Τα πρώτα βήματά του στην πράξη θα κάνει από το νέο έτος ο θεσμός της τραπεζικής διαμεσολάβησης.
Με πρωτοβουλία της Ελληνικής Ένωσης Τραπεζών και μέσω του Τραπεζικού Μεσολαβητή, ένα Ανεξάρτητο Επιστημονικό Συμβούλιο, κατόπιν της προκήρυξης που προηγήθηκε προς διαπιστευμένους διαμεσολαβητές, θα κάνει την επιλογή τους στις αρχές Ιανουαρίου. Μετά την εκπαίδευσή τους, αυτοί θα λειτουργήσουν ως ανεξάρτητοι διαμεσολαβητές μεταξύ τραπεζών και αντισυμβαλλόμενων μερών, με σκοπό να επιτευχθεί συμβιβαστική λύση στην περίπτωση που έχει αποτύχει η εξεύρεση λύσης μεταξύ των δύο πλευρών.
Η διαμεσολάβηση θα είναι κρίσιμη για τις νέες ρυθμίσεις δανείων στις οποίες θα προχωρήσουν οι τράπεζες, αλλά και για την επιτάχυνση της επίλυσης διαφορών στο πλαίσιο της αποσυμφόρησης των δικαστικών υποθέσεων. Όπως αναφέρει στο Capital.gr, η Γενική Γραμματέας της Ελληνικής Ένωσης Τραπεζών, Χαρούλα Απαλαγάκη, η επιτάχυνση στην απονομή δικαιοσύνης και η θετική διάθεση στην υιοθέτηση σύγχρονων θεσμών όπως είναι η διαμεσολάβηση, καθώς επίσης η αποδοχή από τους εμπλεκόμενους φορείς, των εργαλείων που παρέχει πλέον το νομοθετικό πλαίσιο, θα συμβάλουν καίρια στην περαιτέρω αποκλιμάκωση των μη εξυπηρετούμενων δανείων, αλλά θα είναι επωφελής και για τους ίδιους τους δανειολήπτες.
Όπως επισημαίνει η κα Απαλαγάκη, η διαμεσολάβηση ως θεσμός ισχύει από το 2010 και τροποποιήθηκε σε μεγάλο βαθμό, πάντα ως προαιρετική, με τον νόμο 4512/2018. Πρόκειται για έναν θεσμό που ισχύει σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες και πλέον έχουν ωριμάσει οι συνθήκες για να εφαρμοστεί και στην ελληνική αγορά, ιδίως μετά την ψήφιση του Κώδικα Δεοντολογίας της Τράπεζας της Ελλάδος.
Την τελευταία εικοσαετία, η μεσολάβηση για τραπεζικές και επενδυτικές υπηρεσίες γινόταν με τη μορφή της Ανεξάρτητης Αρχής του Τραπεζικού Μεσολαβητή, στον οποίο όμως μπορούσε να προσφύγει μόνο ο πελάτης της τράπεζας και όχι ο χρηματοπιστωτικός οργανισμός. Λειτουργώντας όπως ο Συνήγορος του Καταναλωτή, ο Τραπεζικός Μεσολαβητής απευθυνόταν στην τράπεζα, ζητούσε στοιχεία για την υπόθεση του προσφεύγοντος πελάτη της και απηύθυνε συστάσεις στην τράπεζα ώστε να εξευρεθεί λύση με τον πελάτη της.
Το 2015 εκδόθηκε ο Κώδικας Δεοντολογίας της ΤτΕ, ο οποίος προβλέπει ότι προκειμένου να ρυθμίσουν τη διαφωνία τους, τα μέρη μπορούν να προσφύγουν και σε διαμεσολάβηση.
Σημειώνεται ότι η Ολομέλεια των Δικηγορικών Συλλόγων εξέφρασε πολλές αντιρρήσεις για τον θεσμό της διαμεσολάβησης, οι οποίες επηρέασαν σημαντικά τη μη υποχρεωτική εφαρμογή του και ανέστειλαν την υποχρεωτικότητα. Κατά το στάδιο ψήφισης του νόμου 4512/2018, η Επιστημονική Υπηρεσία της Βουλής διατύπωσε επίσης επιφυλάξεις ως προς το κατά πόσον η έκταση της υποχρεωτικής προσφυγής στη διαμεσολάβηση, οι ειδικότεροι όροι που διέπουν τη διεξαγωγή της, καθώς και το κόστος που αυτή συνεπάγεται, θίγουν το δικαίωμα αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας (με βάση το άρθρο 20 του Συντάγματος, τα άρθρα 6 και 13 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και το άρθρο 47 του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων). Παράλληλα, επισήμανε ότι η παράσταση με πληρεξούσιο δικηγόρο, αλλά και η αμοιβή διαμεσολαβητή, η οποία είναι (εκτός ειδικότερων περιπτώσεων περιοριστικώς αναφερόμενων στο άρθρο 194) κατ΄ ελάχιστον 170 ευρώ για δύο ώρες και ελάχιστη ωριαία αμοιβή 100 ευρώ για απασχόληση πάνω από δύο ώρες, μπορεί να οδηγήσει σε υπέρμετρο κόστος για τον πολίτη.
