Σισύφεια αποδεικνύεται η προσπάθεια των τραπεζών να επανέλθουν στην κερδοφορία, καθώς η μείωση των εσόδων από βασικές τραπεζικές εργασίες, η αύξηση των λειτουργικών εξόδων, αλλά και οι ζημίες από την αποεπένδυση σε σειρά δραστηριοτήτων, οδήγησαν σε διεύρυνση των ζημιών το εννεάμηνο του έτους.
Σύμφωνα με τα συγκεντρωτικά αποτελέσματα εννεαμήνου, που δημοσιεύονται στην Ενδιάμεση Εκθεση Νομισματικής Πολιτικής της ΤτΕ, το τραπεζικό σύστημα (οι τέσσερις συστημικές αλλά και οι μικρότερες τράπεζες) κατέγραψε αυξημένες ζημίες ύψους 151 εκατ. ευρώ έναντι 80 εκατ. ευρώ το αντίστοιχο περυσινό διάστημα, ενώ τα κέρδη προ φόρων αυξήθηκαν κατά 37,5% στα 401 εκατ. ευρώ. Οι ασθενείς οικονομικές επιδόσεις των τραπεζών σε συνδυασμό με τις αδύναμες επιδόσεις στο μέτωπο της μείωσης των κόκκινων δανείων, ερμηνεύουν και την πίεση που δέχονται το τελευταίο εξάμηνο με απώλειες που ξεπερνούν το 50% της κεφαλαιοποίησής τους.
Σύμφωνα με όλες τις εκτιμήσεις, η προσπάθεια για μια ουσιαστική επάνοδο του κλάδου στα ραντάρ των επενδυτών απαιτεί ριζοσπαστικές κινήσεις που «θα σπάσουν το απόστημα των κόκκινων δανείων».
Το βασικό πρόβλημα παραμένει η χαμηλή οργανική κερδοφορία, που συντηρείται από την περιορισμένη ζήτηση για δάνεια και την απουσία ουσιαστικού επενδυτικού ενδιαφέροντος. Την ίδια στιγμή, η πίεση για μείωση του δικτύου των καταστημάτων και του προσωπικού έχει οδηγήσει σε αύξηση των λειτουργικών εξόδων, καθώς τα εκτεταμένα προγράμματα εθελουσίας εξόδου οδήγησαν σε αύξηση των δαπανών προσωπικού κατά 7% στο τέλος του εννεαμήνου. Οπως προκύπτει από τα αποτελέσματα εννεαμήνου που δημοσίευσε η ΤτΕ, τα καθαρά έσοδα από τόκους, που αποτελούν περίπου τα 3/4 του συνόλου των τραπεζικών εσόδων, μειώθηκαν κατά 13,9% εξαιτίας του περιορισμού του δανειακού χαρτοφυλακίου των τραπεζών και της εφαρμογής από την 1η Ιανουαρίου 2018 του λογιστικού προτύπου IFRS 9, που είχε ως άμεσο αποτέλεσμα τη μείωση των εκτοκιζόμενων υπολοίπων των δανείων. Η αύξηση κατά 4,1% των καθαρών εσόδων από προμήθειες, αλλά και ο υπερδιπλασιασμός των εσόδων από χρηματοοικονομικές πράξεις, που επηρεάστηκαν θετικά από τις επιδόσεις των χαρτοφυλακίων ομολόγων του ελληνικού Δημοσίου, δεν ήταν δυνατόν να αντισταθμίσουν τις απώλειες που προκαλεί η πιστωτική συρρίκνωση, παρά το γεγονός ότι οι συνολικές προβλέψεις που πραγματοποίησε το τραπεζικό σύστημα ήταν μειωμένες κατά 25% σε επίπεδο εννεαμήνου.
Οπως παρατηρεί η ΤτΕ, το 2018 υπήρξε βελτίωση των συνθηκών ρευστότητας των τραπεζών, με σταδιακή αύξηση του υπολοίπου των καταθέσεων και αυξημένη πρόσβαση στη διατραπεζική αγορά έναντι εξασφαλίσεων. Η εξέλιξη αυτή συνέβαλε στον περαιτέρω περιορισμό της εξάρτησης των τραπεζών από ELA, συμβάλλοντας έτσι και στη μείωση των εξόδων για τόκους. Εντούτοις, η μείωση αυτή ήταν μικρότερη και δεν είναι ικανή να αντισταθμίσει τη σημαντική υποχώρηση των εσόδων από τόκους. Σε ό,τι αφορά την κεφαλαιακή επάρκεια, τόσο ο Δείκτης Κεφαλαίου Κοινών Μετοχών (Common Equity Tier 1 – CET1) σε ενοποιημένη βάση όσο και ο Δείκτης Κεφαλαιακής Επάρκειας παρέμειναν στο τέλος Σεπτεμβρίου 2018 σε ικανοποιητικό επίπεδο (15,6% και 16,2% αντίστοιχα). Βασικό πρόβλημα αποτελούν τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια, που ανήλθαν στο τέλος Σεπτεμβρίου στα 84,7 δισ. ευρώ, μειωμένα κατά περίπου 9,7 δισ. ευρώ συγκριτικά με το τέλος Δεκεμβρίου 2017 και κατά περίπου 22,4 δισ. ευρώ (δηλ. περισσότερο από 1/6) έναντι του Μαρτίου 2016, οπότε είχε καταγραφεί και το υψηλότερο επίπεδο. Η υποχώρηση του αποθέματος των NPEs κατά τη διάρκεια του 2018 οφείλεται κυρίως σε διαγραφές ύψους 4,4 δισ. ευρώ (εκ των οποίων τα 2,6 δισ. ευρώ αφορούν καταγγελμένες απαιτήσεις, κυρίως επιχειρηματικών δανείων) και πωλήσεις ύψους 5,2 δισ. ευρώ.