Κωστή Πλάντζου
Κίνδυνος-θάνατος αποδεικνύονται στις μέρες μας για τα νοικοκυριά οι τραπεζικοί λογαριασμοί που τηρούν από κοινού σύζυγοι, παιδιά, αδέλφια και παππούδες, με την Εφορία να διεκδικεί έως και 45% (συν πρόστιμα) των καταθέσεων.
Παραδοσιακά οι κύριοι κάτοχοι τραπεζικών λογαριασμών (γονείς, παππούδες) δηλώνουν σαν πρόσθετα μέλη ολόκληρη την οικογένεια (π.χ. σύζυγο και παιδιά). Διά παν ενδεχόμενο οι κύριοι των λογαριασμών ορίζουν συνδικαιούχους συγγενείς (ή πρόσωπα εμπιστοσύνης οι ηλικιωμένοι και μοναχικοί), ώστε να τους εξυπηρετήσουν σε ώρα ανάγκης για να βγάλουν χρήματα ή να πληρώσουν δαπάνες (έκτακτες και μη), όπως νοσοκομεία, έξοδα κηδείας, λογαριασμούς, έξοδα φοίτησης ή συντήρησης κατοικίας σε χωριά ή σε άλλη πόλη, ακόμα και σε άλλη χώρα αν έχουν φύγει στο εξωτερικό.
Πού βρίσκεται ο κίνδυνος; Οτι σε περίπτωση ελέγχων από την Εφορία σε τραπεζικούς λογαριασμούς, οι ελεγκτές θεωρούν ότι τα χρήματα ανήκουν εξίσου (ή και εξ ολοκλήρου) στον συνδικαιούχο του λογαριασμού! Και όχι μόνο τον φορολογούν με φόρο 22%-45% σαν να ήταν δικά του τα λεφτά (που κανονικά ανήκουν στον κύριο δικαιούχο), αλλά του επιβάλλουν και πρόστιμα για μαύρο χρήμα επειδή δεν τα δήλωσε σαν εισόδημα ο ίδιος, ασχέτως αν τα έχει δηλώσει ο κύριος κάτοχος του λογαριασμού.
Γιατί συμβαίνουν όλα αυτά; Επειδή συχνά οι ελεγκτές εκλαμβάνουν αυτομάτως ως μαύρο χρήμα όλα τα λεφτά που τυχόν υπερβαίνουν τα δηλωθέντα στο Ε1 από τον συνδικαιούχο, χωρίς να τεκμηριώνουν με άλλους τρόπους ότι διαπράχθηκε φοροδιαφυγή. Ταυτόχρονα απορρίπτουν και τις εξηγήσεις που κομίζουν οι ελεγχόμενοι, αφήνοντας τα δικαστήρια να βγάλουν τα κάστανα από τη φωτιά.
Ιστορίες τρέλας
Μέχρι τώρα οι περισσότεροι γνώριζαν κάποια άλλα πιο κοινά προβλήματα που ανακύπτουν με την Εφορία, όταν τηρούν κοινούς λογαριασμούς. Χιλιάδες σύζυγοι και παιδιά πλήρωσαν φόρους για τόκους του λογαριασμού του συζύγου επειδή δεν επιμερίζονται αυτομάτως από το Taxisnet αλλά εμφανίζονται εξ ολοκλήρου σε όλους – και γι’ αυτό πολλοί έχασαν και το Κοινωνικό Μέρισμα. Αλλοι πάλι είδαν τα δώρα του γάμου τους να κατάσχονται επειδή κατατέθηκαν (αντί λίστας) σε τραπεζικό λογαριασμό όπου ήταν συνδικαιούχος ο γονιός που χρωστούσε στην Εφορία.
Ακόμα και για μόλις 1.000 ευρώ διαφορά ανάμεσα στις πρωτογενείς καταθέσεις και τις πρωτογενείς αναλήψεις από κοινό λογαριασμό, ο συνδικαιούχος κινδυνεύει να βρεθεί έκθετος σε αναδρομικούς ελέγχους μιας πενταετίας
Σήμερα το «business stories» φέρνει στο φως ντοκουμέντα από εκθέσεις ελέγχου που δείχνουν ότι οι ελεγκτές επιβάλλουν πρόστιμα σε συνδικαιούχους κοινών λογαριασμών για τα λεφτά των άλλων συνδικαιούχων.
