Η έκθεση περιλαμβάνει περιλήψεις από τις καταθέσεις 14 μαρτύρων (όλοι τους υψηλόβαθμα στελέχη της Siemens) και αναφορές σε ακόμη 24 πρόσωπα για επτά διαφορετικές υποθέσεις προμηθειών που αφορούν τη Siemens Hellas. Τα πρότζεκτ προμηθειών ξεκινούν από την περίπτωση του ΟΤΕ, διαπερνούν το επίκαιρο C4I και καταλήγουν στο πυραυλικό σύστημα Patriot και στα συστήματα συγκοινωνιών.
Στην έκθεση ξεδιπλώνεται με ανατριχιαστική κυνικότητα ο μηχανισμός μέσω του οποίου η Siemens Hellas –έπειτα από έγκριση της μητρικής εταιρείας– χρημάτιζε στελέχη οργανισμών και εταιρειών, κόμματα και υπουργεία, προκειμένου να διασφαλιστεί η κερδοφόρα δραστηριότητα της εταιρείας στην Ελλάδα. Το σχήμα ήταν απλό στη σύλληψη και ταυτόχρονα πολύπλοκο στην εκτέλεσή του. Συγκεκριμένα στελέχη της θυγατρικής εταιρείας στην Ελλάδα, έχοντας πρώτα κάνει τις ανάλογες επαφές κυρίως ως προς τα επίπεδα της μίζας επί του έργου, επικοινωνούσαν με τον εκάστοτε επικεφαλής του αρμόδιου τμήματος της μητρικής προκειμένου να λάβουν την άνωθεν έγκριση. Εκτός από τους αποδέκτες, αυτό που άλλαζε ανά έργο ήταν ο τρόπος καταβολής της προμήθειας. Τράπεζες σε Αυστρία, Μονακό και Γενεύη, σε συνδυασμό με ενδιάμεσα πρόσωπα σε ρόλο μεταφορέων της μίζας ή εικονικά τιμολόγια για προχρονολογημένες συμβάσεις με εταιρείες-βιτρίνα χρησιμοποιούνταν για να φτάνουν οι προμήθειες στον τελικό τους προορισμό.
Κάποιες περιγραφές θα μπορούσαν να αποτελούν σελίδες σε μπεστ σέλερ ή σκηνές χολιγουντιανής ταινίας. Χαρακτηριστικό παράδειγμα η κατάθεση του Ράινερ Νιντλ, πρωτοκλασάτου στελέχους της Siemens AG, στην οποία αφηγείται τον τρόπο που παραδόθηκαν στον Μ. Ψαρρό (στέλεχος της Siemens Hellas) περί τα 20 εκατ. γερμανικά μάρκα στο αεροδρόμιο της Ζυρίχης για να «διεκπεραιωθεί» το έργο του πυραυλικού συστήματος Patriot. «Και στις δύο περιπτώσεις, πρώτα έλαβε τα μετρητά από τον Aμινι (σ.σ.: χρηματοδότης και διαχειριστής με βάση στο Ντουμπάι) σε μια πύλη και έπειτα τα έδωσε στον Ψαρρό σε άλλη πύλη. Ο Νιντλ ανέφερε ότι οι μεταβιβάσεις ενδεχομένως να είχαν κανονιστεί με αυτόν τον τρόπο ώστε να αποφευχθεί τυχόν συνάντηση του Aμινι με τους παραλήπτες από τις τοπικές εταιρείες, όπως ο Ψαρρός» σημειώνεται στην έκθεση, με τον Νιντλ να υποθέτει πως οι εν λόγω προμήθειες κατέληξαν σε «υπουργούς της κυβέρνησης στο υπουργείο Αμύνης ή σε αξιωματικούς του ελληνικού στρατού».
