Τη χρονιά που φεύγει ο αδιαμφισβήτητα καθοριστικός παράγοντας για την παγκόσμια οικονομία ήταν ο εμπορικός πόλεμος ανάμεσα στις δύο μεγαλύτερες οικονομίες του κόσμου. Στη διάρκεια του 2018 ανατράπηκαν δεδομένα δεκαετιών στις διεθνείς εμπορικές σχέσεις, με την Ουάσιγκτον να επαναφέρει τους δασμούς στις εισαγωγές ως μέσο προστασίας της εθνικής οικονομίας, να επικαλείται ζητήματα εθνικής ασφάλειας για να εμποδίσει εξαγορές επιχειρήσεων και να αποχωρεί από πολυμερείς συμφωνίες με εμπορικούς εταίρους της σε Αμερική, Ασία και Ευρώπη.
Παράλληλα, όμως, ενεργοποιήθηκαν τα ανακλαστικά της Ευρώπης και της ατμομηχανής της οικονομίας της, της Γερμανίας. Το 2018 η Γηραιά Ηπειρος αποφάσισε να αντιδράσει στην κινεζική επέλαση και έπειτα από προβληματισμό ετών να επιστρατεύσει μηχανισμούς για να προστατεύσει στρατηγικής σημασίας βιομηχανίες της από τη βουλιμία των κινεζικών επιχειρήσεων. Δεν κατόρθωσε, όμως, να κάνει κάτι αντίστοιχο για να προστατεύσει τα ευρωπαϊκά συμφέροντα στο Ιράν και οι ευρωπαϊκές βιομηχανίες αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν τα σχέδιά τους εκεί, όταν η κυβέρνηση Τραμπ επανέφερε μονομερώς το εμπάργκο κατά της Τεχεράνης. Η χρονιά σημαδεύτηκε αντιθέτως από μια αναμέτρηση δυνάμεων ανάμεσα στις Βρυξέλλες και ένα επίλεκτο μέλος της Ε.Ε., την τρίτη οικονομία της Ευρωζώνης, την Ιταλία: μια αναμέτρηση ανάμεσα στις Βρυξέλλες και τη Ρώμη που λίγο έλειψε να εξελιχθεί σε μετωπική σύγκρουση. Κατέληξε, ωστόσο, σε έναν συμβιβασμό, κατά γενική ομολογία επιβεβλημένο δεδομένων των μεγεθών της Ιταλίας.
Με το συμβολικό όριο της δεκαετίας από την παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση, το 2018 ήταν η χρονιά που έκλεισε τον κύκλο των αντισυμβατικών πολιτικών στήριξης των οικονομιών. Λίγο πριν από την εκπνοή του χρόνου επισημοποιήθηκε το τέλος της ευρωπαϊκής εκδοχής προγράμματος αγοράς ομολόγων από την ΕΚΤ, που είχε προαναγγελθεί μήνες πριν. Στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού, η Fed συνέχισε την επίσης προαναγγελθείσα στροφή της στην περιοριστική νομισματική πολιτική αυξάνοντας τέσσερις φορές τα επιτόκια. Ετσι, στη διάρκεια του 2018 οι αναδυόμενες αγορές επλήγησαν από μια νέα οικονομική αιμορραγία. Η πλέον ευάλωτη εξ αυτών, η Αργεντινή, δεν μπόρεσε έτσι να αποφύγει την οδυνηρή λύση του ΔΝΤ και τη μέγγενη μιας ακραίας λιτότητας. Το εκρηκτικό μείγμα εμπορικού πολέμου, επιβράδυνσης της Κίνας, αντιπαράθεσης Ρώμης – Βρυξελλών και τέλους της ποσοτικής χαλάρωσης οδήγησε στη χειρότερη χρονιά για τις αγορές μετά την παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση του 2008. Αντανακλώντας τους κραδασμούς που προκαλεί η προοπτική των δασμών στα γερμανικά αυτοκίνητα, το χρηματιστήριο της Φρανκφούρτης έχει καταγράψει συνολικές απώλειες 20% από την αρχή του έτους.
