Η πρόσφατη συμφωνία της ελληνικής κυβέρνησης με τον Αρχιεπίσκοπο και οι αντιδράσεις που προέκυψαν, όχι μόνο από τον εφημεριακό κλήρο, αλλά από το σύνολο της ελληνικής κοινωνίας, αναδεικνύουν τον ρόλο που παίζει η θρησκεία στην κοινωνική ζωή ενός λαού. Πέραν, όμως, αυτού οι θρησκείες παίζουν και έναν σοβαρότατο γεωπολιτικό ρόλο, όπως αποδεικνύει διαχρονικά η ιστορία.
Δοθείσης λοιπόν της ευκαιρίας και απαντώντας στο ερώτημα αν ο αρχιεπίσκοπος έχει διοικητική και πνευματική δικαιοδοσία στο σύνολο της ελληνικής επικράτειας, θα παραθέσουμε, παρακάτω, το status της Ορθόδοξης Εκκλησίας στην Ελλάδα, αναφερόμενοι πάντοτε στην επίσημη Εκκλησία και όχι σε εκείνες που ακολουθούν το παλαιό ημερολόγιο.
Εκκλησία της Ελλάδος
Είναι μια από τις 14 αυτοκέφαλες ορθόδοξες εκκλησίες και η ίδρυσή της ανάγεται στο 1833, όταν η Αντιβασιλεία αποφάσισε την απόσχιση των μητροπόλεων της Ελλάδας από το Οικουμενικό Πατριαρχείο, ύστερα από εισήγηση του Αρχιμανδρίτη Θεόκλητου Φαρμακίδη. Αν και ο Οικουμενικός Θρόνος αρχικά δεν συναίνεσε στη δημιουργία αυτοκέφαλου, στις 29 Ιουνίου 1850 εξέδωσε τον «Τόμο Αυτοκεφαλίας» της Εκκλησίας της Ελλάδος. Στην Εκκλησία της Ελλάδος εντάχθηκαν τόσο οι Μητροπόλεις των Ιονίων νήσων, ύστερα από την πολιτική ένωση της Επτανήσου με την Ελλάδα (1864), όσο και εκείνες της Θεσσαλίας και τμήματος της Ηπείρου, που ελευθερώθηκαν το 1882.
Μετά τη λήξη των Βαλκανικών Πολέμων και την απελευθέρωση νέων εδαφών, προέκυψε το θέμα των Μητροπόλεων των Νέων Χωρών, οπότε διαμορφώθηκαν δύο εκκλησιαστικές διοικήσεις. Της Αυτοκέφαλης Εκκλησίας της Ελλάδος, όπως περιγράφηκε πιο πάνω και των Επαρχιών του Οικουμενικού Θρόνου, που περιελάμβανε τις νεοαπελευθερωθείσες περιοχές. Το ζήτημα διευθετήθηκε το 1928, με την έκδοση Πράξεων του Οικουμενικού Πατριαρχείου και της Εκκλησίας της Ελλάδος, σύμφωνα με τις οποίες οι Μητροπόλεις των Νέων Χωρών, πλην Κρήτης, θα παραχωρούνταν «επιτροπικώς» στην Εκκλησία της Ελλάδος, πνευματικώς όμως στον Οικουμενικό Θρόνο, ενώ θα μνημόνευαν τον Πατριάρχη ως προκαθήμενο. Επιπλέον, ενώ οι Μητροπολίτες θα εκλέγονταν από την Ιερά Σύνοδο της Ιεραρχίας της Ελλαδικής Εκκλησίας, ο Οικουμενικός Πατριάρχης θα είχε λόγο στην εκλογή τους, διατηρώντας το δικαίωμα να διαγράψει υποψηφίους από τον σχετικό κατάλογο.
Η Εκκλησία της Ελλάδος διοικείται από την Ιερά Σύνοδο, το Σώμα δηλαδή των εν ενεργεία Μητροπολιτών, που αποτελεί και την ανώτατη εκκλησιαστική αρχή. Η Ιερά Σύνοδος αποτελείται από 81 Μητροπολίτες, 36 από τους οποίους ποιμαίνουν τις Μητροπόλεις των Νέων Χωρών. Πρόεδρος της Ιεράς Συνόδου είναι ο εκάστοτε Αρχιεπίσκοπος Αθηνών και πάσης Ελλάδος, ο οποίος σε σχέση με τους λοιπούς Μητροπολίτες θεωρείται ως «Πρώτος μεταξύ ίσων», ενώ οι αποφάσεις λαμβάνονται κατά πλειοψηφία.
Διαρκές διοικητικό όργανο, το οποίο αποφασίζει για τα τρέχοντα ζητήματα είναι η Διαρκής Ιερά Σύνοδος, η οποία εκλέγεται κάθε χρόνο και αποτελείται από τον Αρχιεπίσκοπο Αθηνών και πάσης Ελλάδος ως πρόεδρο και 12 Μητροπολίτες (6 από τις Παλαιές Χώρες και 6 από τις Νέες Χώρες).