“Θεωρώ ότι οι όποιες αντιρρήσεις έχουν διατυπωθεί, δεν θα πρέπει να μας απομακρύνουν από την προσέγγιση της διαμεσολάβησης σε μία συναινετική βάση. Στη χώρα υπάρχουν πολλά παραδείγματα ουσιώδους διαφωνίας καταναλωτών ή και επιχειρήσεων με τους τραπεζικούς τους φορείς. Να θυμηθούμε το ζήτημα της ισοτιμίας του ελβετικού φράγκου, όπως επίσης το ζήτημα του υπολογισμού της επιτοκιακής επιβάρυνσης με 360 ή 365 ημέρες. Και τα δύο αυτά ζητήματα έχουν έντονη ιστορικότητα και πολλές τεχνικές λεπτομέρειες που είναι αμφίβολο εάν μπορούν ννα επιλυθούν στο πλαίσιο μιας κλασικής αστικής αντιδικίας, η οποία χαρακτηρίζεται από ένταση και διάθεση του ενός ή του άλλου μέρους να καθυστερήσει, να κερδίσει χρόνο ή να μετέλθει πληθώρα νομικών επιλογών για να καταλήξει σε συγκεκριμένο αποτέλεσμα”, τονίζει η κα Απαλαγάκη.
Αντιθέτως, όπως αναφέρει, πρέπει να ληφθούν υπόψη συγκεκριμένες ιδιαιτερότητες που καθιστούν αναγκαία την διαμεσολάβηση. Ειδικότερα, μεταξύ άλλων:
– Το ότι οι ελληνικές τράπεζες υπόκεινται, μαζί με τις λοιπές ευρωπαϊκές, σε ενιαία εποπτεία και η εποπτεία αυτή ασκείται από μία υπερνομοθετική αρχή που λειτουργεί ομοιόμορφα. Τον Ενιαίο Εποπτικό Οργανισμό (SSM), ο οποίος σε τακτική βάση απευθύνει σειρά υποδείξεων στα πιστωτικά ιδρύματα για το πώς θα πρέπει να αποτιμούν τις εξασφαλίσεις τους, για το πώς επιτρέπεται να διαγράφουν οφειλές, για τον χρόνο εντός του οποίου πρέπει να ρευστοποιούν τις εξασφαλίσεις τους.
– Το ότι ο παράγων χρόνος είναι κρίσιμος. Εάν διαβάσει κανείς τις εκθέσεις της ΤτΕ θα διαπιστώσει ότι ο χρόνος που περνάει χωρίς την εξεύρεση λύσης απομειώνει την αξία της εξασφάλισης, δηλαδή μειώνει την εξασφάλιση της τράπεζας χωρίς παράλληλα να προσπορίζει όφελος στον δανειολήπτη, ο οποίος μπορεί να μεταβεί στην κατηγορία του μη συνεργάσιμου δανειολήπτη.
– Ο δανειολήπτης είναι κατά κανόνα ο ασθενέστερος, ακόμη και αν πρόκειται για επιχείρηση, καθώς δεν έχει την οργάνωση και την τεχνογνωσία της τράπεζας. Αυτό που μας ενδιαφέρει για τον δανειολήπτη είναι να διατηρήσουμε ενεργό την σχέση του με την τράπεζα. Ιδίως στην περίπτωση της επιχείρησης, να καταλήξουμε σε λύσεις που καθιστούν την επιχείρηση βιώσιμη.
“Όλα αυτά μπορούν να επιτευχθούν ευχερέστερα με τη διαδικασία της διαμεσολάβησης. Τα μέρη έχουν τον χρόνο να ακούσουν το ένα το άλλο, χωρίς την ένταση της αντιδικίας και να προχωρήσουν στη διαδικασία της διαμεσολάβησης με πλήρη εμπιστευτικότητα. Στην πραγματικότητα, οι τραπεζικές διαφορές είναι οι πλέον πρόσφορες για την εξεύρεση λύσης και η ανάγκη δραστικής μείωσης των μη εξυπηρετούμενων δανείων καθιστά αναγκαία και την προσφυγή στη διαμεσολάβηση”, καταλήγει η Γενική Γραμματέας της ΕΕΤ, θεωρώντας ότι ο νομικός κόσμος έχει πλέον αντιληφθεί τα προφανή πλεονεκτήματα της διαμεσολάβησης.