Οσον αφορά τη θεσμική σήψη και την εκτεταμένη διαφθορά που συνέδεαν το πολιτικό προσωπικό της χώρας με τη γερμανική εταιρεία, ενδεικτικό είναι ότι εκτός από τις καταθέσεις που αφορούν χρηματισμούς σε υπουργεία ή στα δύο πρώην κυβερνητικά κόμματα για την υλοποίηση της προεκλογικής καμπάνιας του 2004, η Siemens Τηλεβιομηχανική ΑΕ είχε ανοίξει ειδικό λογαριασμό με σκοπό τη χρηματοδότηση τοπικών ρουσφετιών στη Θεσσαλονίκη, όπως η αγορά χριστουγεννιάτικων δώρων σε πολιτικούς!
Συμφωνία για προμήθειες 8%
Σύμφωνα με την επισκόπηση της έκθεσης, υπήρξε συμφωνία ανάμεσα στη Siemens AG (ειδικότερα, του ICN και μετέπειτα του ομίλου COM) και της Siemens AE κατά την οποία κεφάλαια ίσα με το 8% του τζίρου των πωλήσεων από την επιχειρηματική δραστηριότητα της Siemens Ελλάδος με τον ΟΤΕ διατίθεντο για την καταβολή προμηθειών.
Οπως φαίνεται όμως από τις καταθέσεις, υπήρχαν περιπτώσεις που το όριο του 8% ξεπεράστηκε κατά πολύ. Ο Μίχαελ Μπάιερ, business administrator πωλήσεων τηλεπικοινωνιακών φορέων του ICN για τη νότια Ευρώπη, καταθέτει ότι σύμφωνα με έγγραφη λογιστική αποτύπωση των πωλήσεων της Siemens Hellas σε σχέση με τον ΟΤΕ για την περίοδο 2000-2001 το κόστος των προμηθειών ξεπερνούσε τα 20 εκατ. ευρώ, ενώ ο τζίρος ανέρχονταν στα 54,585 εκατ. ευρώ. Δηλαδή, οι προμήθειες αντί για το 8% πλησίαζαν το 40% του τζίρου. Το χειρότερο ήταν, σύμφωνα με την κατάθεση του business administrator διαχείρισης περιουσιακών στοιχείων & ρευστών διαθεσίμων των ÖN και ICN στη Siemens AG επί μία δεκαετία Βόλφγκανγκ Ρούντολφ, ότι το κόστος της καταβολής προμηθειών στην Ελλάδα μετακυλίετο στους πελάτες της εταιρείας, δηλαδή στους καταναλωτές. Εν ολίγοις πληρώναμε τις μίζες.
Μίζες και πριν από τη σύμβαση-πλαίσιο με τον ΟΤΕ
Σύμφωνα με τον Ράινερ Νιντλ, κεφάλαια ίσα με το 8% των πωλήσεων της Siemens ΑΕ στον ΟΤΕ καταβάλλονταν από τη μητρική εταιρεία με τη μορφή προμηθειών στο πλαίσιο συμφωνίας που υπήρχε πολύ πριν από την υπογραφή της σύμβασης-πλαίσιο για τα έτη 1997–2002 μεταξύ Siemens και ΟΤΕ.
Σε σχέση με τις προμήθειες που καταβάλλονταν με βάση τις προβλέψεις της σύμβασης-πλαίσιο, ο Νιντλ υποστήριξε ότι αυτές περιγράφονταν από ένα έγγραφο προσανατολισμού (Grundsatzpapier) που συντάχθηκε τον Ιανουάριο του 1998 από τον Χρ. Καραβέλλα και εγκρίθηκε από τον ίδιο και ένα ακόμη υψηλά ιστάμενο στέλεχος της εταιρείας.