Τέλος, θα πρέπει να αναφερθεί ότι ο Καταστατικός Χάρτης της Εκκλησίας της Ελλάδος αποτελεί νόμο του κράτους (Ν 590/1977).
Εκκλησία της Κρήτης
Είναι ημιαυτόνομη με κανονική εξάρτηση από το Οικουμενικό Πατριαρχείο. Αποτελείται από την Ιερά Αρχιεπισκοπή Κρήτης και οκτώ Μητροπόλεις, ενώ ανώτατη εκκλησιαστική διοικητική αρχή είναι η Ιερά Επαρχιακή Σύνοδος της Εκκλησίας της Κρήτης. Ο Αρχιεπίσκοπος εκλέγεται από το Οικουμενικό Πατριαρχείο, ενώ οι λοιποί Μητροπολίτες από την Επαρχιακή Σύνοδο, κατά πλειοψηφία. Η Ιερά Επαρχιακή Σύνοδος αποφασίζει επίσης, αυτόνομα για τα λοιπά θέματα διοίκησης της Εκκλησίας. Τέλος, ο Καταστατικός Χάρτης της Εκκλησίας της Κρήτης έγινε νόμος του ελληνικού κράτους το 1961.
Εκκλησιαστικές Επαρχίες Δωδεκανήσου.
Είναι οι πέντε Μητροπόλεις και η μία Πατριαρχική Εξαρχία, των περιοχών που εκχωρήθηκαν στην Ελλάδα με τη Συνθήκη των Παρισίων του 1947. Αυτές είναι οι Μητροπόλεις: 1) Ρόδου, 2) Κω και Νισύρου, 3) Λέρου, Καλύμνου και Αστυπάλαιας, 4) Καρπάθου και Κάσου, 5) Σύμης, Τήλου, Χάλκης και Καστελλορίζου και 6) Πατριαρχική Εξαρχία της Πάτμου. Όλες οι παραπάνω επαρχίες βρίσκονται σε κανονική, πνευματική και διοικητική εξάρτηση από το Οικουμενικό Πατριαρχείο.
Άγιο Όρος
Σύμφωνα με το άρθρο 105 του Συντάγματος, το Άγιο Όρος αποτελεί «αυτοδιοίκητο τμήμα του ελληνικού κράτους», το οποίο διοικητικά τελεί υπό την εποπτεία του κράτους και πνευματικά υπό την ανώτατη εποπτεία του Οικουμενικού Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως. Ο Καταστατικός Χάρτης του Αγίου Όρους, της 10 Μαΐου 1924, ο οποίος επικυρώθηκε με το Νομοθετικό Διάταγμα της 10ης Σεπτεμβρίου 1926, καθορίζει με κάθε λεπτομέρεια το καθεστώς και τον τρόπο λειτουργίας του.
Όπως προκύπτει από τα παραπάνω, λοιπόν, ο Αρχιεπίσκοπος Αθηνών και πάσης Ελλάδος δεν έχει το δικαίωμα να συνομιλεί με την πολιτική ηγεσία της χώρας για ολόκληρο τον εκκλησιαστικό χώρο της Ελλάδος. Επιπλέον, όταν καλείται σε συνομιλίες πρέπει να εκφράζει θέσεις της Ιεράς Συνόδου, καθώς η Ορθόδοξη Εκκλησία λειτουργεί με τοο συνοδικό σύστημα και δεν είναι «ενός ανδρός αρχή».
Ποιο όμως είναι το καθεστώς των Εκκλησιών των άλλων βαλκανικών χωρών;
Αναφορικά με τους Έλληνες της Κωνσταντινούπολης, καθώς και με εκείνους που κατοικούν σε άλλες περιοχές της Τουρκίας, θρησκευτικά υπάγονται στο Οικουμενικό Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως. Το Οικουμενικό Πατριαρχείο είναι η πρώτη στην τάξη μεταξύ των Ορθόδοξων Εκκλησιών και ιστορικά έχει το δικαίωμα να παραχωρεί αυτοκεφαλία σε τοπικές εκκλησιαστικές διοικήσεις. Διοικείται από δωδεκαμελή Ιερά Πατριαρχική Σύνοδο, υπό την προεδρία του Οικουμενικού Πατριάρχη, ενώ στη δικαιοδοσία του ανήκουν και πολλές άλλες εκκλησιαστικές διοικήσεις του εξωτερικού. Εδώ θα πρέπει να αναφερθεί ότι ο Κεμάλ Ατατούρκ σχεδίασε ανεπιτυχώς την ίδρυση Τουρκορθόδοξης Εκκλησίας με επικεφαλής τον τουρκόφωνο παπα Ευθύμ (Ευθύμιος Καραχισαρίδης).
