Εν αναμονή του προσδιορισμού της αίτησης αναστολής, αλλά και της συζήτησης της αίτησης ακύρωσης τον Μάρτιο του 2018 βρίσκονται οι δικαστικές ενώσεις της χώρας, όπου έχασαν σύμφωνα με πληροφορίες την «πρώτη μάχη», καθώς απορρίφθηκε η προσωρινή διαταγή με την οποία ζητούσαν το «πάγωμα» της διαδικασίας.
Λίγες ημέρες πριν την αλλαγή του έτους, πέντε ενώσεις δικαστών και εισαγγελέων κατέθεσαν νέα δικόγραφα προκειμένου να ακυρωθούν οι διατάξεις του πρόσφατου νόμου για το πόθεν έσχες (Ν. 4571/2018, ο οποίος τροποποίησε το ν. 3213/2003). Σύμφωνα με δημοσίευμα του «Έθνους», η προσωρινή διαταγή που ζήτησαν οι δικαστικές ενώσεις απορρίφθηκε με την κατάσταση να παραμένει «στάσιμη» μέχρι νεωτέρας.
Αν και κατά την προηγούμενη υποβολή δηλώσεων (για το έτος 2016) υποβλήθηκαν περίπου 150.000 δηλώσεις υπόχρεων και ισάριθμες δηλώσεις υποβλήθηκαν και για το έτος 2017, μετά τις αποφάσεις του Συμβουλίου της Επικρατείας που έκριναν μη νόμιμες και αντισυνταγματικές τις προηγούμενες ΚΥΑ, βάσει των οποίων υποβλήθηκαν, μένουν ουσιαστικά έωλες και εκτός ελέγχου.
Βασικό σημείο “διαφωνίας” των δικαστικών ενώσεων με την κυβέρνηση είναι η υποχρέωση δήλωσης μετρητών εκτός τραπεζών (άνω των 30.000 ευρώ) και κινητών μεγάλης αξίας (άνω των 40.000 ευρώ), για το οποίο αναφέρουν μεταξύ άλλων ότι παραβιάζει τα προσωπικά τους δεδομένα. Βέβαια, η υποχρέωση για δήλωση των μετρητών που υπάρχουν εκτός τραπεζικών λογαριασμών καθώς και των αντικειμένων μεγάλης αξίας (πίνακες, πολύτιμοι λίθοι κλπ.), αποτελεί διεθνή πρακτική που αποσκοπεί στην ενίσχυση της διαφάνειας.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί απόφαση του ΕΔΔΑ ήδη από το 2005, με την οποία έγινε δεκτό ότι η συμπερίληψη σε δήλωση περιουσιακής κατάστασης των κινητών πραγμάτων αξίας άνω των 10 χιλιάδων ζλότυ Πολωνίας (σσ: νόμισμα με σημαντικά κατώτερη του ευρώ αξία) δεν συνιστά υπερβολική αξίωση από πλευράς Πολωνικού Κράτους, καθώς οι δηλώσεις περιουσιακής κατάστασης ζητούνται από πρόσωπα από τα οποία αξιώνεται η μέγιστη δυνατή διαφάνεια στην οικονομική τους δραστηριότητα.
Ένα ακόμη σημείο σύγκρουσης των δυο πλευρών αποτελεί η υποχρέωση δήλωσης από τον υπόχρεο, και των περιουσιακών στοιχείων του εν διαστάσει συζύγου του, με το επιχείρημα ότι η περιουσιακή τους κατάσταση παύει να είναι κοινή και δεν είναι υποχρεωμένοι να δίνουν πληροφορίες ο ένας στον άλλον.
Ωστόσο, ο νόμος δεν τους υποχρεώνει, αν οι μεταξύ τους σχέσεις είναι διαταραγμένες, να υποβάλουν κοινή δήλωση πόθεν έσχες, αφού έχει προβλεφθεί στο νόμο στάδιο διοικητικής διαδικασίας κατά το οποίο μπορούν να υποβάλουν ξεχωριστά τη δήλωση πόθεν έσχες.
Η παραγραφή
Μια ακόμη από τις «απαιτήσεις» των δικαστικών ενώσεων είναι και η διενέργεια του ελέγχου των δηλώσεων εντός πενταετίας, μετά την παρέλευση της οποίας δεν επιτρέπεται να διατηρηθούν προσωπικά δεδομένα και οι υποθέσεις πρέπει να αρχειοθετηθούν χωρίς να επιτρέπεται ανάσυρσή τους στο μέλλον.
Κυβερνητικές πηγές απαντούν ότι αν και στα πλαίσια της ασφάλειας δικαίου απαιτείται η ύπαρξη εύλογου χρόνου, προβλέψιμου εκ των προτέρων από τους πολίτες σχετικά με την παραγραφή των δικαιωμάτων της Διοίκησης έναντι τους, υπάρχουν εξαιρέσεις.
Για παράδειγμα υπάρχουν περιπτώσεις, κατά τις οποίες το όργανο ελέγχου έχει εντοπίσει ευρήματα, τα οποία αποτελούν σοβαρές ενδείξεις τέλεσης ή απόπειρας τέλεσης κακουργημάτων. Σε αυτή την περίπτωση, το αντεπιχείρημα της κυβέρνησης είναι πως εάν γίνει δεκτό το επιχείρημα των δικαστικών ενώσεων, η ποινική παραγραφή των κακουργημάτων (15-20ετια) καθίσταται κενό γράμμα, αφού οι υποθέσεις αυτές δεν θα μπορούν να ελέγχονται πέραν της πενταετίας, ακόμα και αν το αντικείμενό τους ανάγεται σε εκατομμύρια ευρώ.