Εμπορικός πόλεμος: Προκάλεσε τριγμούς στην παγκόσμια οικονομία
Από τον Μάρτιο, οπότε επέβαλε τους πρώτους δασμούς στις εισαγωγές χάλυβα και αλουμινίου, ο Τραμπ εγκαινίασε μια ανταλλαγή δασμών και απειλών ανάμεσα σε ΗΠΑ και Κίνα. Εκτοτε ο σινοαμερικανικός πόλεμος ρίχνει τη σκιά του στην παγκόσμια οικονομία, προκαλώντας κραδασμούς σε όλα τα επίπεδα. Προκάλεσε ομοβροντία αντιδράσεων από αμερικανικές βιομηχανίες που έχουν μεγάλη εξάρτηση από τις εισαγωγές κινεζικών πρώτων υλών, εξαρτημάτων και λογισμικών. Εξώθησε πολλές αμερικανικές εμπορικές επιχειρήσεις να συγκεντρώσουν δυσθεώρητο όγκο αποθεμάτων στις αποθήκες τους, διακινδυνεύοντας να μείνουν με τεράστιο απόθεμα προϊόντων που δεν θα μπορούν να διαθέσουν. Παράλληλα, οδήγησε επανειλημμένως σε συντονισμένη υποχώρηση των χρηματιστηρίων σε Αμερική, Ασία και Ευρώπη. Επέτεινε την επιβράδυνση της κινεζικής οικονομίας, μολονότι αυτή οφείλεται ουσιαστικά σε εγχώριους παράγοντες.
Οι πρόεδροι των δύο χωρών έχουν συμφωνήσει ανακωχή μέχρι την 1η Μαρτίου και στον χρόνο που απομένει βρίσκονται σε εξέλιξη οι μεταξύ τους επαφές. Είναι, ωστόσο, διάχυτη η ανησυχία για το ενδεχόμενο να μην καταλήξουν σε οριστικό συμβιβασμό έως τότε. Δεν θα εκπλαγεί κανείς, άλλωστε, αν δεν αποφέρουν καρπούς οι νέες προσπάθειες και πέσει στο κενό η συμφωνία στην οποία κατέληξαν την 1η Δεκεμβρίου οι πρόεδροι Τραμπ και Σι για αναστολή των δασμών και τρίμηνη ανακωχή. Δεν θα είναι πρώτη φορά, καθώς την άνοιξη όλα έδειχναν πως είχε γεφυρωθεί το χάσμα με κάποιες υποχωρήσεις της Κίνας, αλλά ο Τραμπ ανέκρουσε πρύμναν. Αναλυτές έχουν επανειλημμένως υπογραμμίσει πόσο δύσκολο είναι να συμβιβαστούν τα οικονομικά, γεωπολιτικά και στρατηγικά συμφέροντα των δύο υπερδυνάμεων.
Ιταλία: Αντιπαράθεση με Κομισιόν για τον προϋπολογισμό
Σχεδόν παράλληλα με την έναρξη του εμπορικού πολέμου, την άνοιξη πάντα, αναδείχθηκαν νικητές των εκλογών δύο πολιτικές δυνάμεις με δεδηλωμένη ευρωσκεπτικιστική ατζέντα. Το κίνημα των 5 Αστέρων και η Λέγκα, μετάλλαξη της πάλαι ποτέ Λέγκας του Βορρά, έπειτα από κλυδωνισμούς κάθε είδους σχημάτισαν κυβέρνηση. Η αναμέτρησή τους με τις Βρυξέλλες ήταν προ πολλού αναμενόμενη, καθώς οι προεκλογικές τους υποσχέσεις τούς δέσμευαν σε αύξηση των δαπανών και στη συνεπακόλουθη διόγκωση του δημοσιονομικού ελλείμματος. Ο ετερόκλητος κυβερνητικός συνασπισμός προκάλεσε παρατεταμένη αντιπαράθεση με τις Βρυξέλλες παρουσιάζοντας προϋπολογισμό που προέβλεπε έλλειμμα 2,4% για το επόμενο έτος.