Μάλιστα, ακόμα και για μόλις 1.000 ευρώ διαφορά ανάμεσα στις πρωτογενείς καταθέσεις και τις πρωτογενείς αναλήψεις από κοινό λογαριασμό, ο συνδικαιούχος κινδυνεύει να βρεθεί έκθετος σε αναδρομικούς ελέγχους μιας πενταετίας. Στα φύλλα ελέγχου που εκδίδει το ΚΕΦΟΜΕΠ επισημαίνεται το εξής: «Από την επεξεργασία των κινήσεων των τραπεζικών λογαριασμών που τηρούνται στο όνομα του ελεγχόμενου (δικαιούχος/συνδικαιούχος), καθώς και των λοιπών χρηματοοικονομικών προϊόντων, στην ημεδαπή, για τις ελεγχόμενες διαχειριστικές περιόδους, προέκυψαν πρωτογενείς πιστώσεις, ποσού μεγαλύτερου των 1.000,00 ευρώ για την περίοδο 01/01/2013-31/12/2015, που καταρχήν δεν δικαιολογούνται», όπως υπολογίζονται με τη χρήση του ειδικού λογισμικού που χρησιμοποιεί από το 2017 το υπουργείο Οικονομικών.
Και αν δεν δικαιολογούνται εξαρχής, ο έλεγχος της Εφορίας δεν τα δικαιολογεί ούτε εκ των υστέρων. Οπως π.χ. οι πιο κάτω περιπτώσεις:
Σε έλεγχο που έγινε σε Ελληνα φορολογούμενο που εμφανίζεται συνδικαιούχος σε λογαριασμό του αδελφού του που ζει στο εξωτερικό, αρχικά του ζητήθηκε να δικαιολογήσει το σύνολο του λογαριασμού. Εξήγησε στους ελεγκτές ότι τα χρήματα είναι όλα του αδελφού του και ότι ο ίδιος κάνει αναλήψεις μόνο και μόνο για να τον εξυπηρετήσει με πληρωμές στη χώρα μας. Στην περίπτωση αυτή ο έλεγχος δέχθηκε εν μέρει τις εξηγήσεις. Επειδή ο κύριος κάτοχος του λογαριασμού είναι κάτοικος εξωτερικού και δεν μπορεί να τον ελέγξει, θεώρησε ότι το 50% ανήκουν στον αδελφό που ζει στο εξωτερικό. Καταλόγισε, όμως, το υπόλοιπο 50% σαν μαύρο χρήμα στον αδελφό του που ζει στην Ελλάδα, επειδή ως συνδικαιούχος δεν είχε δηλώσει αντίστοιχο εισόδημα (εφόσον δεν το είχε ποτέ).
Επίσης οι ελεγκτές θεώρησαν εξ ολοκλήρου μαύρο χρήμα τα ξένα λεφτά του κύριου δικαιούχου, με το επιχείρημα ότι «ο συνδικαιούχος αν θέλει σηκώνει όλα τα λεφτά του λογαριασμού από την τράπεζα και όχι μόνο όσα τυχόν του αναλογούν». Οπότε καταλόγισαν σαν αδήλωτο εισόδημα ολόκληρο το ποσό που κατατέθηκε στον κοινό λογαριασμό και επέβαλαν πρόστιμα, μη αποδεχόμενοι καν το επιχείρημα του ελεγχόμενου: «Αν τα λεφτά γίνουν πραγματικά δικά μου μετά τον θάνατο του δικαιούχου, τότε θα πληρώσω ξανά και… φόρο κληρονομιάς;»
Ου μπλέξεις
Θεωρητικά τέτοιοι έλεγχοι αφορούν όσους εντοπίζονται για μεγάλες πρωτογενείς καταθέσεις λογαριασμών. Ωστόσο η Εφορία σχεδιάζει πλέον και τυχαίους ελέγχους, χωρίς κριτήρια επικινδυνότητας, ώστε κανείς φορολογούμενος να μην αισθάνεται σίγουρος ότι δεν θα υποστεί έλεγχο. Στην πράξη είναι κοινό μυστικό ότι επιλέγονται για έλεγχο όσοι έχουν υψηλά τραπεζικά υπόλοιπα, ακόμα και αν δεν είναι δικά τους, αφού έτσι υπάρχει προοπτική είσπραξης – έστω και αν αναγκαστεί μετά το Δημόσιο να τα επιστρέψει στους δικαιούχους!