Κατά τον Νιντλ, οι Χρ. Καραβέλλας και Ηλ. Γεωργίου πραγματοποίησαν τις διευθετήσεις με τους αρχικούς παραλήπτες των προμηθειών της σύμβασης για τα έτη 1997-2002, με τον Πρ. Μαυρίδη να ορίζει νέους παραλήπτες το 1999, όταν και αντικατέστησε τον Χρ. Καραβέλλα στη θέση του υπεύθυνου διανομής των προμηθειών στην Ελλάδα. Μάλιστα, ο Πρ. Μαυρίδης είχε εκμυστηρευτεί στον Νιντλ –σύμφωνα με την κατάθεση του τελευταίου– ότι βοηθούσε στο άνοιγμα τραπεζικών λογαριασμών στους παραλήπτες των προμηθειών. Πιθανό δε, όπως ανέφερε ο Νιντλ, ο Πρ. Μαυρίδης να μεταβίβαζε ο ίδιος κεφάλαια σε παραλήπτες μικρότερων ποσών, αφού δεν είχε νόημα το άνοιγμα μεμονωμένων λογαριασμών για αυτές τις περιπτώσεις.
Επίσης, ο ίδιος μάρτυρας σημειώνει ότι η δωροδοκία ήταν ευρέως διαδεδομένη στην Ελλάδα, ενώ μεταξύ αυτών που επωφελούνταν από τα κεφάλαια των προμηθειών συμπεριλαμβάνονταν, εκτός από υψηλόβαθμα στελέχη του ΟΤΕ, εκπρόσωποι διάφορων υπουργείων της κυβέρνησης. Στο αντίστοιχο ερώτημα που τέθηκε στον Ράινχαρτ Σίκατσεκ, το συγκεκριμένο μεγαλοστέλεχος της Siemens απάντησε ότι «ο Μαυρίδης του έλεγε συχνά ότι πλήρωνε κάπου 50 με 70 άτομα στον ΟΤΕ, από τον γενικό διευθυντή και κάτω». Από την πλευρά του ο Φραντς-Γιόζεφ Ρίχτερ, και αυτός υψηλόβαθμο στέλεχος της μητρικής εταιρείας, σημείωσε ότι από τις προμήθειες που διατίθεντο, ένα μέρος των χρημάτων χρησιμοποιούνταν για την άσκηση επιρροής (lobbying) στα πολιτικά κόμματα, ένα άλλο μέρος για πληρωμή υπαλλήλων του ΟΤΕ και ένα ακόμη για πληρωμή διάφορων ερευνητικών ινστιτούτων στην Ελλάδα, συμπεριλαμβανομένου ενός καθηγητή σε ινστιτούτο οικονομικών ερευνών.
Στο ερώτημα αν γνώριζε ότι ο τραπεζικός λογαριασμός στην Raiffeisenverband Salzburg με τον κωδικοποιημένο προσδιορισμό, «FRANZ», ο οποίος εντοπίστηκε ανάμεσα στους λογαριασμούς των παραληπτών των προμηθειών που παρατίθενται στο Grundsatzpapier, ανήκε στο πρώην υψηλόβαθμο στέλεχος του ΟΤΕ Γεώργιο Σκαρπέλη, ο Νιντλ απάντησε πως «δεν τον εξέπληττε ότι έβλεπε το όνομα του Σκαρπέλη πίσω από λογαριασμό». Επ’ αυτού, το έτερο στέλεχος της Siemens Ράινχαρντ Σίκατσεκ ανέφερε ότι θυμόταν πως ο Μαυρίδης του είχε αναφέρει το όνομα «Σκαρπέλης», προσθέτοντας ότι πιθανότατα το είχε κάνει στο πλαίσιο της καταβολής των προμηθειών.
