Ασφαλιστικές εισφορές 20,2% επί των καθαρών αμοιβών τους από την άσκηση επαγγελματικής δραστηριότητας θα πληρώνουν από φέτος όσοι πληρώνονται με απόδειξη δαπάνης (“τίτλοι κτήσης”).
Αυτό προκύπτει από την υπουργική απόφαση του υφυπουργού Κοινωνικής Ασφάλισης, Τάσου Πετρούπολη η οποία δημοσιεύτηκε στο Φύλλο της Εφημερίδας της Κυβερνήσεως κατ΄ εφαρμογή νομοθετικής ρύθμισης που πέρασε η κυβέρνηση τον περασμένο Νοέμβριο.
Συγκεκριμένα, οι εισφορές 20,2% κατανέμονται ως εξής: 13,3% υπέρ της κύριας ασφάλισης (ΕΦΚΑ) και 6,9% υπέρ της υγείας (ΕΟΠΥΥ).
Η σχετική υποχρέωση ισχύει από την 1η /1/2019, συνεπώς έως το τέλος του τρέχοντος μηνός, οι υπόχρεοι θα πρέπει να καταβάλλουν τις εν λόγω εισφορές.
Σημειώνεται πως οι εισφορές για τις αποδείξεις δαπάνης θα πρέπει να καταβάλλονται ακόμα και αν ο υπόχρεος είναι παράλληλα ασφαλισμένος ως μισθωτός, ελεύθερος επαγγελματίας ή αγρότης.
Συνεπώς δεν υφίσταται καμία ασφαλιστική απαλλαγή σε περίπτωση παράλληλης ασφάλισης. Επίσης, παύει να ισχύει οποιαδήποτε ασφαλιστική απαλλαγή για όσους εισπράττουν ως αμοιβή με απόδειξη δαπάνης έως 10.000 ευρώ ετησίως.
Και αυτή η κατηγορία υποχρεούνται να καταβάλλει εισφορές. Τέλος, όπως προκύπτει από τη σχετική υπουργική απόφαση, έως 31/12/2018 ίσχυε το ίδιο “καθεστώς” που ίσχυε έως και την 31/12/2016.
Δηλαδή, προβλεπόταν ασφαλιστική απαλλαγή για εισόδημα με απόδειξη δαπάνης έως 10.000 ευρώ ετησίως και υποχρέωση καταβολής εισφορών για εισόδημα άνω των 10.000 ευρώ.
Συνεπώς, όποιες ασφαλιστικές παρακρατήσεις έγιναν από εργοδότες προ της 1ης/1/2019, για όσους δικαιούνταν απαλλαγή από εισφορές, θα πρέπει να επιστραφούν στους εργαζομένους.
Πιο αναλυτικά, η υπουργική απόφαση Πετρούπουλου προβλέπει :
1) Ασφαλιστικές Εισφορές
– Τα πρόσωπα που αμείβονται με Παραστατικά Παρεχόμενων Υπηρεσιών (τίτλος κτήσης – πρώην απόδειξη επαγγελματικής δαπάνης) καταβάλλουν ασφαλιστικές εισφορές 13,3% υπέρ ΕΦΚΑ για κύρια σύνταξη και 6,9% υγειονομική περίθαλψη (παροχές σε είδος και σε χρήμα).
– Οι ασφαλιστικές εισφορές υπολογίζονται επί της καθαρής αξίας του παραστατικού όπως αυτή προκύπτει μετά την αφαίρεση του αναλογούντος φόρου και άλλων επιβαρύνσεων.
Στην περίπτωση αυτή δεν έχουν εφαρμογή οι ρυθμίσεις περί κατώτατου ορίου μηνιαίου ασφαλιστέου εισοδήματος.