Για του λόγου το αληθές, προ ημερών το Συμβούλιο της Επικρατείας καταδίκασε το Δημόσιο για κατάχρηση στους ελέγχους τραπεζικών λογαριασμών. Η Φορολογική Αρχή έφτασε στο σημείο να υπερασπίζεται στο δικαστήριο το δικαίωμά της να θεωρεί μαύρο χρήμα ό,τι κατατίθεται στους τραπεζικούς λογαριασμούς, χωρίς να υποχρεώνεται να τεκμηριώσει φοροδιαφυγή, αλλά ούτε να δεχτεί εξηγήσεις πως τα χρήματα δεν είναι του ελεγχόμενου ή ότι ο πραγματικός κάτοχός τους έχει ήδη φορολογηθεί για αυτά.
Το ΣτΕ σώζει
Συγκεκριμένα, η απόφαση (ΣτΕ 1895/2018) αποκαλύπτει ότι:
Η Εφορία επέμενε (με αίτηση αναίρεσης μετά από Εφετείο), αλλά το ΣτΕ απέρριψε τον ισχυρισμό της ότι όποτε βρίσκει ποσά που δεν δικαιολογούνται από δηλώσεις του ελεγχόμενου πρέπει να τα φορολογεί αυτομάτως σαν αδήλωτο εισόδημα από επιχείρηση (με 29% από το πρώτο ευρώ) επιβάλλοντας πρόστιμα και διώξεις ανάλογα με το ύψος των καταθέσεων, σαν απόκρυψη εισοδήματος.
Το ΣτΕ (αποφ. 1895/2018, Β΄ Τμήμα) έκρινε ότι «δεν αρκεί η εκ μέρους της φορολογικής διοίκησης διαπίστωση της ύπαρξης σημαντικού ποσού σε τραπεζικούς λογαριασμούς του ελεύθερου επαγγελματία, το οποίο, κατά την εκτίμησή της, δεν αντιστοιχεί σε (νομίμως φορολογηθέντα ή απαλλαχθέντα του φόρου) εισοδήματα που αυτός έχει δηλώσει»… Αντιθέτως, το δικαστήριο λέει ότι η φορολογική αρχή οφείλει να διερευνά την αληθή πηγή ή αιτία (καθώς και τον χρόνο) απόκτησης του επίμαχου ποσού, συνεκτιμώντας τις εξηγήσεις που τυχόν παρέχει ο φορολογούμενος για την προέλευσή του.
Τα παραπάνω ισχύουν και όταν ο ελεγχόμενος «είναι δικαιούχος τραπεζικού λογαριασμού από κοινού με άλλο πρόσωπο, όπως ο/η σύζυγός του. Πράγματι, και σε τέτοια περίπτωση» η φορολογική αρχή οφείλει να διερευνά το χρηματικό ποσό που εισέρχεται στον κοινό λογαριασμό αν δεν καλύπτεται από τα εισοδήματα που έχουν δηλώσει στη φορολογική αρχή οι συνδικαιούχοι, καλώντας τους όμως για εξηγήσεις ώστε να αποδειχτούν τα πραγματικά γεγονότα και όχι να τα θεωρεί συλλήβδην και a priori σαν δήθεν φοροδιαφυγή.
Τι ισχύει στους κοινούς λογαριασμούς
Η απόφαση του ΣτΕ θέτει κάποια όρια στην πρακτική της Εφορίας, κυρίως όμως πιστοποιεί ότι το πρόβλημα είναι υπαρκτό και λαμβάνει διαστάσεις. Μόνη (αυτο) άμυνα των φορολογουμένων στα καθημερινά κρούσματα ελέγχων: να είναι καλά εξοπλισμένοι με στοιχεία και να γνωρίζουν και οι ίδιοι τι ισχύει, αλλά και τι έχει κάνει δεκτό η Φορολογική Διοίκηση γα τους κοινούς λογαριασμούς τους, αλλιώς κινδυνεύουν να το πληρώσουν πανάκριβα με φόρους και πρόστιμα σαν κοινοί φοροφυγάδες!
Για παράδειγμα:
Κατά την άποψη της Εφορίας, τα πράγματα είναι απλά εάν ένας λογαριασμός έχει δηλωθεί ρητά ως κοινός. Ισχύει ό,τι ορίζει ο Ν. 5638 του 1932, ο οποίος προβλέπει (άρθρο 1) ότι «χρηματική κατάθεσις παρά τραπέζης εις ανοικτόν λογαριασμόν επ’ ονόματι δύο ή πλειοτέρων από κοινού (Compte joint, joint account) είναι εν την έννοια του παρόντος νόμου η περιέχουσα τον όρον ότι του εκ ταύτης λογαριασμού δύναται να κάμνει χρήση εν όλω ή εν μέρει, άνευ συμπράξεως των λοιπών είτε εις είτε τινές, και πάντες κατ’ ιδίαν οι δικαιούχοι». Συνεπώς, κάθε συνδικαιούχος έχει δικαίωμα να χρησιμοποιήσει ολόκληρο το διαθέσιμο ποσό ελεύθερα, ανεξάρτητα του ποιος είναι ο καταθέτης των χρημάτων. Υπό την έννοια αυτή, θεωρούνται και δικά του λεφτά!
