Ιδιαίτερο ενδιαφέρoν παρουσιάζουν τα στοιχεία σχετικά με τις υπηρεσίες πληρωμώνπου παρέθεσε ο γενικός γραμματέας Εμπορίου και Προστασίας Καταναλωτή, Δημήτρης Αυλωνίτης, απαντώντας σε ερώτηση του Β’ βουλευτή Β ‘ Πειραιώς του Λαϊκού Συνδέσμου –Χρυσή Αυγή, Ιωάννη Λαγού με θέμα “ Τα άδικα και οικονομικά αδηφάγα τραπεζικά συστήματα απέναντι σε συναλλασσόμενους”.
O νόμος 4537 /2018 με τον οποίο έγινε η προσαρμογή της ελληνικής νομοθεσίας στις κοινοτικές οδηγίες, παρέχει αυξημένη προστασία σε καταναλωτές και πολύ μικρές επιχειρήσεις.
Μεταξύ άλλων αναφέρεται η δυνατότητα επιστροφής ποσών η διόρθωσης της συναλλαγής σε περίπτωση μη εκτέλεσης η εσφαλμένης, καθυστερημένης ή μη εγκεκριμένης πράξης πληρωμής.Προβλέπεται παράλληλα μείωση της ευθύνης καταναλωτών για μη εγκεκριμένες συναλλαγές λόγω απώλειας κάρτας ή κωδικούς. Συγκεκριμένα:
1. Σε περίπτωση μη εγκεκριμένης ή εσφαλμένα εκτελεσθείσας πράξης, υπάρχει δικαίωμα επιστροφής ποσού με την προϋπόθεση ότι ο χρήστης έχει ειδοποιήσει χωρίς υπαίτια καθυστέρηση και το αργότερο εντός 13 μηνών από την ημερομηνία χρέωσης.
2. Από τη στιγμή της ειδοποίησης εκ μέρους του χρήστη, ο πάροχος επιστρέφει το ποσό αμέσως και κάθε περίπτωση μέχρι το τέλος της επόμενης ημέρας, εκτός εάν υπάρχουν βάσιμες υπόνοιες απάτης ( κοινοποιεί γραπτώς τους λόγους στη Γενική Γραμματεία Εμπορίου και Προστασίας Καταναλωτή).
3. Στις περιπτώσεις που η απώλεια, η κλοπή ή υπεξαίρεση χρημάτων έχει γίνει εν άγνοια του χρήστη ( πχ. Υποκλοπή και χρέωση της πιστωτικής κάρτας εν αγνοία του) δεν πρέπει να πληρώσει τίποτα. Ο κανόνας αυτός ισχύει και στην περίπτωση που η ζημία προκλήθηκε από τραπεζικό υπάλληλο. Η τράπεζα ή ο πάροχος της κάρτας πρέπει να καλύψει όλο το κόστος. Ο χρήστης ευθύνεται για όλες τις ζημίες μόνο σε περίπτωση δόλου η βαριάς αμέλειας.
Σε όλες τις περιπτώσεις, το μόνο που μπορεί να ζητηθεί από τον χρήστη είναι να πληρώσει το πολύ 50 ευρώ έναντι του κόστους εκτέλεσης μη εγκεκριμένης πράξης πληρωμής.
Τι ισχύει για τη δέσμευση ποσού
Υπάρχουν ακόμη περιπτώσεις που το ποσό δεν είναι γνωστό εκ των προτέρων. Αφορά σε περιπτώσεις που ο έμπορος μπορεί να ζητήσει από τον καταναλωτή να δεσμεύσει ένα ποσό από την κάρτα του όταν κάνει μια κράτηση(π.χ σε ξενοδοχείο, για ενοικίαση αυτοκινήτου).
Αυτό σημαίνει ότι ο έμπορος κρατά μέρος του πιστωτικού του ορίου ή του υπόλοιπου του λογαριασμού του για να καλύψει οποιαδήποτε πρόσθετη επιβάρυνση ενδέχεται να δημιουργήσει , όπως υπηρεσίες δωματίου σε ξενοδοχείο ή πιθανή βλάβη σε μισθωμένο όχημα. Ο έμπορος οφείλει να ενημερώσει τον καταναλωτή για το αν σκοπεύει να δεσμεύσει κάποιο ποσό από την πιστωτική κάρτα, ενώ ο τελευταίος θα πρέπει να δώσει την έγκριση και για αυτό καθώς και για τι ακριβές ποσό που πρόκειται να δεσμευθεί. Μόλις ολοκληρωθεί η πληρωμή , η τράπεζα πρέπει αμέσως να αποδεσμεύσει το σχετικό ποσό από την πιστωτική του κάρτα.Πιο αναλυτικά:
1. Έχει απλοποιηθεί η διαδικασία επιστροφής χρηματικών ποσών (refund) άμεσων χρεώσεων για τους καταναλωτές. Εάν διαπιστωθεί κάποια άμεση χρέωση από τον τραπεζικό λογαριασμό κατά λάθος –πχ αν ακυρώθηκε μια σύμβαση από τον καταναλωτή με τον προμηθευτή, αλλά η άμεση χρέωση έγινε παρόλα αυτά μετά τη λήξη της σύμβασης -, ο καταναλωτής έχει το δικαίωμα να υποβάλει αίτημα επιστροφής των χρημάτων του μέσα σε προθεσμία 8 εβδομάδων. Αυτό ισχύει για όλες τις άμεσες χρεώσεις , τόσο εντός Ελλάδας όσο και για τις διασυνοριακές άμεσες χρεώσεις εντός της ΕΕ. Μέσα σε προθεσμία 10 ημερολογιακών ημερών από την παραλαβή του ως άνω αναφερόμενου αιτήματος, ο πάροχος υποχρεούται είτε να επιστρέψει ολόκληρο το χρηματικό ποσό είτε να αιτιολογεί την άρνηση του, υποδεικνύοντας στον χρήστη του φορείς στους οποίους μπορεί να προσφύγει για την επίλυση της διαφοράς.
2. Όταν ο καταναλωτής πληρώνει για κάτι στην ΕΕ χρησιμοποιώντας την πιστωτική ή χρεωστική του κάρτα, οι έμποροι και οι τράπεζες δεν μπορούν να επιβάλουν επιπλέον τέλος- γνωστό και ως “ επιπρόσθετη χρέωση” –μόνο και μόνο επειδή χρησιμοποιήθηκε μια συγκεκριμένη κάρτα.
3. Παρέχεται η δυνατότητα εξωδικαστικής επίλυσης διαφορών:
Α) Σε περίπτωση προβλήματος σε πληρωμές που πραγματοποιούνται εντός της ΕΕ, ο καταναλωτής έχει το δικαίωμα να απευθυνθεί απευθείας στην τράπεζα του ή στον πάροχο της κάρτας του. Οι πάροχοι οφείλουν να απαντήσουν γραπτώς σε ενδεχόμενη καταγγελία του καταναλωτή εντός 15 ημερών (ή εντός 35 ημερών το πολύ σε ορισμένες εξαιρετικές περιπτώσεις).
Β) Οι πάροχοι οφείλουν επίσης να έχουν θεσπίσει επίσημη διαδικασία υποβολής καταγγελιών για τους καταναλωτές και να ενημερώσουν για τουλάχιστον έναν φορέα ΕΕΔ.
Γ) Οι διαδικασίες Εναλλακτικής Επίλυσης Διαφορές ρυθμίζονται σύμφωνα με το άρθρο 100.
4. Οι συναλλασσόμενοι ταυτοποιούνται βάσει ασφαλούς διαδικασίας (strong customer authentication).