Την τρίτη εβδομάδα του Ιανουαρίου θα παιχτεί, πλην απροόπτου, η επόμενη πράξη στο… ψυχόδραμα του Brexit. Οπως ανακοίνωσε χθες η Τερέζα Μέι στη νιοστή συνεδρίαση της Βουλής των Κοινοτήτων, η συζήτηση για τη συμφωνία που εισηγείται η κυβέρνησή της θα ξαναρχίσει στις 7 Ιανουαρίου, μετά τις χριστουγεννιάτικες διακοπές, και η ψηφοφορία θα διεξαχθεί την εβδομάδα μεταξύ 14 και 21 Ιανουαρίου.
Οι κινήσεις της Μέι
Αρχικά η ψηφοφορία είχε προγραμματιστεί για τις 11 Δεκεμβρίου, αλλά η πρωθυπουργός την ανέβαλε, καθώς διαπίστωσε ότι θα την έχανε πανηγυρικά. Ακολούθησε η προσπάθειά της να εξασφαλίσει κάποιες βελτιώσεις της συμφωνίας από τις Βρυξέλλες στο πλέον ακανθώδες ζήτημα, εκείνο του ιρλανδικού συνόρου, κατά την πρόσφατη Σύνοδο Κορυφής της Ε.Ε. Η ίδια ισχυρίστηκε χθες ότι υπήρξαν χρήσιμες «διευκρινίσεις» και ότι οι Ευρωπαίοι απέδειξαν ότι το λεγόμενο «δίχτυ ασφαλείας» για το ιρλανδικό σύνορο «δεν είναι μια δολοπλοκία για να παγιδεύσουν το Ηνωμένο Βασίλειο». Ωστόσο, οι διαβεβαιώσεις της δεν φάνηκε να έχουν την παραμικρή επίδραση στο σώμα. Ο ηγέτης των Εργατικών Τζέρεμι Κόρμπιν κατέθεσε πρόταση δυσπιστίας εναντίον της πρωθυπουργού (όχι όμως και εναντίον της κυβέρνησης) για την καθυστέρηση της ψηφοφορίας που, όπως υποστήριξε, προκάλεσε «εθνική κρίση». Η κίνηση αυτή έχει κυρίως συμβολικό χαρακτήρα καθώς, ακόμη κι αν κερδίσουν οι Εργατικοί την ψηφοφορία, αυτό δεν θα σημάνει πτώση της κυβέρνησης.
Στην ομιλία της, η πρωθυπουργός απέρριψε τις προτάσεις για δεύτερο δημοψήφισμα, που κερδίζουν τελευταία έδαφος. Υποστήριξε ότι ένα νέο δημοψήφισμα «θα προκαλούσε ανεπανόρθωτη ζημία στην ακεραιότητα του πολιτικού συστήματος» και θα διαιρούσε ακόμη περισσότερο τη χώρα. Υπέρ του δεύτερου δημοψηφίσματος είχαν ταχθεί τα προηγούμενα εικοσιτετράωρα οι πρώην πρωθυπουργοί Τόνι Μπλερ (Εργατικοί) και Τζον Μέιτζορ (Συντηρητικοί).
Ο, επίσης, Συντηρητικός προκάτοχος της Μέι, Ντέιβιντ Κάμερον, φέρεται να εισηγείται στην πρωθυπουργό να προτείνει στη Βουλή σειρά ψηφοφοριών για διάφορες εναλλακτικές λύσεις σε περίπτωση απόρριψης της συμφωνίας της.