Σε περίπτωση κατάσχεσης λόγω οφειλών, όμως, ο ίδιος νόμος (άρθρο 4 Ν. 5638/1932) ορίζει ότι «κατάσχεσις της καταθέσεως επιτρέπεται, έναντι όμως των κατασχόντων αυτή τεκμαίρεται αμαχήτως ότι ανήκει εις πάντας τους δικαιούχους κατ’ ίσα μέρη». Με άλλα λόγια, από τη διάταξη αυτή τεκμαίρεται γενικά η διαίρεση των καταθέσεων κατά ίσα μέρη με τον αριθμό των συνδικαιούχων. Ετσι μπορεί να θεωρηθεί σαν όριο η αναλογία (1:2 ή 1:3 κ.λπ.) για την εξεύρεση του μεριδίου ανά καταθέτη. Με την ΠΟΛ. 1033/21.2.2013 η Φορολογική Διοίκηση δέχτηκε ότι για τους κοινούς τραπεζικούς λογαριασμούς, σε ελέγχους για εμβάσματα από το εξωτερικό, το ποσόν επιμερίζεται στους συνδικαιούχους «καταρχήν ισομερώς». Αν ο φορολογούμενος ισχυρίζεται ότι η πραγματική αναλογία είναι διαφορετική, οφείλει να το αποδείξει ο ίδιος με κάθε νόμιμο μέσο. Το ποια είναι τα κατάλληλα αποδεικτικά όμως (π.χ. υπεύθυνες ή άλλες δηλώσεις, συμβάσεις, δάνεια κ.ά.) δεν εξειδικεύεται, γι’ αυτό και εντέλει οι υποθέσεις καταλήγουν στα δικαστήρια.
Το ΣτΕ καθόρισε ότι τα φυσικά πρόσωπα που συνδέονται με στενή συγγένεια «έχουν το δικαίωμα να προβαίνουν σε οικονομικές πράξεις ή/και να συνάπτουν οικονομικές σχέσεις τέτοιες που να αντανακλούν πέραν της εκπλήρωσης της τυχόν υποχρέωσής τους για διατροφή, και τη μεταξύ τους στοργή και εμπιστοσύνη και τη συναφή βούλησή τους για οικονομική αλληλοβοήθεια ή/και συνδιαχείριση (στοιχείων) της περιουσίας τους».
Παρ’ όλα αυτά όμως, «η τυχόν οικονομική αλληλοβοήθεια μεταξύ μελών της ίδιας οικογένειας» (μέσω της διατήρησης κοινών τραπεζικών λογαριασμών και διενέργειας εντολών πιστώσεων και χρεώσεων σε αυτούς ή και της μεταφοράς ποσών από ατομικούς ή κοινούς τραπεζικούς λογαριασμούς τους σε άλλους ατομικούς ή κοινούς λογαριασμούς τους κ.λπ.) «δεν απαλλάσσει τα πρόσωπα αυτά από το βάρος να παράσχουν στη φορολογική διοίκηση […]εύλογες και αρκούντως τεκμηριωμένες εξηγήσεις» για τις σχετικές οικονομικές πράξεις και την περιουσιακή κατάσταση που προκύπτει από τις κινήσεις των ως άνω τραπεζικών λογαριασμών. Και αυτό «προκειμένου να ερευνηθεί από τη Διοίκηση η τυχόν γένεση φορολογικών υποχρεώσεων» βάσει της νομοθεσίας περί φορολογίας εισοδήματος σε βάρος ορισμένου ή ορισμένων εκ των συνδικαιούχων, ώστε να προσδιοριστεί ο χρόνος γένεσης και το ύψος της αντίστοιχης φορολογικής υποχρέωσης ή παράβασης.
Με άλλα λόγια, οι συνδικαιούχοι πρέπει να μπορούν να δικαιολογήσουν από ποιον προήλθαν τα ποσά των καταθέσεων, αλλά και ο έλεγχος της Εφορίας δεν μπορεί να κλείνει τα μάτια και τα αυτιά στις (τεκμηριωμένες) εξηγήσεις που ζητά να λάβει από τους ελεγχόμενους.