– Εάν οι αμειβόμενοι με απόδειξη δαπάνης ασκούν συγχρόνως και άλλη επαγγελματική δραστηριότητα, μισθωτή ή μη μισθωτή, για την οποία υπάγονται στην ασφάλιση του ΕΦΚΑ, εφαρμόζονται οι διατάξεις περί παράλληλης απασχόλησης (δηλαδή υποχρεούνται να καταβάλλουν εισφορές για κάθε εισόδημα το οποίο αποκτιέται από επαγγελματική δραστηριότητα). Ειδικά για τις περιπτώσεις που παράλληλα προκύπτει υποχρέωση ασφάλισης στον πρώην ΟΑΕΕ, οι ασφαλιστικές εισφορές που έχουν καταβληθεί βάσει της παρούσας εντός του έτους λαμβάνονται υπόψη κατά την ετήσια εκκαθάριση των ασφαλιστικών εισφορών.
2) Χρόνος Ασφάλισης
– Ο χρόνος ασφάλισης στον ΕΦΚΑ των αμειβομένων με απόδειξη δαπάνης υπολογίζεται ως εξής:
* Στην περίπτωση που από τη σύμβαση, διάρκειας μέχρι ένα μήνα, προκύπτει καθορισμένος αριθμός ημέρας ή ημερών απασχόλησης και μέχρι ένα πλήρη μήνα ή 25 ημέρες ασφάλισης, ως χρόνος ασφάλισης λαμβάνεται η ημέρα ή ημέρες, που ορίζονται στη σύμβαση, ανεξαρτήτως της διάρκειας της ημερήσιας απασχόλησης.
Σε κάθε περίπτωση το ημερήσιο εισόδημα όπως προκύπτει από το πηλίκο της καθαρής αξίας του παραστατικού προς τον αριθμό ημερών απασχόλησης της σύμβασης δεν πρέπει να υπολείπεται του 1/25 του κατώτατου βασικού μισθού άγαμου μισθωτού άνω των 25 ετών.
Εάν υπολείπεται, ο χρόνος ασφάλισης υπολογίζεται σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στην ακριβώς παραπάνω περίπτωση.
* Στις λοιπές περιπτώσεις ως χρόνος ασφάλισης λαμβάνεται το πηλίκο της καθαρής αξίας του παραστατικού, δια του ποσού που αντιστοιχεί στον κατώτατο βασικό μισθό άγαμου μισθωτού άνω των 25 ετών, όπως αυτός κάθε φορά ισχύει.
Για τον καθορισμό των ημερών ασφάλισης, ως πλήρης μήνας λογίζονται 25 ημέρες ασφάλισης.
Εάν από την εφαρμογή των ανωτέρω προκύπτει αριθμός ημερών με δεκαδικό μέρος στρογγυλοποιείται στην αμέσως επόμενη ακέραιη μονάδα.
Σε κάθε περίπτωση ο χρόνος ασφάλισης που προκύπτει σύμφωνα με τα ανωτέρω δεν μπορεί να υπερβαίνει το χρόνο ασφάλισης που αντιστοιχεί στη διάρκεια της σύμβασης.
Σε περίπτωση που υπερβαίνει τη διάρκεια αυτή, ο χρόνος ασφάλισης περιορίζεται αντίστοιχα και οι ασφαλιστικές εισφορές που έχουν καταβληθεί για το πλεονάζοντα χρόνο επιμερίζονται ισομερώς στους μήνες ασφάλισης που προκύπτουν σύμφωνα με τα ανωτέρω.
Εάν μετά τον ως άνω επιμερισμό προκύπτει υπέρβαση της ανώτατης ασφαλιστικής εισφοράς που αντιστοιχεί στο προβλεπόμενο από το άρθρο 39 του ν. 4387/2016, όπως ισχύει, ανώτατο όριο μηνιαίου εισοδήματος, αυτές επιστρέφονται ως αχρεωστήτως καταβληθείσες .
– Ο χρόνος ασφάλισης που προκύπτει ως χρόνος ασφάλισης στον ΕΚΦΑ (πρώην ΟΑΕΕ).