Ο Νιντλ αποκάλυψε ακόμη τις εσωτερικές έριδες και τον ανταγωνισμό ανάμεσα σε Καραβέλλα και Μαυρίδη που προέκυπτε από τη ζέση διεκπεραίωσης αιτημάτων για την καταβολή προμηθειών. «Σύμφωνα με τον Νιντλ καθένα εκ των δύο στελεχών δήλωνε ότι οι καταβολές που ζητούσε ήταν απαραίτητες, οδηγώντας σε μια διαμάχη που κορυφώθηκε με τον Μαυρίδη να ζητά από τον Νιντλ να τον ορίσει μοναδικό υπεύθυνο και εξουσιοδοτημένο άτομο για τις καταβολές προμηθειών στην Ελλάδα. Αφού συμβουλεύτηκε τον Μπερνσό, ο Nιντλ συμφώνησε» αναγράφεται στην έκθεση.
Εικονικές συναλλαγές για το C4I
Η περίπτωση του C4I είναι ίσως το χαρακτηριστικότερο παράδειγμα της σκοτεινής δραστηριότητας της Siemens στην Ελλάδα. Κατά τις καταθέσεις, μέσα από ένα πλέγμα εικονικών συναλλαγών με εταιρείες «φαντάσματα», η γερμανική εταιρεία κατάφερε να διοχετεύει μαύρο χρήμα στον «πελάτη» της, όπως χαρακτηρίζεται στην έκθεση το αρμόδιο υπουργείο.
«Ο Σίκατσεκ δήλωσε ότι ο Χριστοφοράκος πιθανώς να τον πλησίασε για πρώτη φορά προκειμένου να ζητήσει χρήματα προμηθειών σε σχέση με το έργο C4I το 2004, αφού η παράδοση του έργου είχε δρομολογηθεί για τα καλά. Σύμφωνα με τον Σίκατσεκ, ο Χριστοφοράκος του είπε ότι θα χρειάζονταν 10 με 15 εκατομμύρια ευρώ προκειμένου να καταβληθούν προμήθειες σε τέσσερα υπουργεία –Εσωτερικών, Αμυνας, Πολιτισμού και Επικοινωνιών– βάσει υποσχέσεων που είχε δώσει κατά τον χρόνο ανάληψης της σύμβασης» αναφέρεται στην έκθεση και συμπληρώνεται παρακάτω:
«Κατά τον χρόνο του πρώτου αιτήματος καταβολής προμηθειών, θυμήθηκε ο Σίκατσεκ, τα άμεσα διαθέσιμα χρήματα που υπήρχαν στα συστήματα καταβολών που ο ίδιος επέβλεπε ήταν λίγα, οπότε είπε στον Χριστοφοράκο ότι δεν διέθετε τα κεφάλαια για την πραγματοποίηση πληρωμών του επιπέδου που είχε ζητήσει ο Χριστοφοράκος. Επειτα από διαβούλευση με τον Κάιλ φον Γιάγκεμαν και τον Μάρτιν Ραμ, ο Σίκατσεκ αποφάσισε ότι τα κεφάλαια για τη Fairways θα αντλούνταν με χρήση του διαύλου που διαχειριζόταν ο Πάολο Φλοριάνι (σ.σ.: χρηματοδότης και διαχειριστής με βάση το Λουγκάνο). Οπως και με άλλες πληρωμές μέσω του συστήματος Φλοριάνι, εξήγησε ο Σίκατσεκ, τα χρήματα έφευγαν από τη Siemens σύμφωνα με εικονικά τιμολόγια που είχαν εκδοθεί στο πλαίσιο προχρονολογημένων συμβάσεων υπηρεσιών επιχειρηματικού συμβούλου με τις εταιρείες-βιτρίνα που διαχειριζόταν ο Φλοριάνι».
Οπως προκύπτει από τις καταθέσεις, μετά το 2004 ο Μ. Χριστοφοράκος φέρεται να ζητά επί μονίμου βάσεως περισσότερα χρήματα για προμήθειες προκειμένου «ο πελάτης –εννοώντας το σχετικό υπουργείο της κυβέρνησης– να πληρώσει τη Siemens», όπως αναγράφεται στην κατάθεση του Σίκατσεκ.
