Με την υπ’ αρίθμ. 1/2019 απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Δωδεκανήσου απορρίφθηκε η έφεση που άσκησαν 17 συμβασιούχοι της πρώην ΔEYA Iαλυσού.
Οι συμβασιούχοι στράφηκαν συγκεκριμένα κατά της ΔEYA Pόδου και της υπ’ αριθμ. 2/2016 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Ρόδου.
H εκκαλουμένη απόφαση απέρριψε αίτημά τους να αναγνωριστεί ότι η συνδέουσα εκείνους και το εναγόμενο σύμβαση εργασίας είναι σύμβαση αορίστου χρόνου και να υποχρεωθεί το εναγόμενο να τους απασχολεί και στο μέλλον με σύμβαση εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου, καταδικαζόμενου, σε περίπτωση που αρνηθεί να πράξει αυτό, να τους καταβάλει ως χρηματική ποινή το ποσό των 100 ευρώ για κάθε ημέρα αρνήσεως.
Το διοικητικό συμβούλιο της ΔΕΥΑΡ με απόφαση, που έλαβε κατά πλειοψηφία, συνομολόγησε την έφεση των συμβασιούχων.
Θυμίζουμε ότι η ΔΕΥΑΡ με την υπ’ αριθμ. 426/2017 απόφαση του Διοικητικού της Συμβουλίου και την υπ’ αριθμ. 623/2017 ορθή επανάληψη αυτής, έκανε δεκτές τις αιτήσεις των εκκαλούντων και κατέταξε αυτούς, σε οργανικές θέσεις εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου της Επιχείρησης κατ’ εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 13 του Ν. 4483/2017 (ΦΕΚ 107/31-7-2017 τ.Α’)
Οι συμβασιούχοι, όπως έγραψε η “δημοκρατική”, επαναπροσλήφθησαν με επίκληση της ως άνω διατάξεως, που συμπεριελήφθη στο νομοσχέδιο “σκούπα” του Υπουργείου Εσωτερικών, που αφορά μόνο συμβασιούχους, που πληρούν τα κριτήρια του νόμου για την μετατροπή των συμβάσεων τους σε αορίστου χρόνου και δεν βρίσκει εφαρμογή στην συντριπτική τους πλειοψηφία.
Υπήρξε μόλις πρόσφατα νέα βελτιωμένη τροπολογία για την εργασιακή τους τακτοποίηση και μένει να διαπιστωθεί αν θα γίνει αποδεκτή από το Ελεγκτικό Συνέδριο.
Το Μονομελές Εφετείο Δωδεκανήσου με την απόφαση του έκρινε μεταξύ άλλων ότι σύμφωνα με το άρθρο 16 παρ. 4 του Οργανισμού Εσωτερικής Υπηρεσίας της πρώην ΔΕΥΑ Ιαλυσού προβλέπεται ότι όσοι συμβασιούχοι θα συμπληρώνουν χρόνο απασχόλησης άνω των 24 μηνών στην επιχείρηση χωρίς διακοπή μεγαλύτερη των 2 μηνών, θα μπορεί με απόφαση του ΔΣ της ΔΕΥΑΙ να μετατραπεί η σχέση τους από ιδιωτικού δικαίου ορισμένου χρόνου σε ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου, σύμφωνα με την κοινοτική οδηγία 99/70/ΕΚ του Συμβουλίου της 28-6-1999.