Επρόκειτο για ποσοστό διπλάσιο από τις δεσμεύσεις της προηγούμενης κυβέρνησης και έγινε κόκκινο πανί για τις Βρυξέλλες. Οι Βρυξέλλες προειδοποιούσαν τη Ρώμη για τους κινδύνους που εγκυμονούσαν τα σχέδιά της και οι αγορές άρχισαν να αυξάνουν το κόστος δανεισμού της Ρώμης. Επειτα από μήνες αντεγκλήσεων και εκδηλώσεων αδιαλλαξίας από πλευράς της κυβέρνησης Ντι Μάιο – Σαλβίνι, επετεύχθη ο συμβιβασμός, που πολλοί αναλυτές θεωρούσαν δεδομένο. Υποσχόμενη να αναβάλει για μερικούς μήνες επίμαχα μέτρα όπως το ελάχιστο εγγυημένο εισόδημα για όλους τους Ιταλούς και η επαναφορά της ηλικίας συνταξιοδότησης σε χαμηλότερα επίπεδα, η Ρώμη απέφυγε τη διαδικασία υπερβολικού ελλείμματος και πέτυχε την έγκριση ενός αναθεωρημένου προϋπολογισμού που προέβλεπε έλλειμμα 2,04% για το 2019. Είχε, ωστόσο, προλάβει να εντείνει την αβεβαιότητα στις αγορές, καθώς η Ιταλία είναι η τρίτη σε μέγεθος οικονομία της Ευρωζώνης.
Τουρκία-Αργεντινή: Μαζική φυγή κεφαλαίων και είσοδος του ΔΝΤ
Οι αναδυόμενες αγορές επλήγησαν για μία ακόμη φορά από τη στροφή των ΗΠΑ σε περιοριστική νομισματική πολιτική. Στη διάρκεια του 2018, η αμερικανική Fed προχώρησε σε τέσσερις αυξήσεις επιτοκίων. Η προσδοκία για υψηλότερες αποδόσεις προσείλκυσε τα επενδυτικά κεφάλαια στις ΗΠΑ και το ξένο κεφάλαιο εγκατέλειψε μαζικά τις αναδυόμενες αγορές. Καθοριστικό ήταν το πλήγμα για δύο: την Τουρκία και την Αργεντινή. Η εμπιστοσύνη των επενδυτών είχε κλονιστεί από τις παρεμβάσεις του Τούρκου προέδρου στο έργο της κεντρικής τράπεζας. Από τις αρχές του 2018 άρχισε να εγκαταλείπει την Τουρκία το ξένο κεφάλαιο, προκαλώντας πτώση της τουρκικής λίρας και του χρηματιστηρίου της Κωνσταντινούπολης. Τη χαριστική βολή έδωσε μια διπλωματική κρίση με την Ουάσιγκτον γύρω από την κράτηση ενός Αμερικανού πάστορα. Η ένταση αποκλιμακώθηκε όταν η Αγκυρα τον απελευθέρωσε.
Ο Ερντογάν επέτρεψε στην κεντρική τράπεζα να αυξήσει τα επιτόκια για να αναχαιτίσει τον πληθωρισμό, που βρισκόταν ήδη στο 20%, και να ανακόψει την πτώση του νομίσματος. Στην Αργεντινή, η εντεινόμενη αμφιβολία των επενδυτών για το αν θα κατορθώσει να αποπληρώσει τα χρέη της η κυβέρνηση του φιλελεύθερου Μαουρίσιο Μάκρι συνδυάστηκε με την ξηρασία που έπληξε τη σοδειά και στέρησε τη χώρα από έσοδα. Η μαζική φυγή του ξένου κεφαλαίου οδήγησε το αργεντίνικο πέσο σε συνεχή πτώση μηνών, με συνέπεια να χάσει το 50% της αξίας του έναντι του δολαρίου και να φτάσει ο πληθωρισμός στο 50%. Ετσι η πάλαι ποτέ πανίσχυρη οικονομία της Λατινικής Αμερικής δεν μπόρεσε να αποφύγει νέα προσφυγή στο ΔΝΤ, που στη συνείδηση της κοινής γνώμης φέρει ευθύνη για την πτώχευση της διετίας 2001-2002.
