Άρθρο με τίτλο «Πού πήγαν όλα τα παιδιά;» δημοσιεύει η Washington Post, το οποίο έχει σαν θέμα την υπογεννητικότητα στην Ελλάδα και το πώς η χρηματοπιστωτική κρίση στη χώρα μας οδήγησε σε σημαντική μείωση των γεννήσεων η οποία «εγείρει την πιθανότητα μίας συρρικνωμένης, αποδυναμωμένης Ελλάδας τα επόμενα χρόνια».
Όπως αναφέρει το δημοσίευμα, το ποσοστό γεννήσεων στην Ελλάδα (1,35 γεννήσεις ανά γυναίκα) είναι μεταξύ των χαμηλότερων στην Ευρώπη και πολύ χαμηλότερο από το 2,1% που εκτιμάται ότι είναι απαραίτητο για τη διατήρηση ενός σταθερού πληθυσμού. Πριν την κρίση, το ποσοστό αυτό κινείτο ελαφρώς ανοδικά και είχε φτάσει στις 1,5 γεννήσεις ανά γυναίκα, αλλά έκτοτε η όποια πρόοδος έχει χαθεί και το ποσοστό έχει υποχωρήσει στα επίπεδα που ήταν στα τέλη της δεκαετίας του ’90 και στις αρχές της δεκαετίας του 2000.
Ακόμα πιο δραματική είναι όμως η μείωση των συνολικών γεννήσεων στην Ελλάδα, λόγω της μετανάστευσης πολλών νέων Ελλήνων στα χρόνια της κρίσης. Το 2009, πριν το ξέσπασμα της κρίσης, είχαν γεννηθεί 118.000 παιδιά στην Ελλάδα. Το 2017 καταγράφηκε ιστορικό αρνητικό ρεκόρ, καθώς οι γεννήσεις ήταν μόνο 88.500.
Ο καθηγητής του πανεπιστημίου Θεσσαλίας Βύρων Κοτζαμάνης εκτιμά μάλιστα πως «θα έχουμε όλο και λιγότερες γεννήσεις στην Ελλάδα τις επόμενες δεκαετίες», καθώς ακόμα και πριν την κρίση η μέση γυναίκα στην Ελλάδα δεν έκανε παιδιά πριν τα 31 της, και κάποιες γυναίκες που ανέβαλλαν την εγκυμοσύνη στα χρόνια της κρίσης έχασαν οριστικά την ευκαιρία τους, και άρα η ύφεση έχει μειώσει μόνιμα το μέγεθος της επόμενης γενιάς Ελλήνων και το πλήθος των μελλοντικών γονιών.
Ο γυναικολόγος Στέφανος Χανδακάς δηλώνει στην Washington Post ότι σε ένα ελληνικό νησί με 1.000 κατοίκους δε γεννήθηκε ούτε ένα παιδί σε ένα διάστημα τριών ετών στη διάρκεια της κρίσης. «Έχουμε φωτογραφίες από νησιά, οργανώνουν μεγάλες παρελάσεις και υπάρχει μόνο ένα παιδί να κρατάει τη σημαία», ανέφερε.
Από την πλευρά της, η 33χρονη δασκάλα Μαρία Μπέρσου δηλώνει: «Αυτήν τη στιγμή δεν μπορώ καν να σκεφτώ για παιδιά. Δεν μπορώ να αποταμιεύσω καθόλου χρήματα». Οι γονείς της, που κι αυτοί είδαν τα εισοδήματά τους να μειώνονται εν μέσω κρίσης, τη βοηθούν οικονομικά για να πληρώνει λογαριασμούς και δόσεις για το αυτοκίνητό της. Θέλει να ελπίζει σε ένα καλύτερο μέλλον, αλλά αμφιβάλλει. «Επηρεάζει την ψυχολογία σου. Τα χρόνια περνάνε και αναρωτιέσαι: Τι έχω κάνει στη ζωή μου;», σημειώνει.
Μία μητέρα δύο παιδιών επισημαίνει πως τα παιδιά της δεν ξέρουν πως παλιότερα τα πράγματα ήταν καλύτερα, καθώς δεν τα αφήνει να βλέπουν ειδήσεις. Δεν ξέρουν για τις περικοπές που έχει υποστεί στο μισθό της ως αστυνομικού, ούτε για το δάνειο που εκκρεμεί.
«Τα παιδιά δε χρειάζεται να τα ξέρουν όλα. Δε θέλω να κάνουν άσχημες σκέψεις. Θέλω να έχουν μία παιδική ηλικία», τονίζει.