Εκρινε όμως ότι απαραίτητη προϋπόθεση για τη μετατροπή της σχέσης του υπαλλήλου από ορισμένου χρόνου σε αορίστου χρόνου είναι η λήψη απόφασης από το ΔΣ της ΔΕΥΑΙ, ότι καλύπτει πάγιες και διαρκείς ανάγκες. Σύμφωνα όμως με την παρ. 1 του άρθρου 1 του ν. 2190/1994, η πλήρωση ιδρυόμενων ή υφιστάμενων θέσεων, ο αριθμός, οι κατηγορίες και οι κλάδοι ή ειδικότητες των προσλαμβανόμενων αποφασίζονται σύμφωνα με τις κείμενες διατάξεις και κανονισμούς, από τα αρμόδια όργανα της Κυβερνήσεως, των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης πρώτου και δεύτερου βαθμού και από τις διοικήσεις των νομικών προσώπων δημοσίου και ιδιωτικού δικαίου της παρ. 1 του άρθρου 14, στα οποία συμπεριλαμβάνεται το εναγόμενο, η πλήρωση δε των θέσεων που αποφασίζεται κατά τα ανωτέρω υπάγεται στην αρμοδιότητα του Α.Σ.Ε.Π., με επιφύλαξη των διατάξεων της παρ. 2 του άρθρου 14.
Επιπλέον, οι συμβάσεις ιδιωτικού δικαίου ορισμένου χρόνου, που επιτρέπονται σύμφωνα με το άρθρο 21 παρ. 1 του ανωτέρω νόμου για την κάλυψη εποχιακών ή άλλων περιοδικών ή πρόσκαιρων αναγκών, απαγορεύεται να μετατρέπονται σε αορίστου χρόνου, σύμφωνα με την παρ. 2 του ιδίου άρθρου.
Το δικαστήριο επισημαίνει ότι οι διατάξεις αυτές έχουν καταστεί συνταγματικού επιπέδου, μετά την γενόμενη το 2001 αναθεώρηση του Συντάγματος και την προσθήκη της παρ. 8 στο άρθρο 103.
Συνεπώς, το εν λόγω άρθρο 16 παρ. 4 του Οργανισμού Εσωτερικής Υπηρεσίας της ΔΕΥΑΙ έρχεται σε ευθεία αντίθεση με το Σύνταγμα, το οποίο ήθελε να αποδοκιμάσει ακριβώς την πρακτική της διοίκησης για μετατροπή των συμβάσεων ορισμένου χρόνου σε αορίστου.
Επιπρόσθετα και ως εκ περισσού, επισημαίνεται ότι το εν λόγω άρθρο δεν μπορεί να θεωρηθεί ούτε ότι αποτελεί εναρμόνιση του εθνικού δικαίου με την οδηγία 1999/70/ΕΚ του Συμβουλίου, διότι αφενός η εξουσιοδότηση προς την ΔΕΥΑΙ για την έκδοση του παραπάνω Οργανισμού δόθηκε δυνάμει του άρθρου 7 του ν. 1069/1980, αποκλειστικά για την ρύθμιση των θεμάτων της εσωτερικής της οργάνωσης, αφετέρου, σύμφωνα με τη διάταξη της παρ. 2 του άρθρου 43 του Συντάγματος η έκδοση κανονιστικού διατάγματος επιτρέπεται μόνον βάσει ειδικής εξουσιοδότησης και εντός των ορίων αυτής, ύστερα από πρόταση του αρμόδιου Υπουργού, ενώ κατ’ εξαίρεση μόνον επιτρέπεται ειδική νομοθετική εξουσιοδότηση για την έκδοση κανονιστικών πράξεων από άλλα όργανα της Διοίκησης όταν πρόκειται να ρυθμιστούν ειδικότερα θέματα ή με τεχνικό ενδιαφέρον ή με χαρακτήρα τεχνικό ή λεπτομερειακό.
Η δε ενσωμάτωση της παραπάνω οδηγίας στο ελληνικό δίκαιο, είναι προφανές ότι δεν μπορεί να χαρακτηριστεί ως τέτοιο θέμα, πέρα ταυ γεγονότος ότι η ενσωμάτωση της εν λόγω οδηγίας αναφορικά με το Δημόσιο και τα άλλα νομικά πρόσωπα του δημοσίου τομέα έγινε με το ΠΔ 164/2004, σύμφωνα με την εξουσιοδότηση που παρείχαν οι διατάξεις των άρθρων 3, 4, 5 του ν. 1338/1988.