Ιράν: Αναταράξεις στην αγορά πετρελαίου
Με την απόφαση που ανακοίνωσε τον Μάιο να αποσύρει τις ΗΠΑ από την πολυμερή συμφωνία για το πυρηνικό πρόγραμμα του Ιράν, ο Αμερικανός πρόεδρος προκάλεσε αναταράξεις στην παγκόσμια αγορά πετρελαίου και στους πολιτικούς και οικονομικούς κύκλους της Ευρώπης. Οι τιμές του «μαύρου χρυσού» άρχισαν να κινούνται ανοδικά, μολονότι Ρωσία και Σαουδική Αραβία αύξησαν πυρετωδώς την παραγωγή τους για να ανταποκριθούν στο αίτημα του Ντόναλντ Τραμπ για φθηνό πετρέλαιο. Καθώς η πλήρης επαναφορά του εμπάργκο κατά της Τεχεράνης είχε προγραμματισθεί για τον Νοέμβριο, το φθινόπωρο οι τιμές του πετρελαίου είχαν εκτιναχθεί σε επίπεδα γύρω στα 80 δολάρια το βαρέλι. Μεσολάβησε, όμως, η απόφαση του Αμερικανού προέδρου να παραχωρήσει εξαίρεση από το εμπάργκο σε οκτώ χώρες, μεταξύ των οποίων και η Ελλάδα, και το πετρέλαιο άρχισε και πάλι να υποχωρεί.
Στα τέλη του έτους βρίσκεται σε χαμηλά επίπεδα, με το Brent στα 52,7 δολάρια το βαρέλι. Η πολιτική του Ντόναλντ Τραμπ φαίνεται πως έχει αφοπλίσει τον ΟΠΕΚ, που στις αρχές Δεκεμβρίου συμφώνησε νέα μείωση της παραγωγής με τη Ρωσία και επέτυχε μόνο μια προσωρινή ανάκαμψη. Στο μεταξύ, οι Ευρωπαίοι προσπαθούν ακόμη να θεσπίσουν το όχημα ειδικού σκοπού που θα μεσολαβεί για να συνεχίσουν τη συνεργασία τους με την Τεχεράνη και δεν κατορθώνουν να βρουν χώρα πρόθυμη να αποτελέσει την έδρα του. Επί μήνες διακήρυσσαν σε όλους τους τόνους πως δεν θα συμμορφωθούν με την απόφαση της Ουάσιγκτον. Τελικά, όμως, ευρωπαϊκοί κολοσσοί όπως η Total θεώρησαν πως έχουν προτεραιότητα οι συναλλαγές τους με το αμερικανικό τραπεζικό σύστημα και εγκατέλειψαν την πετρελαιοφόρο χώρα της Μέσης Ανατολής.
Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα: Τέλος στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης
Λίγες ημέρες προτού αποχαιρετήσουμε το 2018 και το ευρώ γίνει 20 χρόνων, ο πρόεδρος της ΕΚΤ, Μάριο Ντράγκι, ανακοίνωσε ότι τερματίζει τις αγορές ομολόγων, το QE όπως έγινε γνωστό το πρόγραμμα αγοράς ομολόγων, ή πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης. Εξανεμίστηκαν, έτσι, και οι ελπίδες της Ελλάδας να συμμετάσχει στο επίμαχο πρόγραμμα που προκάλεσε επανειλημμένως τις επικρίσεις της Γερμανίας αλλά στήριξε το ευρώ και οδήγησε σε αποκλιμάκωση το κόστος δανεισμού των χωρών-μελών της Ευρωζώνης. Η απόφαση, ειλημμένη προ πολλού, είχε ανακοινωθεί επισήμως από τις αρχές του καλοκαιριού. Υλοποιείται, όμως, ενώ επιβραδύνεται ο ρυθμός ανάπτυξης της Ευρωζώνης και η ίδια η Τράπεζα εκτιμά πως το 2019 δεν θα υπερβεί το 1,7%. Στη διάρκεια του νέου έτους θα φανεί με ποιον τρόπο θα επηρεαστεί η οικονομία της Ευρωζώνης από την ιστορική αυτή απόφαση της ΕΚΤ.
