Η ΕΕ εντείνει την καταπολέμηση της απάτης που αφορά μέσα πληρωμής πλην των μετρητών (πιστωτικές κάρτες, ηλεκτρονικές αγορές κ.ά.) αναβαθμίζοντας και εκσυγχρονίζοντας τους υφιστάμενους κανόνες.
Οι διαπραγματευτές του Συμβουλίου και του Κοινοβουλίου κατέληξαν σήμερα σε συμφωνία επί της οδηγίας για την καταπολέμηση της απάτης και της πλαστογραφίας μέσων πληρωμής πλην των μετρητών. Αυτή η προσωρινή πολιτική συμφωνία θα πρέπει τώρα να επικυρωθεί από τα δύο όργανα.
Η οδηγία επικαιροποιεί τους ισχύοντες κανόνες για να εξασφαλίσει ότι υφίσταται ένα νομικό πλαίσιο σαφές, στέρεο και τεχνολογικά ουδέτερο. Καταργεί επίσης λειτουργικά εμπόδια που παρακωλύουν τις έρευνες και τις διώξεις, προβλέπει δε δράσεις για καλύτερη ενημέρωση του κοινού σχετικά με δόλιες τεχνικές όπως το ηλεκτρονικό «ψάρεμα» (phishing) και η αντιγραφή δεδομένων κάρτας (skimming).
Οι απάτες με πιστωτικές κάρτες και ηλεκτρονικές αγορές αυξάνονται. Αυτό υπονομεύει την εμπιστοσύνη και κάνει τους καταναλωτές πιο διστακτικούς απέναντι στις ηλεκτρονικές αγορές. Επιπλέον, τα έσοδα από απάτες αυτού του είδους χρησιμοποιούνται για χρηματοδότηση εγκληματικών ομάδων. Η σημερινή συμφωνία είναι ένα βήμα προς την κάλυψη νομικών κενών μεταξύ των κρατών μελών και τη θέσπιση κοινών κανόνων που θα διασφαλίζουν ότι η απάτη δεν θα μένει ατιμώρητη.
Josef Moser, Υπουργός Δικαιοσύνης της Αυστρίας
Κύρια στοιχεία του κειμένου
Η οδηγία είναι τεχνολογικά ουδέτερη και θα καλύπτει όχι μόνο τις παραδοσιακές πληρωμές με μέσα πλην των μετρητών, όπως τραπεζικές κάρτες και επιταγές, αλλά και νέους τρόπους πληρωμής που έχουν εμφανιστεί τα τελευταία χρόνια, όπως ηλεκτρονικά πορτοφόλια, κινητές πληρωμές και εικονικά νομίσματα.
Το συμβιβαστικό κείμενο που συμφωνήθηκε περιλαμβάνει διατάξεις σχετικά με:
- τη διεύρυνση του πεδίου των εγκλημάτων ώστε να καλύπτει, για παράδειγμα, συναλλαγές με εικονικά νομίσματα·
- την εναρμόνιση των ορισμών για μια σειρά ηλεκτρονικών εγκλημάτων, όπως η παραβίαση του υπολογιστή του θύματος (hacking) και το ηλεκτρονικό «ψάρεμα»·
- εναρμονισμένους κανόνες σχετικά με την επιβολή κυρώσεων σε φυσικά πρόσωπα: το Συμβούλιο και το Κοινοβούλιο συμφώνησαν ότι οι ελάχιστες ποινές θα κυμαίνονται από 1 έως 5 έτη, ανάλογα με τον τύπο του εγκλήματος·
- βοήθεια και στήριξη ώστε να εξασφαλίζεται ότι τα θύματα είναι επαρκώς ενημερωμένα για τα δικαιώματά τους και οι πολίτες διαφωτίζονται για το πώς μπορούν να προστατεύονται από τέτοιες απάτες·
- αποσαφήνιση του πεδίου δικαιοδοσίας για να διασφαλιστεί ότι οι διασυνοριακές απάτες αντιμετωπίζονται πιο αποτελεσματικά·
- συλλογή στατιστικών όσον αφορά, τουλάχιστον, τον αριθμό των εγκλημάτων και τον αριθμό των προσώπων που διώχθηκαν και καταδικάστηκαν.
Η οδηγία προβλέπει ελάχιστους κανόνες και, επομένως, τα κράτη μέλη είναι ελεύθερα να τους υπερβούν και να θεσπίσουν αυστηρότερες ρυθμίσεις, όπως ευρύτερο ορισμό των εγκλημάτων ή μεγαλύτερες ποινές.
Τα επόμενα στάδια
Μόλις τα δύο θεσμικά όργανα επιβεβαιώσουν τη συμφωνία που επιτεύχθηκε, αυτή θα αναθεωρηθεί από τους γλωσσομαθείς νομικούς προτού εγκριθεί τυπικά από το Συμβούλιο και το Κοινοβούλιο πριν από το τέλος της κοινοβουλευτικής περιόδου.
Ιστορικό
Το 2013, εκτιμάται ότι εκλάπησαν 1,44 δισ. ευρώ από εγκληματίες μέσω απάτης με μέσα πληρωμής πλην των μετρητών. Κάθε χρόνο στέλνονται στους ευρωπαίους πολίτες 36 δισ. μηνύματα ηλεκτρονικού «ψαρέματος».
Η οδηγία προτάθηκε από την Επιτροπή τον Σεπτέμβριο του 2017 στο πλαίσιο της δράσης της ΕΕ για την αντιμετώπιση της πρόκλησης που συνιστά η κυβερνοασφάλεια. Επικαιροποιεί την απόφαση-πλαίσιο του Συμβουλίου 2001/413/ΔΕΥ, η οποία θεσπίστηκε το 2001.