Να σημειωθεί ότι στις καταθέσεις του ο Μ. Χριστοφοράκος δήλωνε άγνοια για τα πάντα, κάνοντας λόγο για ψεύδη.
Η τσάντα πιλότου με τα 2 εκατ. ευρώ
Με γλαφυρό τρόπο ο Ράινχαρτ Σίκατσεκ διηγήθηκε στους δικηγόρους της Debevoise & Plimpton την τυχαία συνάντησή του σε ένα κεντρικό εστιατόριο του Mövenpick στη Ζυρίχη με τον Μιχάλη Χριστοφοράκο, ο οποίος δεν χάρηκε καθόλου που τον είδε, καθώς κρατούσε μια τσάντα πιλότου με 2 εκατ. ευρώ –πιθανώς– για την καταβολή προμηθειών αναφορικά με το C4I.
«Ο Σίκατσεκ δήλωσε επίσης ότι είδε τον Χριστοφοράκο το 2004 να φεύγει από μια συνάντηση με τον Μαυρίδη σε κεντρικό εστιατόριο του Mövenpick στη Ζυρίχη κρατώντας μια τσάντα πιλότου που περιείχε €2 εκατομμύρια και να κατευθύνεται προς το ξενοδοχείο του. Ο Σίκατσεκ εξήγησε ότι γνώριζε πως η τσάντα περιείχε αυτό το χρηματικό ποσό διότι νωρίτερα την ίδια ημέρα είχε δώσει €1 εκατομμύριο σε μετρητά στον Μαυρίδη και παρατήρησε ότι ο Μαυρίδης τα είχε προσθέσει σε άλλο €1 εκατομμύριο από τη θυρίδα του στη UBS που υπήρχε ήδη μέσα στην τσάντα πιλότου. Ο Σίκατσεκ ανέφερε ότι δεν γνώριζε αν τα χρήματα αυτά θα χρησιμοποιούνταν προς υποστήριξη των τηλεπικοινωνιακών ή άλλων επιχειρηματικών δραστηριοτήτων. Δεδομένου του χρόνου που έλαβαν χώρα τα γεγονότα, δήλωσε ο Σίκατσεκ, ήταν πιθανό ο Χριστοφοράκος να χρειαζόταν τα χρήματα για την καταβολή προμηθειών αναφορικά με το έργο C4I. Ο Σίκατσεκ δήλωσε ότι ο Χριστοφοράκος δεν ευχαριστήθηκε καθόλου όταν τον είδε και δεν γέλασε καθόλου με το αστείο του σχετικά με το ότι είχε “τσακώσει” τον Χριστοφοράκο» σημειώνεται στην έκθεση.
«Είχε καταβάλει 1 εκατ. ευρώ στον Κορωνιά»
Εντύπωση προκαλεί και το παρακάτω απόσπασμα της έκθεσης: «Ο Σίκατσεκ δήλωσε ότι θυμόταν πως ο Μαυρίδης του είχε πει ότι είχε καταβάλει 1 εκατ. ευρώ στον Γ. Κορωνιά, όταν ο δεύτερος ήταν διευθύνων σύμβουλος της Vodafone στην Ελλάδα». Μάλιστα, σύμφωνα με όσα παρατίθενται περαιτέρω στην έκθεση, ο Σίκατσεκ πίστευε ότι η καταβολή έγινε από κάποιον εκ των λογαριασμών του Μαυρίδη στην Dresdner Bank της Γενεύης και «ενδεχομένως να είχε πραγματοποιηθεί σε κάποιον λογαριασμό στο όνομα της συζύγου του Κορωνιά και όχι απευθείας σε εκείνον». Κατά τον Σίκατσεκ, ο Μαυρίδης κατέβαλε προμήθειες όχι μόνο στον ΟΤΕ αλλά και σε Vodafone, Forthnet.