Η Τράπεζα θα συνεχίσει, πάντως, να στηρίζει την Ευρωζώνη με το οπλοστάσιό της. Θα διατηρήσει τα επιτόκια του ευρώ στα ιστορικά χαμηλά επίπεδα του -0,4% τουλάχιστον μέχρι το καλοκαίρι και όταν αποφασίσει να τα αυξήσει, εκτιμάται πως θα τα φτάσει στο 0%. Θα επανεπενδύει, άλλωστε, σε νέες αγορές ομολόγων τα κέρδη που θα αντλεί από τις πωλήσεις όσων ομολόγων λήγουν στο χαρτοφυλάκιό της και θα διατηρεί έτσι χαμηλό το κόστος δανεισμού των χωρών της Ευρωζώνης. Θα εξακολουθήσει επίσης να χορηγεί απεριόριστη ρευστότητα στις ευρωπαϊκές τράπεζες, προσφέροντάς τους φθηνά δάνεια τουλάχιστον για το νέο έτος και ενδεχομένως για πολύ περισσότερο, εάν βεβαίως κριθεί αναγκαίο.
Χρηματιστήρια: Εσκασε η «φούσκα» των κρυπτονομισμάτων
Αν δεν ήταν η χειρότερη χρονιά των χρηματιστηρίων μετά το 2008, το 2018 θα μπορούσε να χαρακτηριστεί η χρονιά που έσκασε η «φούσκα» του bitcoin και γενικώς των κρυπτονομισμάτων. Τους τελευταίους μήνες του 2017 αλλά και τους πρώτους μήνες του 2018 βρίσκονταν σε ιλιγγιώδη ύψη οι τιμές των κρυπτονομισμάτων. Οπως επισημαίνουν οι New York Times, στην αρχή του 2018 η Silicon Valley ζούσε με τη φαντασίωση πως θα άλλαζε τον κοσμο με τα κρυπτογραφημένα νομίσματα και την τεχνολογία blockchain. Και η τεχνολογία blockchain πριν από ένα χρόνο ήταν η μαγική λέξη. Αρκούσε να την προσθέσει στην επωνυμία της μια εταιρεία για να δει τη μετοχή της να εκτινάσσεται. Η Long Island Iced Tea Company άλλαξε την επωνυμία της σε Long Blockchain Company και είδε μέσα σε μία ημέρα τη μετοχή της να καταγράφει άνοδο 500%!
Πριν από ένα χρόνο ακριβώς, η τιμή του bitcoin έφτανε τις 19.783 δολάρια ενώ σήμερα δεν υπερβαίνει τις 3.810 δολάρια, του ethereum έφτανε τα 1.400 δολάρια και σήμερα είναι μόλις 130 δολάρια και του litecoin ήταν 366 δολάρια και σήμερα μόλις 30 δολάρια. Συνολικά η κεφαλαιοποίηση της αγοράς κρυπτονομισμάτων έχει μειωθεί από τα 612 δισ. δολάρια στα 128 δισ. δολάρια. Ο δείκτης του Bloomberg που παρακολουθεί την πορεία των κρυπτονομισμάτων έχει υποχωρήσει σχεδόν 80% από την αρχή του έτους. Αξίζει να συγκρίνει κανείς την κατάρρευσή του με εκείνη του δείκτη εταιρειών υψηλής τεχνολογίας Nasdaq, που το 2000, όταν έσκασε η «φούσκα» του κλάδου, κατέγραψε απώλειες 35%.