Ως ημερομηνία έναρξης της ασφάλισης λαμβάνεται η ημερομηνία έναρξης της απασχόλησης, όπως αυτή προκύπτει από την καταρτισθείσα σύμβαση. Σε περίπτωση που δεν υπάρχει σύμβαση ως ημερομηνία έναρξης της ασφάλισης λαμβάνεται η ημερομηνία έκδοσης του παραστατικού.
Ως ημερομηνία λήξης της ασφάλισης λαμβάνεται η ημερομηνία που αντιστοιχεί στις ημέρες ασφάλισης που προκύπτουν σε περίπτωση που προκύπτει χρόνος ασφάλισης πέραν του προβλεπόμενου από τη σύμβαση.
– Σε περίπτωση έκδοσης περισσότερων του ενός παραστατικού, ο χρόνος ασφάλισης καθορίζεται σύμφωνα με τα ανωτέρω για κάθε ένα παραστατικό που εκδίδεται.
3) Διαδικασία παρακράτησης και απόδοσης ασφαλιστικών εισφορών – Κυρώσεις
-Οι αμειβόμενοι με απόδειξη δαπάνης πριν από την έκδοση του παραστατικού παρεχόμενων υπηρεσιών – πωλήσεων (τίτλος κτήσης – πρώην απόδειξη επαγγελματικής δαπάνης) απογράφονται υποχρεωτικά για αυτή την ιδιότητα στον ΕΦΚΑ.
Οι αρμόδιες υπηρεσίες του ΕΦΚΑ εκδίδουν σχετική βεβαίωση απογραφής.
Ο αντισυμβαλλόμενος – αποδέκτης των υπηρεσιών των αμειβομένων με απόδειξη δαπάνης, εφόσον δεν έχει απογραφεί ως εργοδότης του πρώην ΙΚΑ -ΕΤΑΜ, απογράφεται στις αρμόδιες υπηρεσίες του ΕΦΚΑ.
Ο αμειβόμενος με απόδειξη δαπάνης παραδίδει αντίγραφο της σχετικής βεβαίωσης στον αντισυμβαλλόμενο προκειμένου να λάβει γνώση για την απογραφή του στον ΕΦΚΑ, ώστε να προχωρήσει στην έκδοση του παραστατικού.
Ο αντισυμβαλλόμενος (σ.σ. εργοδότης) καταχωρεί σε σχετική εφαρμογή στις ηλεκτρονικές υπηρεσίες του ΕΦΚΑ τα απαραίτητα στοιχεία που απαιτούνται για τον καθορισμό του χρόνου ασφάλισης και του ύψους των ασφαλιστικών εισφορών, μέχρι το τέλος του μήνα που εκδίδεται το παραστατικό.
Σε περίπτωση που ο αντισυμβαλλόμενος δεν προβεί στην παραπάνω καταχώρηση ή προβεί σε αυτήν εκπρόθεσμα επιβάλλονται τα προβλεπόμενα πρόστιμα, τα οποία βαρύνουν στο σύνολό τους τον αντισυμβαλλόμενο – εκδότη του παραστατικού.
Οι προβλεπόμενες από την παρούσα ασφαλιστικές εισφορές βαρύνουν στο σύνολό τους τον αμειβόμενο με παραστατικό παρεχόμενων υπηρεσιών, παρακρατούνται και αποδίδονται στον ΕΦΚΑ από τον αντισυμβαλλόμενο – εκδότη μέχρι το τέλος της τελευταίας εργάσιμης ημέρας του επόμενου μήνα της έκδοσης του παραστατικού.
Σε περίπτωση που οι ασφαλιστικές εισφορές δεν αποδοθούν από τον αντισυμβαλλόμενο – εκδότη του παραστατικού εμπρόθεσμα επιβαρύνονται με τις προβλεπόμενες για τις καθυστερούμενες ασφαλιστικές εισφορές προσαυξήσεις και βεβαιώνονται προς είσπραξη σύμφωνα με τα προβλεπόμενα για τις ασφαλιστικές εισφορές. Τα σχετικά ποσά βαρύνουν τον εκδότη του παραστατικού.