Ο Σίκατσεκ κράταγε το καλύτερο για το τέλος, εξηγώντας γιατί ο Μαυρίδης ανησυχούσε αποκλειστικά για την καταβολή των προμηθειών και καθόλου για τις πιθανές ευθύνες των πράξεών του. «Ο Σίκατσεκ ανέφερε ότι θυμόταν επίσης πως ο Μαυρίδης είχε αναφέρει ότι δεν τον ανησυχούσαν τα νομικά προβλήματα στην Ελλάδα διότι εκεί τα πράγματα ήταν πολύ πολιτικοποιημένα για να διωχθεί εκείνος, ιδιαίτερα λόγω του ότι πολλά άτομα είχαν πράγματα να κρύψουν. Ο Σίκατσεκ δήλωσε ότι ήταν πιθανό ο Μαυρίδης, μετά το πάγωμα των λογαριασμών του, να ανησυχούσε περισσότερο για το αν θα κατάφερνε να τηρήσει όλες του τις υποσχέσεις προς τους παραλήπτες των χρημάτων. Σύμφωνα με τον Σίκατσεκ, ο Μαυρίδης είχε εκκρεμούσες υποχρεώσεις σχετικά με τις προμήθειες στην Ελλάδα έως και τον Ιανουάριο του 2008» σημειώνεται.
2% του ετήσιου τζίρου σε λογαριασμούς
Σύμφωνα με την έκθεση, υπήρχε ξεχωριστή συμφωνία μεταξύ της Siemens AG και της Siemens Ελλάδος, σύμφωνα με την οποία το ICN/COM κατέβαλλε το 2% του ετήσιου τζίρου του ICN της Siemens ΑΕ σε λογαριασμούς που είχαν καθοριστεί από τον Μ. Χριστοφοράκο.
Πέρα από τις αναφορές του Κουτσενράιτερ για αιτήματα του Χριστοφοράκου την περίοδο 2002-2003 αναφορικά με προμήθειες που θα κατέληγαν σε πολιτικά κόμματα προκειμένου να υποστηριχθούν οι επιχειρηματικές δραστηριότητες της Siemens Hellas, o ίδιος μάρτυρας παραθέτει το περιεχόμενο μιας συζήτησης που είχε με τον φυγόδικο Χριστοφοράκο την άνοιξη του 2004 στο ξενοδοχείο Μεγάλη Βρετανία κατά τη διάρκεια μιας συνέντευξης Τύπου του ICN.
Τότε, σύμφωνα με τον Κουτσενράιτερ, o Χριστοφοράκος του είπε ότι ήταν αναγκαίες περισσότερες καταβολές προμηθειών στην Ελλάδα προκειμένου να καλυφθούν οι προεκλογικές ανάγκες των δύο μεγαλύτερων πολιτικών κομμάτων για τις βουλευτικές εκλογές που θα πραγματοποιούνταν εκείνη τη χρονιά.
«Ο Χριστοφοράκος του είπε ότι τα πολιτικά κόμματα προσδοκούσαν αντίστοιχη υποστήριξη από μεγάλες εταιρείες που δραστηριοποιούνταν στη χώρα και ότι ο Χριστοφοράκος είχε ήδη υποσχεθεί την πραγματοποίηση καταβολών στα κόμματα. Ο Κουτσενράιτερ δήλωσε ότι ο Χριστοφοράκος του έδωσε την εντύπωση πως πρακτική της Siemens Ελλάδος ήταν η πραγματοποίηση πληρωμών και στα δύο μεγάλα κόμματα σε μια προσπάθεια να διασφαλίσει τη θέση της ανεξάρτητα από το ποιο κόμμα θα κέρδιζε την εξουσία. Τελικά ο Κουτσενράιτερ συμφώνησε, αν και απρόθυμα, με το αίτημα του Χριστοφοράκου και πήρε από τον Χριστοφοράκο τον φάκελο με τα στοιχεία της πληρωμής, τον οποίο τελικά έδωσε στον Σίκατσεκ» περιγράφεται στην έκθεση.