Πατριαρχείο Σερβίας: Το ανώτατο Σώμα της Εκκλησίας είναι η Ιερά Συνέλευση των Επισκόπων, που αποτελείται από τον Πατριάρχη, τους Μητροπολίτες, τους Επισκόπους, τον Αρχιεπίσκοπο της Αχρίδας και τους Βικάριους Επισκόπους. Συνέρχεται δύο φορές τον χρόνο (άνοιξη και φθινόπωρο), υπό την προεδρία του Πατριάρχη και λαμβάνει σημαντικές αποφάσεις για την Εκκλησία, ενώ εκλέγει και τον Πατριάρχη. Για θέματα τρεχούσης φύσεως της Εκκλησίας επιλαμβάνεται η Ιερά Σύνοδος, η οποία αποτελείται από τους τέσσερις Μητροπολίτες υπό την προεδρία του Πατριάρχη. Το έδαφος της Σερβικής Ορθόδοξης Εκκλησίας διαιρείται σε:
1 πατριαρχική επαρχία, με επικεφαλής τον Σέρβο Πατριάρχη.
4 μητροπόλεις
35 επισκοπές
Την αυτόνομη Αρχιεπισκοπή Αχρίδας, από το 2002, με έδαφος την ΠΓΔΜ. Στην συγκεκριμένη περιοχή δραστηριοποιείται και η σχισματική «Μακεδονική Ορθόδοξη Εκκλησία – Αρχιεπισκοπή Οχρίδας», που δεν αναγνωρίζεται από καμία ορθόδοξη εκκλησία.
Στη δικαιοδοσία του Πατριαρχείου Σερβίας ανήκουν οι εξής περιοχές: Σερβία, Βοσνία – Ερζεγοβίνη, Μαυροβούνιο, Κροατία, ΠΓΔΜ και Σλοβενία.
Πατριαρχείο Βουλγαρίας: Έχει τις ρίζες της στη Βουλγαρική Εξαρχία που ιδρύθηκε το 1870, παρά τη θέληση του Οικουμενικού Πατριαρχείου. Η αυτοκεφαλία της βουλγαρικής εκκλησίας αναγνωρίστηκε από το Οικουμενικό Πατριαρχείο το 1945, ενώ αναβαθμίστηκε σε Πατριαρχείο το 1961. Η διοίκηση της Εκκλησίας ασκείται από την Ιερά Σύνοδο της Ιεραρχίας, με τη συμμετοχή όλων των Μητροπολιτών που κατέχουν εκκλησιαστική επαρχία, ενώ για τη διεκπεραίωση τρεχόντων θεμάτων επιλαμβάνεται η Διαρκής Ιερά Σύνοδος, απαρτιζόμενη από τέσσερις μητροπολίτες που εκλέγονται για έξι μήνες. Και στα δύο προαναφερθέντα σώματα προεδρεύει ο Πατριάρχης.
Το Πατριαρχείο Βουλγαρίας κατέχει εκκλησιαστικά όλη την έκταση της χώρας, καθώς και τις βουλγαρικές εκκλησίες της διασποράς.
Πατριαρχείο Ρουμανίας: Στη Ρουμανική Ορθόδοξη Εκκλησία απονεμήθηκε η αυτοκεφαλία από το Οικουμενικό Πατριαρχείο τα 1885, ενώ αναβαθμίστηκε σε Πατριαρχείο το 1925. Διοικείται κατά το συνοδικό σύστημα με πρόεδρο τον Πατριάρχη, όπως και οι άλλες ορθόδοξες εκκλησίες, ενώ η εκκλησιαστική της δικαιοδοσία επεκτείνεται εκτός από τη Ρουμανία, στη Μολδαβία, στην Ουγγαρία, καθώς και στις ρουμανικές κοινότητες της Σερβίας και της Διασποράς.
Εκκλησία της Κύπρου: Είναι αυτοκέφαλη εκκλησία ήδη από τους πρώιμους βυζαντινούς χρόνους. Διοικείται από 17μελή Ιερά Σύνοδο, στην οποία προεδρεύει ο Αρχιεπίσκοπος Κύπρου.
Εκκλησία της Αλβανίας: Είναι η νεώτερη αυτοκέφαλη εκκλησία των Βαλκανίων, η οποία αναγνωρίστηκε το 1937 από το Οικουμενικό Πατριαρχείο. Η Ιερά Σύνοδος αποτελείται από τον Αρχιεπίσκοπο Τιράνων, Δυρραχίου και πάσης Αλβανίας, ως πρόεδρο και από πέντε Μητροπολίτες, έναν Τιτουλάριο Μητροπολίτη και έναν Επίσκοπο, ως μέλη. Εδαφικά η Εκκλησία της Αλβανίας διαρθρώνεται στην Αρχιεπισκοπή Τιράνων, Δυρραχίου και πάσης Αλβανίας και σε πέντε Μητροπόλεις που βρίσκονται εντός των ορίων του αλβανικού κράτους. Καθώς η Αλβανία είχε ανακηρυχθεί τα 1967 ως το πρώτο αθεϊστικό κράτος στον κόσμο, από το καθεστώς Εμβέρ Χότζα, απαγορεύτηκε και διώχθηκε κάθε θρησκευτική έκφραση. Η Εκκλησία της Αλβανίας επανενεργοποιήθηκε το 1991 με την αποκατάσταση της θρησκευτικής ελευθερίας στη χώρα.