ή πτωχεύσεων σε συνεταιρισµούς που αδυνατούν να καταβάλουν την πραγµατική αξία της µερίδας, όταν αυτή τυγχάνει υψηλότερη της ονοµαστικής, καθώς και να αποφευχθεί ο οικονοµικός πόλεµος µεταξύ συνεταιρισµών.
Αναλυτικά η αιτιολογική έκθεση και η σχετική διάταξη
Οι συνεταιρισµοί είναι αυτόνοµες ενώσεις προσώπων που συγκροτούνται εθελοντικά για την αντιµετώπιση των κοινών οικονοµικών, κοινωνικών και πολιτιστικών αλλαγών και επιδιώξεων τους διαµέσου µιας συνιδιόκτητης και δηµοκρατικά διοικούµενης επιχείρησης.
Οι αστικοί συνεταιρισµοί αυτοδιοικούνται, υποκείµενοι σε κρατική εποπτεία, σύµφωνα µε το άρθρο 12 του Συντάγµατος.
Το κράτος µεριµνά για την ανάπτυξη των συνεταιρισµών, καθώς και για την ανάπτυξη του συνεταιριστικού κινήµατος. Η οργάνωση, η λειτουργία η διοίκηση και η εποπτεία των αστικών συνεταιρισµών διέπεται από τις διατάξεις του ν. 1667/1986.
Οι διατάξεις του πρώτου εδαφίου της παρ. 9 του άρθρου 2 του ν. 1667/1986 (Α΄ 196), οι οποίες ορίζουν ότι στο συνεταίρο που αποχωρεί ή αποκλείεται από το συνεταιρισµό, αποδίδεται η συνεταιριστική µερίδα που εισέφερε το αργότερο τρεις µήνες από την έγκριση του ισολογισµού της χρήσης µέσα στην οποία έγινε η αποχώρηση ή ο αποκλεισµός, δεν διασαφηνίζουν εάν η εν λόγω απόδοση αφορά στην ονοµαστική ή στην πραγµατική αξία της µερίδας.
Παράλληλα και οι διατάξεις του πρώτου εδαφίου της παρ. 4 του άρθρου 3 του ν. 1667/1986 (Α΄ 196), οι οποίες ορίζουν ότι η συνεταιριστική µερίδα µεταβιβάζεται µόνο σε συνεταίρο, δεν διασαφηνίζουν αν η εν λόγω µεταβίβαση αφορά στην ονοµαστική ή στην πραγµατική αξία της µερίδας.
Παράλληλα, οι διατάξεις του τελευταίου εδαφίου της παρ. 1 του άρθρου 4 του ν. 1667/1986 (Α΄ 196), όπως είχε αντικατασταθεί µε τις διατάξεις της παρ. 3α του άρθρου 28 του ν. 4141/2013 (Α΄ 81), οι οποίες ορίζουν ότι σε περίπτωση που οι κληρονόµοι δεν αποκτούν την ιδιότητα του συνεταίρου, τους αποδίδεται η συνεταιριστική µερίδα που είχε εισφέρει ο κληρονοµούµενος, υπολογιζόµενης της αξίας της σε πραγµατικούς όρους, αντιβαίνει τη συνεταιριστική λογική, σύµφωνα µε την οποία η συνεταιριστική µερίδα αποτελεί έµµεσο εργαλείο συµβολής του συνεταίρου στην προώθηση του κοινού σκοπού και όχι επένδυση κεφαλαίου από την οποία ο επενδυτής προσδοκά, µεταξύ άλλων, στην επίτευξη υπεραξίας στο κεφάλαιο που επενδύει.
Με την εν λόγω ρύθµιση, προτείνεται όπως καθοριστεί η αξία της µερίδας που αποδίδεται στους συνεταίρους λόγω αποχώρησης, αποκλεισµού, µεταβίβασης ή κληρονοµιάς, στην ονοµαστική της αξία και όχι στην πραγµατική, αφού η συνεταιριστική µερίδα δεν αναπροσαρµόζει την αξία της βάσει των αποτελεσµάτων ή της καθαρής περιουσίας του συνεταιρισµού, όπως συµβαίνει στις κεφαλαιουχικές εταιρείες, έχει σταθερή αξία και αυτή είναι ίση µε την ονοµαστική της αξία και εποµένως ίση µε το δεδοµένο καταβληθέν χρηµατικό ποσό που εισέφερε το µέλος.
Με την προτεινόµενη διάταξη επιδιώκεται όπως η συνεταιριστική µερίδα να µην αποτελεί αντικείµενο επένδυσης, αποθησαυρισµού ή κερδοσκοπίας, γεγονός το οποίο είναι αντίθετο µε τα συνεταιριστικά ιδεώδη.
Τέλος, επιδιώκεται να αποφευχθούν κρούσµατα ταµειακών ελλειµµάτων ή πτωχεύσεων σε συνεταιρισµούς που αδυνατούν να καταβάλουν την πραγµατική αξία της µερίδας, όταν αυτή τυγχάνει υψηλότερη της ονοµαστικής, καθώς και να αποφευχθεί ο οικονοµικός πόλεµος µεταξύ συνε- ταιρισµών.
Άρθρο 76 – Θέματα συνεταιριστικών μερίδων των αστικών συνεταιρισμών του ν. 1667/1986
1. Το πρώτο εδάφιο της παρ. 9 του άρθρου 2 του ν. 1667/1986 (Α΄ 196), αντικαθίσταται ως εξής:
«Στο συνεταίρο που αποχωρεί ή αποκλείεται από το συνεταιρισμό, αποδίδεται η συνεταιριστική μερίδα που εισέφερε στην ονομαστική της αξία ή στην πραγματική της αξία, όποια εκ των δύο είναι μικρότερη, το αργότερο τρεις (3) μήνες από την έγκριση του ισολογισμού της χρήσης μέσα στην οποία γίνεται η αποχώρηση ή ο αποκλεισμός.».
2. Το πρώτο εδάφιο της παρ. 4 του άρθρου 3 του ν. 1667/1986, αντικαθίσταται ως εξής:
«Η συνεταιριστική μερίδα μεταβιβάζεται στην ονομαστική της αξία, με την επιφύλαξη των διατάξεων για τους πιστωτικούς συνεταιρισμούς του παρόντος νόμου που έχουν λάβει άδεια ίδρυσης και λειτουργίας ως πιστωτικά ιδρύματα, κατόπιν έγκρισης από την αρμόδια αρχή, σύμφωνα με το ν. 3601/2007 ή το ν. 4261/2014 (Α΄ 107).».
3. Το τελευταίο εδάφιο της παρ. 1 του άρθρου 4 του ν. 1667/1986 ,όπως ισχύει, αντικαθίσταται ως εξής:
«Σε περίπτωση που οι κληρονόμοι δεν αποκτούν την ιδιότητα του συνεταίρου, τους αποδίδεται η συνεταιριστική μερίδα που είχε εισφέρει ο κληρονομούμενος στην ονομαστική της αξία ή στην πραγματική της αξία, όποια εκ των δύο είναι μικρότερη, με την επιφύλαξη των διατάξεων του δευτέρου, του τρίτου και του τετάρτου εδαφίου της παραγράφου 9 του άρθρου 2, εφόσον πρόκειται για πιστωτικό συνεταιρισμό που έχει λάβει άδεια ίδρυσης και λειτουργίας ως πιστωτικό ίδρυμα, κατόπιν έγκρισης από την αρμόδια αρχή, σύμφωνα με το ν. 3601/2007 ή το ν. 4261/2014.»
Δείτε αναλυτικά τον Νόμο 4583/2018